«Καρούζος, Σταθόπουλος, Παπαδάκη, Μπαμπασάκης». Μετά τα μεσάνυχτα, πολύ πριν από το τέλος του γνωστού κόσμου, κάπου στα Ιλίσια, πρώτα εικοσιτετράωρα του 1986 — Έχω χτυπήσει δύο φορές το κουδούνι στο θυροτηλέφωνο και μας έχω αναγγείλει — Ο Μπ. απαντάει, λέει είναι αργά, λέω άνοιξε!, επαναλαμβάνω τα ονόματα, ανοίγει, μπαίνουμε, ανεβαίνουμε (δεν θυμάμαι όροφο, ο Θάνος θα θυμάται σίγουρα, τα πάντα θυμάται) — Εισβάλουμε, ευγενέστατα — Ζητάμε (επίσης ευγενέστατα) την κάσα με το ουίσκι, ίσον το χαμένο (για τον Μπ.) στοίχημα τις προάλλες — Και του είχε πει, τρυφέρα & προειδοποιητικά, ο Νίκος, «Μη βάζεις στοιχήματα μ᾽ εμένα, είναι σαν να κλέβω λάδι απ᾽ την εκκλησιά», και επιβεβαιώνω επιτόπου τον Νίκο, έχω ήδη χάσει ένα στοίχημα, δέκα χιλιάδες δραχμές, το 1984 — Αλλά ο Μπ. κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν θυμάται να έχασε στοίχημα ή και τα δύο — Το γυρίζουμε στο νουάρ (δεν τα κατάπιαμε για πλάκα τόσα νουάρ) και στον συσχετισμό δυνάμεων (δεν περάσαμε τζάμπα από τα αναρχοκουμμουνιστικά καπηλειά, και ξέρουμε): «Προχωρούμε», λέμε, «σε κατάληψη της κατοικίας σου έως ότου παραλάβουμε την κάσα» — Σερβιριζόμαστε, φλυαρούμε, άνετα, ηδύτατα, σε «ύψη παραλογιζόμενα […] σκοταδιασμένοι», ο Μπ. αμηχανεύεται, ίσως καμώνεται ότι αμηχανεύεται, υπήρχε και μια δεσποινίδα στο διαμέρισμα, δεν της δώσαμε σημασία (αμοιβαίο), ο Μπ. ελίσσεται ανάμεσα στο χιούμορ και στην ποιητικότητα της μεταμεσονύκτιας μεθυσμένης ατασθαλίας — Kυλάνε κάποιες ώρες στην κόψη του χρόνου, αποφασίζουμε (συνεννόηση με τα μάτια, πάντα νουάρ) ότι αρκετά κουράσαμε τον Μπ. (είναι επίδοξος φίλος άλλωστε), αποχωρούμε γενναιόψυχα — Μια νέα Συμμορία των Τεσσάρων, δίχως αίμα στα τρυφέρα μας ακροδάχτυλα — λίγο πριν το χάραμα, ή λίγο μετά (δεν θυμάμαι ώρα, ο Θάνος θα θυμάται σίγουρα, τα πάντα θυμάται — έλεγε άλλωστε ο Νίκος: «Θάνος ίσον λαμπίκο/, εννοώντας τόσο τη μίνιμαλ γραφή του όσο και το ακριβείας ωρολόγιον του νου του) — Οδεύουμε προς το Σύνταγμα, ποιος ξέρει γιατί; — Συνήθως καταφεύγαμε στην Κρεαταγορά για στανιαριστικό μπρέκφαστ τέτοιες ώρες (ο Καρούζος φασουλάδα ή σκέτη από στιφάδο, εγώ ποδαράκι με σκορδοστούμπι άφθονο, ο Σταθό ψιλοκομμένο πατσά, κι αν λέω ψέματα ας με διαψεύσει) — Κάτι μας τράβηξε προς το Σύνταγμα — Ίσως μια θαμπή, μια θολή, μια θνήσκουσα μνήμη από Παπασπύρου, American Bar, Ζωναρά; από παιχνίδια κατασκόπων και μπερδεγουέι καταστάσεις με πρωτοσύγκελους της Beat Generation; — Ξέραμε ότι εκεί σύχναζαν οι beat, Σύνταγμα, Παπασπύρου — Όπως και να ᾽χει, χωθήκαμε/χαθήκαμε/χυθήκαμε εις Οινομαγειρείον Περιστέρια, στην οδό Πατρώου — Αθώοι & οι 4 σαν τον Κιμ Φίλμπυ και τον Άντονυ Μπλαντ και τον Γκάι Μπέρτζες και τον Ντόναλντ Μακλίν — Περιδρομιάσαμε λιτά, λιτότατα (συν κρασάκι και κάποιες εωθινές μπίρες) — Του ήλιου η χλεμπόνα (Καρούζος) άρχισε τα αλύπητα τερτίπια της — Καταφύγαμε σε έναν φωτογράφο, μόλις άνοιγε το κατάστημα, τρία σκαλοπάτια κατέβαινες για να μπεις, ποιος έριξε την ιδέα δεν θυμάμαι (ο Θάνος θα θυμάται σίγουρα, τα πάντα θυμάται — ακόμα και ποιος έριχνε την εκάστοτε ιδέα που μες στις δεκαετίες διεκδικούσαμε όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά την κακόφημη πατρότητά της) — Στηθήκαμε έξω από το φωτογραφείο και ο συνάδελφος του Ρόμπερτ Φρανκ μόχθησε έντιμα και μας απαθανάτισε — Κατόπιν φτάσαμε στο κονάκι του Νίκου στη Σούτσου, χωρίς την Αθηνά αν θυμάμαι καλά — Ο Νίκος είχε πάντα δύο μπουκάλια ούζο, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον όποιο επισκέπτη (και δεν έπινε ποτέ ο ίδιος από αυτό), είχε και πλαστικά ποτήρια, μας σέρβιρε, πίναμε, πήγε κάποια στιγμή στο γραφείο του, έγραψε το ποίημα, και λέει/γράφει: «καταλήξαμε φως αναπάντεχο» — Αδιανόητο πώς πέρασαν τριάντα πέντε χρόνια από τότε, μια σύνταξη ολόκληρη —Jamais plus nous ne boirons si jeunes— Και μένουν ακόμη τόσα και τόσα να γραφτούν.