Λέγατε (ξανά, μανά, και πάλι) ότι χτίζετε τα Μπούνκερ της Φιλίας. Ότι τρέχατε τρελά με τρίλιες τρένων στου Τρίδη το τσαρδί. Ότι ακούγατε εκεί Kinks. Με τις ώρες. Συζητούσατε εκεί. Για τον Άκι Καουρισμάκι. Με τις μέρες. Πίνατε εκεί. Ουίσκι. Βότκα. Τεκίλα. Με τις βδομάδες. Παθιαζόσασταν εκεί. Με τα νουάρ. Με τον Γκοντάρ. Με τους μήνες. Σκαλίζατε εκεί. Το παρελθόν. Κάνατε εκεί: Σχέδια για το Παρελθόν. Ο καθείς και τα κόλπα του. Ο Φιλόσοφος Φλανέρ: το κόλπο του ήταν ο ζύθος. Και η περιπλάνηση. Η φλανερί. Σε κακόφημους δρόμους. Σε κακόφημους βίους κακόφημων σαλών, αγίων, λογίων. Ο Τρίδης. Ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης. Το κόλπο του ήταν το σέικερ. Ιδιοφυώς. Ανακάτωνε χαρμάνια. Έμπλεκε γεύσεις. Έσμιγε αντιφάσεις. Κι αυτός περιπλανιόταν. Στα άδυτα μιας κουλτούρας που την είχε σκοτεινιάσει η καταλαλιά. Ο ψόγος. Η μομφή. Η περιφρόνηση. Μοιάζανε πολύ. Ο Τρίδης και ο Φιλόσοφος Φλανέρ. Κι ας μην είχαν συναναστραφεί. Ήταν βίοι παράλληλοι. Ψάχνατε από πού κρατάει η σκούφια σας. ῾῾Από τι μακελειό κατάγομαι᾽᾽, λέγατε. Όλοι μαζί. Κι αντάμα.
Λέγατε: Από δω παν κι άλλοι. Τζάσε. Χάσου/χώσου/εξαφανίσου. Τράβα στη γωνία να δεις αν έρχομαι. Σκάσε και κολύμπα. Λέγατε. Φύγε. Φεύγα. Φούβγε. Πούλο. Άντε γεια. Λέγατε. Γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν. Γκαγκάν γκαγκάν. Σύρε και πες το του βουνού. Λέγατε. Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε. Φεύγετε να φεύγουμε. Λέγατε. Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι. Εμείς. Δεν αποπέμπατε κανέναν αν δεν είχε ήδη αποπέμψει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν διασύρατε κανέναν αν δεν είχε ήδη διασύρει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν εγκαταλείπατε κανέναν αν δεν είχε εγκαταλείψει τον καλύτερό του εαυτό. Λέγατε. Ποντάρουμε τα άλογά μας στον χρόνο. Στην αδυσώπητη ροή των κλασμάτων του δευτερολέπτου. Στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου. Λέγατε. Να ανακατέψουμε ξανά την τράπουλα. Να στήσουμε πάλι τους πεσσούς. Αλλάζουμε σκακιέρα. Λέγατε. Όταν θα έρθουν να μας πάρουν, δεν θα μας βρουν εκεί. Λέγατε.
Λέγατε: Ἄμμες δὲ γ’ ἐσόμεθα πολλῶ κάρρονες. Αλλά είχατε στην τσέπη Άσσο σκέτο. Και στο μανίκι τον μπεκροφιλοσοφικό άσσο τού ῾῾Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας᾽᾽. Γι᾽ αυτό βαλθήκατε να τσαλακωθείτε. Να βήχετε. Να βουρκώνετε. Να πίνετε. Να πέφτετε. Ελεύθερη Πτήση. Ελεύθερη Πτώση. Η φλανερί του Σινιόσογλου ως υγραντήρας της σκέψης. Βάλατε την αριστεία στο σεντούκι με τα τιμαλφή και πήρατε τους δρόμους. Ο Νικήτας, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει. Χιλιάδες χιλιόμετρα το μήνα. Με τα πόδια. Με το σημειωματάριο. Με τις ημικατεστραμμένες πένες. Με μάσκα μειλίχιας μισανθρωπίας. Σεργιανίζει και φλανάρει. Ελίσσεται σε ναρκοθετημένες ζώνες της πόλης και της σκέψης. Σκάβει το λάκκο της Ποίησης. Και της Φιλοσοφίας. Κι ο Νικόλας, ανακαλύπτει θησαυρούς στον απόπατο. Ατλαντίδες σε αραχνιασμένες καταπακτές. Αρώματα μες στα μουχλιασμένα κάτεργα. ῾῾I Put a Spell on You᾽᾽. Διότι για να γίνετε κάρρονες, χρειαζόσασταν τον καύκον. Αυτό αποφασίσατε ήδη από την απασφαλισμένη εφηβεία σας. Για να έχετε τσάκιση στο παντελόνι, τσαλακώσατε το βλέμμα σας. Κι ας σας την έκαναν την ντρίπλα οι ρυτίδες και δεν ήρθανε ποτέ.
Λέγατε: Άκι, Άκι, Άκι, και πάλι, και ξανά Άκι! Καλαμάρι Γιούνιον, ρεπουστημουγαμώτημου, αυτά είναι, τα φαντάσματα, ουπς!, τα στοιχειά, του Μπωντλαίρ, του Ανρί Μισό, και του Πρεβέρ, που ακόμη στοιχειώνουν τον πλανήτη, που ακόμη πλανιούνται πάνω από την Γαμωευρώπη, που ακόμη τσιμεντοενεσώνουν το είναι μας, το πίνε μας, το χύνε μας, καθόσον όλους και όλες Φρανκ μας λένε, Φρανκ και Φρανκ και Φρανκ και Φρανκ και Φρανκ, τόσα χρόνια μετά την αποχώρηση του Μάατι Πελόμπα από τα γαμωεγκόσμια — αυτά λέγατε, ταύτα κραίνατε, ποτιζόμενοι αενάως στου τζιν Gordon’s την ποτίστρα, ενώ παίζατε απανωτά του Άκι τις ταινίες στα πικάπ των οπτικών ινών, και γελάγατε στις στάνες τ᾽ ουρανού, στις φάτνες του κάθε φιλόξενου γαλαξία, κι όχι μόνο γελάγατε αλλά και σκάγατε, και ξεκαρδιζόσασταν, στα γέλια.
Λέγατε: είμαι η Μπέτυ Μπουπ και είσαι ο Φέθρυ Ντακ. Και τούμπαλιν. Και ακούγατε γλυκοσανσόν γαλλικά, και Φρανκ Σινάτρα, και Can, και πηγαίνατε βόλτες στις ταινιοθήκες τ᾽ ουρανού ν᾽ ανταμώσετε με τον Γονατά της Στεφανή και με τον Βακαλόπουλο του Καπλανίδη, κι ύστερα το ρίχνατε στις κραιπάλες με τα παρφέ κρέμα στη Χαρά, στην Πατησίων, και κατόπιν φοράγατε βατραχοπέδιλα για να μπείτε στην μπανιέρα, δυο-δυο-στην-μπανιέρα-δυο-δυο, και δώστου χουρμάδες με καρύδια γέμιση, και δώστου καφέδες ως το ξημέρωμα, και δώστου ξημέρωμα ως το δείλι, και δώστου χείλη και χείλη και χείλη, ενώ κοκκινίζατε, καθότι ντροπαλό κορίτσι η μία και ντροπαλό αγόρι η άλλη, έως αποδείξεως του εναντίον.
Λέγατε: Άκι, Άκι, Άκι, και πάλι, και ξανά Άκι! Θα μπορούσατε να πείτε, άνετα και κάλλιστα, ότι η θητεία στην Κυψέλη (όλη σας η σλουρπ και μιαμ και μπετυμπουπική και φρεθρυντακική ζωή, σα να λέμε) δεν ήταν παρά μία επιμνημόσυνος δέησις στο μνημειώδες μεγαλείο του Μάατι Πελόμπα —για τον οποίο ο Ράσκυ ο Δεύτερος, ο κατά κόσμον Αντρέας Κτενάς, διατεινόταν ότι, κατά βάθος, είναι ο Δημήτρης Πουλικάκος—, ω ναι, ένας φόρος τιμής στον Πελόμπα, διότι ο Πελόμπα είναι ο Προστάτης Άγιος των Ιερών Σωματοφυλάκων της Καουρισμακικής Εκκλησίας, είναι των άδολων ντοπαλών ερωτευμένων το φωτοστέφανο, η άλως, ο άλλος, η άλλη, η αχλύς, το τίμιο βρωμόξυλο, ο μπαγάσας, ο Μάατι ο Πελόμπα.
Λέγατε: Θά ᾽θουν καιροί, καιροί ευτυχισμένοι, σκλάβοι δεν θα ᾽ναι πάντα οι λαοί, κι ο Ράσκυ ο Ερωτευμένος έλεγε, Ούτε άλαλοι θα ᾽ναι οι λαοί, και θυμόσασταν πώς τρέχατε στον Ελασίτη, πώς ροβολούσατε στον Τρίδη, στον Νικόλα τον Απέθαντο, για να δείτε του Άκι τα Άπαντα, ξανά, πάλι, κι άλλη μια, να κι άλλη μια, καθότι η επανάληψις μήτηρ μαθήσεως, και καθότι αν η μισή σας καρδιά βρισκόταν εδώ πέρα η άλλη μισή στη Φινλανδία βρίσκεται, στου Άκι τη μίνιμαλ, τη βαθιανθρώπινη ή/και βαριανθρώπινη (πώς λέμε: βαθιανάσαινα ή/και βαριανάσαινα) μίνιμαλ φιλοσοφία, και στα σελιλόζικα (πώς λέμε: σκαμπρόζικα) φιλμικά δοκίμιά του, κι ύστερα ερχόταν και ο Γιώργος ο Μακρής ο Τζούνιορ, και ο γάτος ο Πιλούς, και πάλι και ξανά οι χουρμάδες με το καρύδι, και τα προεόρτια της Μεγάλης Φτιάξης — γιατί τι άλλο είναι η ζωή, τι άλλο ο ντουνιάς μπορεί να είναι, αν όχι μια Μεγάλη Φτιάξη;
[ Συνεχἰζεται εις το επόμενον ]