Ο Γιάννης Βαρβέρης έθιξε κυρίως, με σπάνια ενάργεια ύφους, το ζήτημα της άμυνας και της αντίστασης του εγώ μπροστά στο φάσμα του επικείμενου εκάστοτε αφανισμού του. Η λιτή αλλά οξύτατη έκφανση λειτουργεί ως δείκτης, ο οποίος υποστηρίζει με σθένος το αίτημα της αυτολύτρωσης. Παρέμεινε από την αρχή ως το τέλος ένας Γνωστικός: αποδομούσε επιφανή ή αφανή ιδεολογήματα της αγοράς, εγείροντας στη θέση τους το δικό του θέλω, το δικό του επιθυμώ. Το αεικίνητο, φιλέρευνο ποιητικό υποκείμενο απελευθερώνει σταδιακά όσα κρίνει ικανά και αναγκαία για την ανάδειξη της κειμενικής ταυτότητας. Η αγωνία της μετάδοσης του μηνύματος μεταλλάσσει σε ηδονή ουρανίσκου: ο στίχος- ήχος ενεργεί ως αυθεντικό ομοιοπαθητικό ελιξίριο. Κοντολογίς, ο ήχος καλλωπίζεται δεόντως για να διασώσει ύπαρξη. Ο Γιάννης Βαρβέρης θα συναντά πάντα και τον Νίκο Καρούζο. Είναι ασφαλώς νηφαλιότερος εκείνου. Ανήκει όμως στο ίδιο είδος: των καλόπιστων, των άδολων αιρετικών. H επίκληση πάντως δεν είναι μάταιη: «Ακούς, μ’ ακούς / Πατέρα; / Έλα γι’ απόψε / μόνο γι’ απόψε / λίγη ώρα». Ο Πατέρας έρχεται, διότι απαντά εξ ορισμού στα πέριξ των σημαινομένων. Πάντα στην ώρα του.
Οι ιδεώδεις αναπτύξεις του καταγγελτικού ρήματος, η χρήση των ευφυών μεταφορών, οι άρτια συγκερασμένες αλληγορίες, η ζωολογία-ανθρωπολογία των ζείδωρων συνεκδοχών, οι υποδειγματικοί διασκελισμοί της ερεθιστικά θυμόσοφης σκέψης, μια καθόλα ισχυρή επιχειρηματολογία του φαντασιακού, η οποία πιστοποιεί γόνιμη θητεία στη μεγάλη παράδοση του είδους, σε εθνικό και αλλοδαπό πεδίο, συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποιητικής του τέχνης. Η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός καθίστανται εν τέλει η απροσδόκητη δόξα. Η εμπέδωση του τραγέλαφου, που συνέχει καταστατικά τον ανθρώπινο βίο, συνιστά ενίοτε το προστάδιο της νιρβάνα. Έτσι το εννοούσες εσύ και παραβολικά, συνθηματικά το διέδιδες. Εννοώ,μεταξύ των πολλών, την εξής φέρ ειπείν ενδεικτική ετυμηγορία: «Αγαπητέ Μίλωνα / και Σπύρο Λούη/ … διεθνείς παιδαράδες /…αν εμένα τα πόδια μου / είναι σαν κρεμ –καραμελέ / και προφίλ η κοιλιά μου σαν μύτη γρυπή / ένα μονάχα με παρηγορεί / ενώ για σας βαθύτατα με θλίβει / που με τέτοιο κορμί / θα σας πάρει καιρό / των σκωλήκων το πάρτυ / ενώ εγώ / θα λιώσω συντομότατα». H γέννηση της τραγωδίας είναι υπόθεση τυποποιημένης συμπεριφοράς. Η γραφή είναι το επιμύθιο ενός εξημερωμένου εν τέλει άγους.
Επιστρέφω συχνά πυκνά στην αλληλογραφία μας, Γιάννη. Κάποτε δημοσιεύω ένα δύο αντιπροσωπευτικά της δείγματα. Εκατοντάδες γράμματα, εκατοντάδες αφορισμοί, σχέδια ποιημάτων, αφορμές συλλογισμών. Προτού βέβαια ανακαλυφθεί αυτή η εντελώς ανέλπιστη γέφυρα, η επικοινωνιακή λεωφόρος του διαδικτύου και των παρεπομένων της. Μικρά, κομψά κείμενα, όπου η γλώσσα τσάκιζε ενίοτε το δήθεν στοιχείο ορισμένων επώνυμων φορέων του συρμού. Χαρτί καθρέφτης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Άλλοτε πάλι αναζητούσαμε, τις περισσότερες φορές επί ματαίω, να βρούμε ένα νόημα, οποιοδήποτε νόημα μέσα στα θραύσματα, στις αντινομίες και τις αντιφάσεις των δεδομένων του κοινωνικού και πολιτικού περίγυρου.
Κι εκεί, ανάμεσα σε τρεις τέσσερις αράδες η προφητεία, η επωδός της αλλού, για κάποια από όσα έρχονταν και σε αφορούσαν. Υπήρξαμε οι πλέον τακτικοί των σχολίων, των εκμυστηρεύσεων, των αδέκαστων ή μετριοπαθών κρίσεων. Οι επιστολές μας: το δικό μας πάρτυ. Τι γούστο! Κάθε γράμμα σου ένα φιλί στο τίποτα εκείνο που μοιάζει κάπως, κάποτε με αληθινή, γοητευτική πράξη σωτηρίας.