Από το ημερολόγιο, Νίκος Καρούζος

Ο Νίκος Καρούζος με την Εύα Μπέη
Ο Νίκος Καρούζος με την Εύα Μπέη

Είχαμε κανονίσει να πάμε σινεμά στο «Νιρβάνα» και θα περνούσα να τον πάρω απ’ το σπίτι του. Με το άνοιγμα της πόρτας κατάλαβα πως κάτι είχε συμβεί αλλά δεν ήθελε να δείξει πως νοιαζόταν και πολύ. «Πώς πέρασες σήμερα;» τόλμησα να ρωτήσω. «Δρεπανίζοντας»· κι ύστερ’ από βαριά σιωπή: «Πάει η Κρονστάνδη, δεν έβγαινε και την έσκισα». Κοκκάλωσα. «Μα γιατί; Γιατί; Τι θες να πεις;» Ήξερα πως χρόνια τη σκεφτόταν εντατικά. Το ’81 είχε βρει στο εργαστήρι μου την Άγνωστη Επανάσταση και τη διάβαζε προσεκτικά κρατώντας σημειώσεις. Κατά καιρούς μου είχε διαβάσει αποσπάσματα που μου είχαν αρέσει πολύ. «Μα καλά, τρελάθηκες;» «Ίσως. Δεν έβγαινε και δεν έχω άλλη προθεσμία. Μου έχουν πει το αργότερο μέχρι την Πέμπτη κι είναι Δευτέρα. Τους έχω καθυστερήσει πολλές φορές» – το περιοδικό Σπείρα που την πρωτοδημοσίευσε. «Είχε φρακάρει» ξέσπασε, «δεν έβγαινε, αλλιώς την ήθελα, έχω κολλήσει, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο, την πέταξα ν’ αποδεσμευτώ, να μπορέσω να δω κι άλλα πράγματα». «Πού είναι τώρα;» «Τι πού είναι; Στα σκουπίδια». Όρμησα στο φωταγωγό, η σακούλα ήταν ακόμα εκεί, ανέπνευσα και την έφερα στο δωμάτιο. Μαζί βγάλαμε τα τσαλακωμένα, χιλιοσκισμένα χαρτάκια. Τ’ απελευθερώσαμε απ’ το σωρό τις στάχτες και τ’ αποτσίγαρα. Μόνος του ύστερα άρχισε να τα ισιώνει προσεκτικά, να τα συναρμολογεί. Τα ’βαλε σε μια καθαρή σακούλα του supermarket, πήρε αγκαλιά και τη γραφομηχανή και τραβήξαμε για το σπίτι μου. Περπατούσαμε στο σκοτάδι μέχρι να βρούμε ταξί, πλάι πλάι, εκείνος με το ασταθές, κάπως σαν να έπλεε στο κενό, βήμα του και ’γω κρατώντας τη σακούλα, και ποτέ δεν είχα ξανααισθανθεί ποίημα τόσο απτά, σαν υλικό αντικείμενο. «Δε θα βγεις από ’δω μέσα, αν δεν την τελειώσεις», του δήλωσα σε τόνο που ένιωσε πως δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Δεν μπορώ, είμαι κατάκοπος, δεν καταλαβαίνεις;» κι έπεσε νηστικός στο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκε αμέσως βαθιά, κουλουριασμένος σαν έμβρυο. Παραμιλούσε δυνατά όλη νύχτα. «Το αριστερό μου πόδι ντύθηκε στρατιώτης» κραύγασε κάποια στιγμή. Ξύπνησε μετά από 14-15 ώρες. Κάθισε αμέσως στο τραπέζι κι άρχισε το γνώριμο μουρμουρητό, σιγά-σιγά έβρισκε τους ρυθμούς του, ύστερα ακούστηκε ο ήχος της γραφομηχανής, πρώτα διστακτικά με μεγάλες παύσεις, μετά καλπάζοντας, μετά πάλι σιγή. Κάθε τόσο σχεδόν μονολεκτικά. «Καφέ», «τσιγάρα», «λίγη μουσική», «Έλα ν’ ακούσεις», «Έτσι ή έτσι;» Ψιθύριζα συλλαβιστά αυτό που μόλις είχα ακούσει· μετά από μερικές επαναλήψεις κάποια παραλλαγή μου επιβαλλόταν δυναμικά. Με πολλούς ενδοιασμούς του την έλεγα: «Κι εγώ έτσι νομίζω». Ξανάφευγα για την άλλη άκρη του σπιτιού. Αυτή η αίσθηση πως παρακολουθείς κάποιον να μορφοποιεί το έργο του είναι σίγουρα ένα βίωμα πολύ ιδιαίτερο που σφραγίζει.

Εδώ τώρα, στο δεύτερο όροφο συνηθισμένης πολυκατοικίας στην Κυψέλη, μπρος στην μπαλκονόπορτα, πάνω στο παλιό τραπέζι της γιαγιάς μου, γράφεται η Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη. Εδώ, αυτή τη στιγμή, κάτι συμβαίνει, σκέφτομαι, κάτι γεννιέται… Όχι ένα παιδί βέβαια, ποτέ δεν έχω καταλάβει τον παραλληλισμό του έργου τέχνης με τα παιδιά. Ένα ζεστό μωρό που ανοιγοκλείνει τα δαχτυλάκια του και σοβαρό τα κοιτάζει, τι σχέση μπορεί να έχει με μια λάμψη και μ’ έναν τρελό που προσπαθεί να την πιάσει και να την κάνει να διαρκέσει αιώνια; Νιώθω σα να κυκλοφορεί στο δωμάτιο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσεως.

Διαθέσιμη κι αόρατη πρέπει να ’μαι. Η στιγμή που κάποιος δίνει μορφή στο έργο του είναι στιγμή ομολογίας. Δεν ομολογείς με παρέα. Αποτραβιέμαι στην άλλη άκρη του σπιτιού σα να βγαίνω από επικίνδυνο μαγνητικό πεδίο.

– Βρες μου χρώμα δισύλλαβο, μου φώναξε, και μετά από παύση: Να τονίζεται απαραιτήτως στη λήγουσα.

– Μαβί.

– Όχι, πιο σπάνιο.

– Ροδί.

– Όχι, όχι, πιο σπάνιο.

– Γλαυκό, ανασύρεται με μεγάλο κόπο απ’ το βάθος του μυαλού μου.

– Μπράβο σου! Έλα ν’ ακούσεις.

Κι ο Ζηνόβιεφ απ’ αντίκρυ στα ίδια πλήχτρα με κόκκινο φελόνι με γλαυκό στιχάριο μηχανεύεται την απόλαυση να μας αφανίσει. Πρόσεξες την επανάληψη του –αυ; Πόσο στερεώνει τη σύνθεση; Όλη η ιστορία εδώ είναι, αυτή ακριβώς η επανάληψη, μου εξηγεί.

Αντιμετωπίζει το κείμενο σαν παρτιτούρα. Μονάδα δεν είναι η λέξη αλλά η συλλαβή – νότα, ο ήχος. Οι έννοιες να γίνονται μουσική. Ακόμα και τώρα δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη χωρίς να με μάθει κάτι, σκέφτομαι, είναι γεννημένος δάσκαλος.

Όταν ρώτησαν κάποτε το Rodin τι του χρωστάει τέλος πάντων η Camille Claudel, εκείνος απάντησε: «Εγώ της έδειξα πού να σκάψει. Το χρυσάφι που θ’ ανακαλύψει όμως είναι όλο δικό της». Συχνά έχω αναρωτηθεί τι χρωστάω στο Νίκο Καρούζο. Όταν συνδεθήκαμε ήμουν 37 χρόνων. Το χρυσάφι μου το είχα ήδη οριοθετήσει. Όμως μου δίδαξε κάποιους θεσπέσιους τρόπους εξόρυξης του υλικού.


Απόσπασμα από το βιβλίο της Εύας Μπέη, Από το ημερολόγιο, Νίκος Καρούζος, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Loggia.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: