Να που είμαστε και φαντάσματα. Ένα σμήνος πολύχρωμες πεταλούδες. Σταγόνες που ιριδίζουν σ᾽ έναν ωκεανό μαργαριταρένιων δακρύων (από γέλια). Οχυρωμένοι στη Κυψέλη, Οδυσσέας Γεωργίου & Αντρέας Κτενάς, ή Ράσκυ ΙΙ, ναι είναι ο Μεγαλοπρεπής Ρασκόνλικοφ της Κυψέλης ο Δεύτερος, με τα μάτια του Τέρενς Σταμπ, τα μαλλιά του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τα γυαλιά του Μπάντυ Χόλλυ, το μυαλό του Captain Beefheart, και την ενέργεια του Γουόρεν Έλλις — μια ενέργεια που πολλοί θεωρούν στεντορίως σουρρεαλιστική ενώ είναι θελκτικώς (και θαλπερώς) θετική. Fast and Boulbous, ήταν το σύνθημα. Fixer and Regulator, το παρασύνθημα. Όπως και η ενέργεια του Ράσκυ ΙΙ, έτσι και τα καμώματά μας, καίτοι κέντριζαν το ενδιαφέρον κάποιων, έκαναν τους πολλούς να συνοφρυώνονται — βέβαια, και θα το πούμε άνευ κομπορρημοσύνης, δίχως μεγαλαυχία, θα το πούμε, ναι, ψιλοσεμνά και ψιλοταπεινά θα το σπηκάρουμε και θα το αφήσουμε από το έρκος οδόντων αργά, σαν γυμνοσάλιαγκας, να ξεμυτίσει — ναι, έκανε τους πολλούς να συνοφρυώνονται, καίτοι οι πολλοί (αυτό θα πούμε άνευ κομπορρημοσύνης, κτλ.) δεν είχαν ποτέ ξαναματακούσει τη λέξη ῾῾συνοφρυώνονται᾽᾽, ίσως μάλιστα οι λεγόμενοι ῾῾πολλοἰ᾽᾽ να μην είχαν κιχ να πούνε σχετικά με την έννοια ῾῾πολλοί᾽᾽ — αλλά ποιος χέστηκε, ποιος νοιάστηκε, εμείς, το βιολί μας εμείς, πάει να πει, θα πούμε, άνευ κομπορρημοσύνης, κτλ, ότι είχαμε την εύνοια εκείνων των οποίων την εύνοια λαχταρούσαμε διακαώς να έχουμε. Μη λέμε και ονόματα τέτοια ώρα, ναι; Μη λέμε για Καρούζο, Τσάγκα, Λεοντάρη, Κέιβ, Ίγκυ, Μήτσορα, Φαληρέα, Χρηστάκη, Πίτερ Χάμιλ, Μπαμπασάκη, Ραφαηλίδη, Μπέλα Ταρ, Τριανταφυλλίδη, Ρόκι Έρισκον, Μαντά, Στβ Γουίν, Κουτρουμπούση, Χαριτίδη.
Κοίτα που ιερουργούμε, λέγαμε καθημερινώς, επί εξήντα μερόνυχτα, οχυρωμένοι στο Άλαμουτ της Κυψέλης. Εμείς τα φαντάσματα, εμείς που ζούμε με το δάνειο του χρόνου, εμείς που ακούμε τριάντα ώρες σερί, ξανά και ξανά, το πύρκαυλο εμβατήριο των πύρκαυλων ερωτευμένων, το “Yoo Doo Right’’ των Can — είκοσι λεπτά και είκοσι εννέα δευτερόλεπτα, καρντάσια μας, όπου, για κοίτα, ιερουργεί ο Μάλκολμ Μούνεϊ, και πεταρίζουν οι κλειτορίδες μας, ναι, οι κλειτορίδες μας, διότι, boys & girls, διότι ladies & gents, όποιος ερωτευμένος σέβεται τον εαυτό του έχει, αίφνης (!;), ανάμεσα στα σκέλια του, μια μεγαλειώδη πεταλουδιστική υπερκλειτορίδα που πεταρίζει σαν τα λεπιδόπτερα που ανέταμε και ανέλυε ο Γίγαντας Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ. Έτσι λέγαμε, και έτσι πράτταμε. Έτσι λέμε και έτσι πράττουμε. Έτσι θα λέμε και έτσι θα πράττουμε. Διότι αν λες δίχως να πράττεις, ή εάν πράττεις δίχως να λες, ή εάν δεν λες ό,τι πράττεις και δεν πράττεις ό,τι λες, δεν είσαι παρά μια μπαγιάτικη φανουρόπιτα, δεν είσαι παρά ένας ελεεινός και τρισάθλιος εφοπλιστής που δεν είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δεν είσαι παρά ένας/μία ανθυποτίποτα, ένας/μία πρωτοεξαφανιζόμενος/πρωτοεξαφανιζόμενη, ένας/μία ανυπάρκτιαν, δεν είσαι παρά ῾῾σπατάλη το μυαλό᾽᾽, και δεν θα είσαι, όχι, ποτέ δεν θα είσαι το Στέρνο του Κερκ — και ο νοών νοείτω.
Να που είμαστε και φαντάσματα. Εμείς, ο Οδυσσέας και ο Ράσκυ ΙΙ, ναι, είμαστε φαντάσματα. Είμαστε πια πεθαμένοι για όλους τους άλλους, για το σύμπαν και τον γαλαξία, για τον Κολωνό και το Κολωνάκι, για τους εκδότες μας και τους παραγωγούς μας, για τους μαικήνες μας και τους χορηγούς μας, είμαστε καπούτ, dead, πεθαμένοι, κουφάρια, νεκροί, nada, κι είμαστε ζωντανοί, καραζωντανοί, παλλόμενοι ζωντανοί, με σάρκα και οστά ζωντανοί, με σφρίγος και στύση θεόρατη ζωντανοί, για τα Κορίτσια μας, για την Τουλίπα και την Φράουλα, ζωντανοί, για το σημείο G/Genius ζωντανοί και για το σημείο M/Marvellous ζωντανοί, για τα χείλη τους (άνω και κάτω) ζωντανοί, για το χαμόγελό τους (῾Ἑγώ χαμογελώ, κι εκείνοι χάνονται᾽᾽) ζωντανοί, για τα γιουρούσια μας στο Σεθελωσύμπαν τους ζωντανοί.
Κοίτα που ιερουργούμε, κι ο Μιτς Ράιντερ, μειδιὠντας μειλίχια σαν μεστή μοιχαλίδα, ο μπαγάσας, να λέει ῾῾Was ist das?’’ κραδαίνοντας ένα τσιγαριλίκι που του πρόσφεραν — που του το πέταξαν σαν μιαν ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα σαράντα εννέα (όσα τα χρόνια Εκείνης που μας ανασταίνει, εμάς τα φαντάσματα), ναι, σαράντα εννέα χρόνια πριν, οι Θεσπέσιοι Συνάδελφοί μας σε μια γκαγκάν-γκαγκάν συναυλία στο Rockpalast, απ᾽ όπου μόνο εμείς, ο Οδυσσέας και ο Ράσκυ ΙΙ, δεν περάσαμε. Αλλά, οκέι, don’t worry, περάσαμε από αλλού, εμείς, οι ορκισμένοι αφοπλιστές που σαρώνουμε τους εφοπλιστές (πλην Ανδρέα Εμπειρίκου, οφκόρς!), περάσαμε από Δεν-Θες-Να-Ξέρεις, εμείς με τα μάτια του Τέρνς Σταμπ και του Λη Μάρβιν, με τη φωνή του Don Van Vliet και του Beefheart τον χρωστήρα, και τούμπαλιν, εμείς οι Ερωτευμένοι Σαίξπηρ (με έμφαση στο Σαίξπηρ), εμείς, οι Θεατράλε Ροκενρόλλες, εμείς, οι Από Γραφομηχανής Θεοί.
Να που είμαστε και φαντάσματα. Και οι Δώδεκα που Ήταν Καθάρματα, ήμασταν, Κορίτσια μας, και το Μωρό της Ρόζμαρυ επί Δύο, και ο Κόκκινος Κύκλος, και οι Μάνες της Επινόησης, και τα ῾῾τραμάκια᾽᾽ όλα, και η μπάντα του Μιτς Ράιντερ, και η Βόλτα του Ρίτσαρντ Χάρρις με τον Πήτερ Ο᾽Τουλ, ναι, και τα Ανέκδοτα Άπαντα του Μέγιστου Νίκου Φατούρου, και οι Chanel γόβες της Γυναίκας που Εγκαινιάζει Δεκαετίες, και το έπος Το Στέρνο του Κερκ που γράφουμε τώρα που μας βλέπετε, όπως σας βλέπουμε και μας βλέπετε, και όλες, ναι, όλες οι ντρίπλες είμαστε του Τζορτζ Μπεστ, αφ᾽ ης στιγμής το σύνθημά μας είναι Fast and Boulbous, και το παρασύνθημά μας είναι Fixer and Regulator, και συνεπώς, ή έστω και τουτέστιν, δεν κάνουμε εκπτώσεις και επιμένουμε στο θέσφατον We Are The Best, We Fuck The Best — κι ας πέθανε, κι ας ἀφησε την τελευταία του πνοή, κι ας πήγε με τους πολλούς ο Μουσηγέτης ο Νίκος ο Φατούρος απόψε, ψυχούλα μου, ψυχή μου.
[ Συνεχίζεται εις το e-πόμενον ]