Λάσλο!

Εντω­με­τα­ξύ, ανά­με­σα σε κραι­πά­λες, ανά­παυ­λες απ᾽ τις κραι­πά­λες, κρα­σο­κα­τα­νύ­ξεις, εκε­χει­ρί­ες με τη μέ­θη, άκρα­τους διο­νυ­σια­σμούς, απολ­λώ­νειες νη­φα­λιό­τη­τες, και κλα­σι­κές ευ­φρό­συ­νες αφρο­σύ­νες, τσι­μπά­ει ο Φι­λό­σο­φος Φλα­νέρ πολ­λές και ποι­κί­λες υπο­ψη­φιό­τη­τες για βρα­βεύ­σεις και δια­κρί­σεις, κα­τα­πί­νει τη χο­λή του ο Αντό­νιο Ζερ­βά­ντες (πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον εν λό­γω αρ­γό­τε­ρα, ίσως πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, εν­δε­χο­μέ­νως πά­ρα πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, μπο­ρεί και πο­τέ!), να ᾽σου και ευ­πώ­λη­το το βι­βλίο του Φι­λό­σο­φου Φλα­νέρ, ο οποί­ος μά­λι­στα λαμ­βά­νει ει­δο­ποί­η­ση από τον Λέ­ρα Λέτ­τρα να πα­ρα­τή­σει τα πά­ντα, ακό­μα και τα Άπα­ντα του Πά­ουντ που πε­ρι­πα­θώς πε­ρι­δια­βά­ζει προ­κει­μέ­νου να πα­ρερ­μη­νεύ­σει προ­με­λε­τη­μέ­να και κα­τό­πιν να κα­τα­πια­στεί με ένα πό­νη­μα στο οποίο θα τα περ­νά­ει γε­νε­ές δε­κα­τέσ­σε­ρις, ναι, τα πά­ντα να πα­ρα­τή­σει και να πα­ρα­στεί στο κυ­ψε­λιώ­τι­κο κα­πη­λειό, όπου έχει εγκα­τα­στή­σει το στρα­τη­γείο του ο Λέ­ρας Λέτ­τρας, να πιού­νε εναλ­λάξ μπί­ρες Πα­τρών και τσί­που­ρο Περ­γά­μου, να ανα­κρά­ξουν νο­ε­ρώς και τρις Φί­λε Φέ­ρε Φί­λους Φά­γε Φύ­γε και να πά­ρουν τα πό­δια τους να πά­νε να βρού­νε τον Ούγ­γρο που έχει έρ­θει για κα­να­δυό πα­ρου­σιά­σεις, προ­σχη­μα­τι­κά, και να δει τον Έλ­λη­να φί­λο του από τον και­ρό του Βε­ρο­λί­νου στο Πε­ρι­στέ­ρι, ου­σια­στι­κά, όπερ και εγέ­νε­το, πά­ει να πει συ­να­ντιού­νται στο κυ­ψε­λιώ­τι­κο στρα­τη­γείο, με­θο­κο­πά­νε σαν γνή­σιοι από­γο­νοι των Λό­ου­ρι Κέ­ρουακ Λό­ντον Μάρκ­σον Πα­πα­γιώρ­γη, κο­πα­νά­νε, μα­ζί με τις μπί­ρες Πα­τρών και τα τσί­που­ρα Περ­γά­μου, και με­ρι­κά θυ­ελ­λώ­δη και θο­ρυ­βώ­δη name-dropping για προ­θέρ­μαν­ση, κι ύστε­ρα, δρό­μο παίρ­νουν δρό­μο αφή­νουν, φτά­νουν στο jazz bar,  στην οδό Ομή­ρου, όπου τους πε­ρι­μέ­νει πε­ρι­χα­ρής ο πε­ρι­βό­η­τος Ούγ­γρος, ο οποί­ος σπεύ­δει να χα­μο­γε­λά­σει πρώ­τα με το βλέμ­μα και κα­τό­πιν με τα χεί­λη, και να τους πει την ιστο­ρία με τον Τό­μας Πύν­τσον, και αρ­γό­τε­ρα, αφού άρ­χι­σε ο Φι­λό­σο­φος Φλα­νέρ πά­λι τα εναλ­λάξ με τον Λέ­ρα Λέτ­τρα, ήτοι μπί­ρες Πα­τρών & τσί­που­ρο Περ­γά­μου συν κά­τι απα­νω­τά κρα­σιά για το κρά­τει του πράγ­μα­τος plus ορι­σμέ­να απε­ρί­σκε­πτα ιρ­λαν­δέ­ζι­κα whiskeys και ένιες σχε­δόν και πα­ρά τρί­χα ολέ­θριες βότ­κες, ο Ούγ­γρος, πό­τε σε πρώ­το και πό­τε σε τρί­το ενι­κό, κα­ληώ­ρα (και λέ­ει ο αφη­γη­τής κα­ληώ­ρα κα­θό­τι κά­θε κε­φά­λαιο της σπαρ­τα­ρι­στής σπα­ρα­ξι­κάρ­διας σπα­σμω­δι­κής αφη­γή­σε­ώς του εί­ναι σε άλ­λο πρό­σω­πο, εν προ­κει­μέ­νω σή­με­ρα σε τρί­το ενι­κό, ενώ το προη­γού­με­νο ήταν σε δεύ­τε­ρο ενι­κό, το προ-προη­γού­με­νο σε πρώ­το, και το επό­με­νο θα εί­ναι σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό, το με­θε­πό­με­νο σε δεύ­τε­ρο πλη­θυ­ντι­κό, και το επό­με­νο του με­θε­πο­μέ­νου σε τρί­το πλη­θυ­ντι­κό, ζωή νά ᾽χου­με!), ω ναι, ο Ούγ­γρος, και όταν λέ­ει ο αφη­γη­τής «ο Ούγ­γρος» άλ­λον δεν εν­νο­εί από τον Λά­σλο Κρασ­να­χορ­κάι, τον δη­μιουρ­γό του Ταν­γκό του Σα­τα­νά, αλ­λά και του Πό­λε­μος και πόλε­μος, κα­θώς και του η Η Σέιομπο πέρα­σε από εκεί κά­τω, και της Με­λαγ­χο­λί­ας της Αντί­στα­σης, οφ­κόρς!, ο Ούγ­γρος, λοι­πόν, ανά­με­σα σε οχτώ γου­λιές μπί­ρας και δώ­δε­κα τσί­που­ρου, και τα λοι­πά, λέ­ει πώς χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νό του ένα βρά­δυ πού ᾽βρε­χε, πού ᾽βρε­χε μο­νό­το­να, στο Ντι­τρόιτ, όπου εί­χε πά­ει ύστε­ρα από πα­ρό­τρυν­ση κά­τι με­τα­πάν­κη­δων φί­λων του Άλεν Γκίν­σμπεργκ, με τον οποίο εί­χε συ­νά­ψει φι­λι­κές σχέ­σεις σε ση­μείο συ­γκα­τοί­κη­σης ο Ούγ­γρος, για να δει την πε­θα­μέ­νη πό­λη, και το σή­κω­σε το τη­λέ­φω­νο (ευ­τυ­χώς!) και εί­πε «Εμπρός; Ποιος;», και από την άλ­λη άκρη της γραμ­μής μια βρα­χνή-interstellar-overdrive-φω­νή εί­πε, «Ο Τό­μας Πύν­τσον εί­μαι εγώ, εσύ;» και ο Ούγ­γρος απά­ντη­σε (δυ­στυ­χώς!) με βα­ριά αιχ­μη­ρά τρα­χιά ούγ­γρι­κα μπι­νε­λί­κια, αλ­λά ο άλ­λος (ευ­τυ­χώς!) επέ­μει­νε, «Ακού­στε, κύ­ριε, εί­μαι ο Τό­μας Πύν­τσον, αλή­θεια», και ο Ούγ­γρος με χιού­μορ (ευ­τυ­χώς! ευ­τυ­χώς!) αντα­πά­ντη­σε, «Κι εγώ ο Τό­μας Πύν­τσον εί­μαι», και ο όντως Τό­μας Πύν­τσον (ευ­τυ­χώς Χ 3) ξα­να­ε­πέ­με­νε, του λέ­ει του Ούγ­γρου ότι έχουν την ίδια αν­τζέ­ντισ­σα και ότι η εν λό­γω αν­τζέ­ντισ­σα συμ­βαί­νει να εί­ναι η σύ­ζυ­γος του Πύν­τσον, και όταν έμα­θε ο ει­ρημ­μέ­νος Πύν­τσον ότι βρί­σκε­ται στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες ο Λά­σλο Κρασ­να­χορ­κάι, του οποί­ου (ευ­τυ­χώς επί δέ­κα) ει­ρημ­μέ­νου Λά­σλο ο με­τα­ει­ρημ­μέ­νος Πύν­τσον εί­χε δια­βά­σει βι­βλία και του εί­χαν δώ­σει την εντύ­πω­ση ότι ο Λά­σλο εί­ναι «φλο­γο­δί­αι­τος», ο Πύν­τσον φρό­ντι­σε να μά­θει πού μπο­ρεί να πε­τύ­χει τον αει­κί­νη­το Λά­σλο και σε ποιο κω­λο­μο­τέλ εί­χε προ­σα­ρά­ξει στα πε­ρί­χω­ρα της πε­θα­μέ­νης πό­λης και του τη­λε­φώ­νη­σε για να κα­νο­νί­σουν να τα πού­νε κι από κο­ντά και τω­ό­ντι, συ­νέ­χι­σε την αφή­γη­σή του ο Ούγ­γρος στον Φι­λό­σο­φο Φλα­νέρ και στον Λέ­ρα Λέτ­τρα, συ­να­ντή­θη­καν οι Τό­μας και Λά­σλο και τα εί­παν μια χα­ρά και τσού­γκρι­σαν τα πο­τή­ρια τους (ευ­τυ­χώς εις την νιο­στή!), κά­τι που δεν εί­χε συμ­βεί (δυ­στυ­χώς) με τον Χε­γκε­λια­νό Χα­λυ­βουρ­γό, τον Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο, στο άκου­σμα του ονό­μα­τος του οποί­ου αμ­φό­τε­ροι οι Λέτ­τρας και Φλα­νέρ χα­μο­γέ­λα­σαν τό­σο πλα­τιά όσο πλα­τιά εί­ναι η πλα­τιά θά­λασ­σα στο άσμα «Θά­λασ­σα πλα­τιά» του αεί­μνη­στου Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, ο μεν Φλα­νέρ χα­μο­γέ­λα­σε διό­τι του ήρ­θε στον δια­τα­ραγ­μέ­νο πλέ­ον νου του, ακού­γο­ντας τον Λά­σλο να εγκω­μιά­ζει τον Ρο­μπέρ­το, η ει­κό­να της κάρ­τας που εί­χε τυ­πώ­σει ο Ρο­μπέρ­το και έλε­γε «Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο — Ποι­η­τής & Πλά­νης», του­τέ­στιν ήταν στα χω­ρά­φια του Ρο­μπέρ­το αίφ­νης, και έβγα­λε πά­ραυ­τα το μαύ­ρο δερ­μά­τι­νο ση­μειω­μα­τά­ριό του και με τον ημι­κα­τε­στραμ­μέ­νο (από τον ίδιο!) στυ­λο­γρά­φο του κα­τέ­γρα­ψε τη φρά­ση «Ο χώ­ρος εί­ναι για να με­τα­κι­νεί­σαι και όχι για να ρι­ζώ­νεις» και στο κα­πά­κι τη φρά­ση «Ο χώ­ρος εί­ναι ο χα­μά­λης του χρό­νου», ο δε Λέτ­τρας χα­μο­γέ­λα­σε διό­τι στη διά­λε­ξη που εί­χε ετοι­μά­σει νο­ε­ρώς για το έρ­γο του Λά­σλο εί­χε συ­σχε­τί­σει με νη­φά­λιο (!!!) πεί­σμα, καί­τοι δί­χως την πα­ρα­μι­κρή πα­ρα­χώ­ρη­ση στην πει­στι­κό­τη­τα, το έρ­γο του Λά­σλο με αυ­τό του Ρο­μπέρ­το, συν αυ­τό του Ντέι­βιντ Φό­στερ Γουά­λας…

[Συ­νε­χί­ζε­ται εις το επό­με­νο]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: