Εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, Βερολινέζος Κυψελιώτης (κατά το Μανχατανάς Πλακιώτης του Νικήτα Ράντου, Κάλας, Σπιέρου, κτλ) ανήκω στο γένος εκείνο που ό,τι θυμάται χαίρεται — και θυμάμαι πολλά, και χαίρομαι με πολλά, καθόσον με νύχια και με δόντια κρατήθηκα μακριά από τη μελαγχολία, εξόν κι αν επρόκειτο, ενίοτε, για τη δημιουργική μελαγχολία, και άλλωστε τα νύχια και τα δόντια δεν ήταν τα δικά μου νύχια και δόντια αλλά Εκείνης, του Κόκκινου Κερασένιου Κοριτσιού, που με τα νύχια της χάραζε τα μύχιά μου και σχεδίαζε χάρτες τρυφερότητας στην πλάτη μου, ενώ με τα δόντια της σχημάτιζε πεταλούδες στο λαιμό μου, στο αριστερό μου μπράτσο, στον δεξιό μου πήχυ, στο εσωτερικό αμφοτέρων των μηρών μου, συμβάλλοντας με τους τρελούς χορούς και τα ξεφαντώματα των νυχιών και των δοντιών της (φαντάσου! δέκα νύχια σε επιφυλακή, φαντάσου! τριάντα δύο δόντια σε δαιμονισμένη εγρήγορση) στο να αποτρέπεται η μελαγχολία, ενίοτε ακόμα και η δημιουργική, λεγόμενη, μελαγχολία, και να μένω εμμόνως με την έμμονη εμμονή ενός πλατιού χαμόγελου στα χείλη, σαν τον Τζόκερ, σαν το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που γελά, σαν τον Ποπάι όταν κρατάει την Όλιβ στην αγκαλιά του, σαν τον Κάρυ Γκραντ στο To Catch a Thief, σαν την Γκρέις Κέλλυ προτού ενδώσει στον Ρενιέ, σαν τον Γκαστόνε Ντακ σε κάθε καρέ του Ντίσνεϊ, σαν τον Πρόξενο Φέρμιν όταν αντικρίζει το μεσκάλ, σαν τον Μπαμπασάκη όταν γράφει για τον DFW, σαν το Σαν Φρανσίσκο των μπητνίκων
Εκείνη, διάκονος της δαιμόνιας διακύμανσης, ένας άσσος του βολάν, ένας θήλυς Νίκι Λάουντα, το Κορίτσι του Μάη, ο θρίαμβος του Σεπτέμβρη, η πάντα θάλλουσα θάλασσα της Bloomsday, το Κρίνο της Κρήνης, η χιλιοστή ακρόαση στο παλιό ξύλινο πικάπ του “Strawberry Fields Forever”, η Ιέρεια του Νέου Ρομαντισμού που επελαύνει σαρώνοντας τον ζόφο, τα αλλεπάλληλα cut-up και fold-in ενός μυθιστορήματος που γράφεται με κόκκινο σπρέι στους τοίχους της Κυψέλης και των Εξαρχείων, όπως προφήτεψε ο Βακαλόπουλος, το Ημέτερόν μου Ήμισυ, η αρχηγός των ακροστιχίδων, η Κάρλα Μπλέι του σκραμπλ, η Κοκό Σανέλ της προμεταμοντέρνας περιόδου, η αλληλοπεριχώρηση, το απροϋπόθετον, η/ο Βαλμόν μου, η ντε Μερτέιγ μου, το πρόγευμα, το γεύμα, και το δείπνο μου, η ευλογημένη έλευση, η διηνεκής παρουσία, το απερινόητο Τωόντι μου, η Δέσποινα των Λογισμών μου, η στάλα μου, η σταλιά μου, η στόφα μου, η κάμαρά μου, το αναλγητικό μου, η σκακιέρα μου, το Youme και το Meyou μου, το συνεταιράκι μου, η Μπόνυ μου, το Νομιστεράκι μου, η ακόπαστη συντάραξή μου, η βροχή και η ομπρέλα μου, το άσμα ασμάτων μου, το θραύσμα θραυσμάτων μου, το πλάσμα πλασμάτων μου, η χτένα μου από ταρταρούγα, η αετοφωλιά μου, το Άλαμούτ μου, η μπάντα μου, τα πάντα μου, η νύχτα μου, το δείλι μου, η πένα μου, το χείλι μου, το σελιλόιντ μου, το χαρτί μου, το μολύβι μου, το βινύλιό μου, ο βακελίτης μου, τα αμπελοχώραφά μου, οι τέρψεις μου, οι έξεις μου, οι λέξεις μου
Εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, μόνιμος κάτοικος και άνθος εσωτερικού χώρου, άδηλος σπόρος, επικίνδυνη (για τους κακομούτσουνους & τους κανάγιες & τους ευήθεις) éminence grise, καλόκεφος κάπελας στο Καταγώγιο της Καταγωγής, κρυφή κρύπτη, λόγιος ληστής, χαζό-παιδί-χαρά-γεμάτο, λιποτάκτης των συμβάσεων, ντριπλαδόρος των στερεοτύπων, αναμένω αναμμένος Εκείνη που κάνει το όνειρο πραγματικότητα, που καταφτάνει λαχανιασμένη θεσπέσια, λαχταριστή, από τα swinging sixties, σερφάροντας στα κύματα των λέξεων του Εμπειρίκου, που έρχεται / έρχεται / έρχεται για να κάνει μια έτσι και στείλει στον αγύριστο τη θλίψη, που φτάνει / φτάνει /φτάνει, ελισσόμενη σαν χέλι, στην Αδούλωτη Κυψέλη, για να μου γεμίσει το ποτήρι, το Graal, την κούπα, το φλιτζάνι, την καράφα, το σφηνάκι, για να στήσει τους πεσσούς για κείνη την παρτίδα που δεν έχει φινάλε, για όλα τα ροκέ και τα γκαμπί που έπαιξε ποτέ ο Ρόμπερτ Φίσερ, για να βάλει στο πικάπ όλους τους δίσκους, τον έναν μετά τον άλλο, του Τζήνιουζ, του Φρανκ Ζάππα, για να τανύσει τα δευτερόλεπτά μου και να τα κάνει λεπτά, ώρες, ημέρες, εβδομάδες, μήνες, έτη, αιώνες, αιωνιότητες, για να μου πλύνει τα χέρια και να μου επιτρέψει να της λούσω τα άλικα μαλλιά της που είναι ένας θησαυρός, που είναι ένα υποβρύχιο δάσος με κοράλλια, που είναι όλα μου τα λατρεμένα παραφερνάλια
Εκείνη, που είναι το ταχτάρισμά μου, το ντιριντάχτα και το ντιρλαντά μου, η προπαραλήγουσα όλων μου των λατρεμένων πολυσύλλαβων λέξεων, ο θήλυς Μπάρτλεμπυ, η άρνηση της άρνησης, το αρνητικό επί το έργον, ο Δόλος του Λόγου, οι ασκήσεις ύφους, εκείνη που με κάνει να λέω περιεκτικά και περιπαικτικά «Ίσως ήσσων μεταξύ ίσων», που βάζει σιγαστήρα στα ουρλιαχτά μου, που θεραπεύει την υψοφοβία μου, που χνοτίζει τα ματογυάλια μου και ζωγραφίζει πάνω τους με το ανυπέρβλητο δάχτυλό της τα δύο ευ της Ευτυχίας, που με διδάσκει να την κοιτάζω ασκαρδαμυκτί, που με ενέπνευσε να γίνω πιο δεινός fixer κι από τον Ρέι Ντόνοβαν, που με διόρισε regulator της, που με έχρισε θαλαμηπόλο του θεόρατου μπουντουάρ της, που με πήγε και μ᾽ έφερε, που με αγλάισε, που με πότισε, που με τάισε, που με είπε “potlatch’’ της, που με γαργάλησε, που έγινε η In a Gadda da Vida μου, η Οκτάνα μου, η πείνα μου, η δίψα μου, η άχνη, η αχλύς μου, η άλως μου, η Interstellar Overdrive μου, ο κήπος με τα διχαλωτά μονοπάτια μου, οι μεγάλες προσδοκίες μου, τα ανεμοχαϊδεμένα ύψη μου, το Sublime μου, ναι, Εκείνη, πάλι, έρχεται / έρχεται / έρχεται, για να μιλήσουμε στα ερτζιανά του μέλλοντος, φτάνει / φτάνει / φτάνει για να μου αποδείξει λυτρωτικά ότι, ναι! ναι! ναι!, χωράνε δύο Θεία Βρέφη στην ίδια Φάτνη