Κι έμπαιναν, έμπαιναν, έμπαιναν στων λέξεων την επικράτεια, σ᾽ αυτό το σεντούκι με τα τιμαλφή, κι έμπαιναν, κι έμπαιναν, κι έμπαιναν στο σύμπαν του λόγου, διότι ήξεραν, ήξεραν, ήξεραν ότι σάρκα και λόγια είναι ο άνθρωπος, κι είχαν αποφασίσει να είναι άνθρωποι με τα όλα τους και με τα ούλα τους και με τις ουλές τους, κι έτσι καθημερινώς, ανά πάσα ώρα και στιγμή, αντάλλαζαν λέξεις, κι έλεγαν, έλεγαν, έλεγαν Ντουβρουτζάς και Κατσαπολιάς και Λαοπρόβλητος και Κουτορνίθι, μια αυτή και μια αυτός, κι έσκαγαν, κι έσκαγαν, κι έσκαγαν στα γέλια, στους γέλωτες, στις γελάρες, διότι ένιωθαν, ένιωθαν, ένιωθαν ότι ο άνθρωπος γέλως εστί, κι ας ήξεραν πολύ καλά ότι σύνολο το έργο τους δεν είναι παρά προκηρύξεις και κηδειόχαρτα, κι ας είχαν συσσωρευτεί τόσοι και τόσοι θάνατοι στη ζωή τους, ναι, έλυνε κι έδενε το θανατικό στον βίο τους, αλλά αυτοί, εκείνη κι εκείνος, το είχαν πάρει απόφαση να μιλάνε και να γελάνε, διότι ομιλία και χάχανα είναι του ανθρώπου η ουσία, κι αυτοί, εκείνη κι εκείνος, πόνταραν στην ουσία τα άλογά τους, κι ας έπαιζαν μπίλιες και βώλους και γκαζιές με την πλάκα και για πλάκα.
Κι έσταζαν, έσταζαν, έσταζαν από ηδύτητα και από γλύκα και από ίμερο και το έριχναν στην κλινοπάλη βράδυ και (κυρίως) πρωί, διότι το πρωί, ω ναι, είναι πιο ηδύς ο ίμερος, είναι πιο δριμεία η κλινοπάλη, οι γάμπες λάμπουν περισσότερο το πρωί, τα χαμόγελα είναι χαμογελαστά, και η Κυψέλη, οui!, είναι το πρωί πιο χαρμόσυνη, πιο καυλωτική, πιο ευφρόσυνη, και η απόλαυση ζωής και τέχνης είναι πιο ανοιχτόχρωμη, πιο μελωδική, πιο πρόσχαρη, αλλά και βαθύτερη είναι, τα μάλα διαυγής, όθεν και δύνασαι εμβριθώς να κατανοήσεις τα νεανικά γυμνάσματα του Κώστα Τσώλη —το Κόκκινο Σπίτι, φέρ᾽ επείν— αλλά και το πρόσφατο εξόχως νοήμον έργο Απόπειρες ταξινόμησης ή το πρώτο πεπόνι που έκλεψα της Ελένης Πανουκλιά, έργο στο οποίο συνομιλεί η στρατηγική με την ψυχανάλυση, ένα ψυχεδελικό Stratego έλεγαν κι έλεγαν κι έλεγαν αμέσως μόλις το αντίκρυσαν, καμωμένο από καρπούς που είναι πεσσοί — Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη, οφκόρς!
Κι έπαιζαν, έπαιζαν, έπαιζαν, στη σκακιέρα των ημερών και των νυχτών, στων αληγών ανέμων το μεγάλο το ταμπλό, καθόσον έμαθαν από μικρά παιδιά ότι ο άνθρωπος homo ludens εστί, και ότι ο κόσμος (όπως έλεγε ο Ντεμπόρ για τη λεωφόρο Σεν Μισέλ) είναι ένας παιγνιότοπος, η Κυψέλη είναι ένα εκθαμβωτικό λούνα-παρκ, το Κολωνάκι είναι η πρωτεύουσα του έλλογου πάθους και της παθιασμένης λογικής, και τα Εξάρχεια είναι το καταγώγιο της καταγωγής μας, και οι λέξεις είναι ο τόπος και το τοπίο και το τόπι μας, κι έτσι έπαιζαν κι έλεγαν Πατσαφλόμπα και Μαγκούφης και Χαζοβιόλα, έπαιζαν κι έλεγαν Νταχτιρντί και Ντιριντάχτας και Ντιντής, έπαιζαν κι έλεγαν Φιρφιρίκος και Τζιτζιφιόγκος Κλασομπανιέρας, και βόλταραν στην οδό Κερκύρας και στην οδό Σπετσών και στην οδό Σύρου αγκαζέ, χορεύοντας τα δυούλια τους ένα μεταμοντέρνο βαλς εζιτασιόν.
Κι έμπαιναν, έμπαιναν, έμπαιναν στα μέλαθρα της τέχνης για να δούνε έργα του Κώστα Τσώλη και της Ελένης Πανουκλιά, και συζητούσαν το ιστορικό βάθος και βένθος που συνέχει τη φιλοσοφία του Τσώλη, το πώς αρμόζει/δένει/μοντάρει τις εποχές και τις περιόδους («Είσαι σκληρός», είχαν πει ένα ωραίο μεθυσμένο μεσημέρι στον Τσώλη, κι εκείνος, με το απαράμιλλο χαμόγελό του, είχε αντιτείνει, «Όχι εγώ, η Ιστορία»), και συνδιαλέγονταν με την Πανουκλιά και το battlefield που είχε εκδιπλώσσει στο Δαφνί, ένα Kriegspiel με σπόρους και καρπούς και φρούτα, όπου, ύστερα από εκρήξεις στο κρανίο, τα θραύσματα διευθετούνται σαν πεσσοί, και ο πόλεμος διεξάγεται ανάμεσα στις δυνάμεις της Μνήμης και τις δυνάμεις της Λήθης, όπως συμβαίνει, με άλλον τρόπο αλλά εξίσου τελεσφόρο και στα μαγνητικά πεδία του Τσώλη, όχι, δεν επιτρέπουν αυτοί οι δύο καλλιτέχνες να ξεχαστεί το παραμικρό, οχλούν τη λησμονιά, δεν αφήνουν να χαθεί ούτε δευτερόλεπτο από τα όσα έγιναν, από τα πεπραγμένα της ανθρωπότητας και από τα συμβάντα της καθημερινής ζωής μας.
Και γέλαγαν, γέλαγαν, γέλαγαν, ξετρυπώνοντας λέξεις από το σεντούκι με τα τιμαλφή (ας επαναληφθεί!), λέξεις από την άμωμη παιδική ηλικία και από την άσπιλη εφηβεία, λέξεις όπως Τριφτομπούτα και Βαψομαλλιάς και Σπαζοκλαμπάνας, κι έσκαγαν, έσκαγαν, έσκαγαν στα γέλια λέγοντας «πριτς!» στη θλίψη, καθόσον η θλίψη είναι πεταμένα λεφτά, και ναι μεν τους άρεσαν τα λεφτά, το τι κάνεις με τα λεφτά (φάρσες, ψαροφαγία, συλλογές, ταξίδια στη Φινλανδία του Καουρισμάκι, και πάει λέγοντας) αλλά διόλου δεν συμπαθούσαν τα πεταμένα κάθε λογής, οπότε έλεγαν, έλεγαν, έλεγαν Μπιφτεκόφατσα και Παπιθροξεβρακωλώθρας και Κωλόφαρδος και Κωλοφαρδέισον και Καρλαύτης και Φλόμπα και Πανθοράς, και γέλαγαν, γέλαγαν, γέλαγαν με τις λέξεις που ξέθαβαν, ξέθαβαν, ξέθαβαν από τις τάφρους και τα λαγούμια και τα ορυχεία της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, και την έκαναν κοπανα οι ρυτίδες της ψυχής, τα πόδια στον ώμο οι μνήμες της κακουχίας, μπουχός ο κάθε κακορίζικος οιωνός.
Κι αμύνονταν, αμύνονταν, αμύνονταν, γιατί η άμυνα είναι η καλύτερη επίθεση, το κατενάτσιο είναι η προετοιμασία για την έφοδο στα θερινά ανάκτορα της μεγαγχολίας, ναι, η άμυνα των λέξεων είναι το κόλπο για να τη βγάζεις καθαρή και τις τέσσερις εποχές, οι λέξεις της άμυνας είναι το μπαρόκ οπλοστάσιο κάθε ευαίσθητης ψυχής, κάθε εύτρωτου νου, κάθε καλλιτεχνικής ιδιοσυστασίας που ξέρει καλά να το γλεντάει με τα καταβυθισμένα στην Ιστορία έργα του Κώστα Τσώλη και με τα καλώς συγκερασμένα πεδία που στήνει η Ελένη Πανουκλιά, με όλον αυτό το διάλογο ανάμεσα στο Συμβάν και στη Ροή, διότι ο Τσώλης καταπιάνεται διαρκώς με το Συμβάν —με τον Ισπανικό Εμφύλιο και με την Κομμούνα του 1871 και με το Τρελό Γέλιο των Σίξτιζ— και η Πανουκλιά πραγματεύεται αενάως τη Ροή —τη διαλεκτική χώρου και χρόνου, συναισθημάτων και στοχασμών—, για τούτο και είναι οι δύο δημιουργοί που τους αφορούσαν ιδιαίτατα εκείνο τον Οκτώβιο που έλαμπε στο φως της αλληλοπεριχώρησης και στη σκιά του αδριάντα της Κλέφτρας των Φρούτων που έμελλε να υψώσει, συντεθειμένο από μέταλλο, πηλό, θραύσματα γυαλιού, βερνίκι, ύφασμα αλλά και χώμα, στάχτη, άχυρο, άνθη, ο μέγας Άνσελμ Κίφερ, εμπνευσμένος από το αριστούργημα του Πέτερ Χάντκε.