Προς τη Σαϊγκόν

Οι Βιετναμέζοι δεν πετάνε τίποτα, όπως ένας Κινέζος μάγειρας, που κόβει την πάπια σε εφτά μερίδες, δεν πετάει ούτε ένα νύχι.
Γκράχαμ Γκριν, Ο ήσυχος Αμερικάνος



στον Γιάννη Μπασκόζο

Η θάλασσα. Όχι μια ακόμη φευγαλέα μεταφορά της, αλλά η κυριολεξία της σαγήνης. Στην παραλία της πόλης Βουνγκ Τάου, σε απόσταση εκατόν είκοσι πέντε χιλιομέτρων από τη Σαϊγκόν, ή Πόλη του Χο Τσι Μινχ, όπως έχει μετονομασθεί, ως γνωστόν, προ πολλού. Αντιμέτωπος με το υδάτινο βιβλίο. Δείχνει ν΄ ανοίγει τις πρώτες σελίδες του. Οι εικόνες πολλαπλασιάζονται αφειδώς. Διζυγωτικά δίδυμα εδώ κι εκεί μιας πανσπερμίας κατοπτρισμών. Δεν με έχει καθηλώσει κατά καιρούς μόνο το εσωτερικό αυτής της χώρας, αλλά η ταυτότητα των υδάτων της. Αντιλαμβάνομαι το προνόμιο να την επισκέπτομαι: περιηγούμαι εν μέρει επί των υδάτων. Τόσο κοντά το όνειρο στην ακτή, τόσο κοντά η λέξη στο αποκαλυπτικό στοιχείο.

Η πόλη ξεδιπλώνεται στην άκρη του ματιού. Μια ακόμη εναντίωση του Βιετνάμ στον εφησυχασμό της υπνωτικής ειρήνης μετά το τέλος του μεγάλου, του σαρωτικού πολέμου. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσω τις πηγές του μεθοδευμένου σθένους των κατοίκων. Αρκεί να συγκεντρωθώ στις πρώτες σημάνσεις του περιβάλλοντος. Η οντολογία του Βιετνάμ περιέχεται πολύ συχνά σ’ ένα νεύμα του διευθυντή παραγωγής μιας απόμακρης βιοτεχνικής μονάδας. Ή στον τρόπο που υποδέχεται την όποια κρίση σου για το παρόν της χώρας του ένας τελειόφοιτος πανεπιστημίου, μέσης απόδοσης: δεν ξεφεύγει από τα όρια της συγκατάβασης, χωρίς όμως ν’ ακυρώνει τις ενδείξεις σαφούς αυτοπεποίθησης για τις επιδόσεις του την επομένη.

Σε λίγο πλησιάζω τις πρώτες από τις αντιπροσωπευτικότερες μονάδες της εργοστασιακής οργόνης. Δείκτες της απρόσκοπτης εξέλιξης της Βουνγκ Τάου, της απεξάρτησης της από την πενία. Ο εξορθολογισμός της επιχειρησιακής στρατηγικής, σε συνάρτηση πάντα με την αταλάντευτη οικονομική άνοδο σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αποτελεί εν προκειμένω πρόταγμα, συνθήκη βίου sine qua non και ταυτοχρόνως καύχημα Έθνους. Η συγκεκριμένη παραθαλάσσια πόλη, υπόδειγμα της εντατικής αξιοποίησης του εργατικού της δυναμικού, της εκμετάλλευσης όλου, ει δυνατόν, του προσφερόμενου φυσικού πλούτου, διεκδικεί τα θερμότερα των εγκωμίων από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης. Ο αριθμός των κατοίκων φτάνει τους 180.000. Η ευημερία της, και να θέλει, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Ο παλμός της, η ένταση της καθημερινής πρακτικής, η ταχύτητα με την οποία διεκπεραιώνονται οι εμπορικές κυρίως συναλλαγές επικυρώνουν το είδος της προόδου, η οποία σημειώνεται σήμερα σε πλείστα αστικά και άλλα κέντρα στις ευρύτερες ζώνες της Νότιας Νοτιο-Ανατολικής Ασίας. Βεβαίως, η ασύμμετρη πολεοδομία της ενοχλεί με την πρώτη κιόλας ματιά. Ιδίως αν θα περιμένει κανείς να συναντήσει εδώ δείγματα ενός σαφώς ευπρεπέστερου αρχιτεκτονικού παρελθόντος. Τόσο η συνήθης υπεροψία του εκσυγχρονισμού, και μάλιστα του πλέον συντονισμένου − της δημιουργίας και περαιτέρω προώθησης αγαθών, σε συνθήκες, εννοείται, σκληρού ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο−, όσο και η ευγλωττία της ομολογούμενης επιτυχίας, όχι μόνον είναι διάχυτες, αλλά φαίνεται σα να ήταν προ πολλού η μόνη δυνατή επιλογή του Βιετνάμ στην ολότητά του.

Πόλη βουλιμική η Βουνγκ Τάου. Εστία, μεταξύ άλλων, της διακίνησης πετρελαίων. Κατά συνέπεια, συνιστά ευδιάκριτο πόλο έλξης των κυνηγών του γρήγορου πλουτισμού. Αλλά και του τελετουργικού μασάζ, με τις πολλαπλές ερωτικές του παραλλαγές, με τις αναπόφευκτες, αυθόρμητες προεκτάσεις του. Τα κορίτσια στις σέλες των μοτοσικλετών, στην άκρη των πεζοδρομίων, όπου σταθμεύουν για λίγο, διαφημίζουν με τα μέτρια, αλλά αρκούντως πρόσφορα αγγλικά τους, τις προσφορές των καταστημάτων της χαλάρωσης αλλά και της παρατεταμένης διέγερσης. Μέλισσες μηχανοκίνητες. Μπαλαρίνες που περιστρέφονται γύρω από τους τουρίστες σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ένας μικρός, αφοσιωμένος στρατός, κήρυκας των ειδικών περιποιήσεων του σώματος. Τίποτα όμως δεν πρέπει να θυμίζει αναρχική ή έστω ατελή οργάνωση των ηδονών. Οι γυναίκες πειθαρχούν στις ανάγκες των περιστάσεων. Το κίνητρο, ένα και το αυτό, δεν τις κάνει να διαφέρουν πολύ η μια με την άλλη. Εκπροσωπούν με ιδιαίτερη άνεση το είδος αιώνων. Η ετοιμότητα της αρχαίας προσφοράς, η οποία δεν παύει να είναι εντελώς ανανεωμένη, συμβάλλει στην τυποποίηση της πόλης. Οριακή επαγγελματική συνέπεια. Τα χαμόγελα, αν και προφανώς συμβατικά, διατηρούν ενίοτε την αμεριμνησία μιας όχι και πολύ ξεθωριασμένης εφηβείας. Πλανήτες γύρω από τους ήλιους του κέρδους: οι μοτοσικλέτες είναι οι ιθύνοντες επαφών.

«Κανείς, βεβαίως, δεν είναι τόσο άμυαλος ώστε να προτιμά πόλεμο αντί για ειρήνη∙ σ’ αυτήν τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους, ενώ στον πόλεμο οι πατέρες τα παιδιά τους». Δεν είναι απόφθεγμα από την παρακαταθήκη του Χο Τσι Μινχ, αλλά αυθεντικός Ηρόδοτος. Δεν έχω ούτε μια φορά ξεχάσει να τον πάρω μαζί μου. Ιστορίαι, 1.87.4, λοιπόν.

Έχω απομακρυνθεί αρκετά από τον πυρετό των δρόμων. Δεν άφησα ό,τι μου προσφέρθηκε εκεί να με δεσμεύσει ενδεχομένως σε αναπόφευκτες μερικότητες. Αφού συμβουλεύτηκα έμπειρους του χώρου, διάλεξα ένα από τα απώτερα σημεία στις παρυφές της Βουνγκ Τάου. Η πόλη απλώνεται στη βάση της πάμφωτης θέας που μου δίνεται τώρα. Μεσημέρι μιας καταλυτικής καθαρότητας. Η απόλυτη διαφάνεια, η οποία εξ ορισμού απαιτείται για την εμβριθέστερη ανάγνωση των πραγμάτων. Εμπειρία γυροσκοπική. Απολύτως εφικτή η πλήρης ανίχνευση και των 360 μοιρών. Το βλέμμα μου κυκλώνει την περιφέρεια των ορατών από τον ώμο ενός επιβλητικού ανδριάντα του Χριστού, κενού εσωτερικά, ύψους 32 μέτρων. Στημένος σ΄ ένα λόφο 1,70 μέτρων, δηλώνει πανηγυρικά την ελεύθερη διακίνηση δογμάτων και αντιλήψεων σ΄ αυτό τουλάχιστον το σημείο του πλανήτη. Φτάνοντας στην κορυφή του, αφού ανέβηκα 133 στενά, εξαιρετικά κυκλοτερή σκαλοπάτια, κερδίζω τελικά ολόκληρη την όψη της Βουνγκ Τάου. Το έπαθλο αυτής της ημέρας. Η απληστία μου ικανοποιείται κι αυτή τη φορά. Η εύνοια της τύχης συνιστά το κάλλος του ταξιδιού. Η δε παρουσία του ανθρώπου κάπου εκεί στα χαμηλά ασφαλώς εννοείται, αλλά παραμένει αμυδρή. Ισχνή σαν το καλάμι του Πασκάλ στην απεραντοσύνη του τοπίου. Η κουκκίδα του είναι. Το τίποτα του γίγνεσθαι. Ανάμνηση σχεδόν αμελητέα. Τετριμμένη.

Δεν ξεφεύγω από το νόημα των στιγμών, όπως δεν ξεφεύγω από το βλέμμα του Χριστού. Αυτό το μάτι χωρίς ίριδα. Την επινοώ για λόγους καθαρά εικαστικούς. Της δίνω το χρώμα του λαδιού από τις ελιές εκείνου του λόφου των δικών του προσευχών. Παρατηρώ την υπερβολή του φωτοστέφανου, το οποίο περιβάλλει αυτό τον μειλίχιο πάγο, τη στερεότυπη δηλαδή στατικότητα της κεφαλής. Αποτυπώνω την ακεραιότητα της σταματημένης έκφρασης. Αλλά μήπως το φωτοστέφανο δεν παραπέμπει άραγε και στις ρόδες των αρχετυπικών ποδηλάτων των Βιετναμέζων; Είναι η έμμεση ένδειξη, φρονώ, μιας κίνησης τόσο προς το παρελθόν της πίστης όσο και προς το μέλλον της, παραδόξως όχι και τόσο απόμακρης, όπως νιώθεται αυτήν τη στιγμή, Ιερουσαλήμ του πνεύματος.

Περνώ ξανά στο εσωτερικό του αγάλματος. Στην υλικότητα του συμβόλου. Σαν να ακούω τις πρώτες μουσικές φράσεις από υπέροχη ωδή. Θυμάμαι το «Δεν είναι παρά ένα χάρτινο φεγγάρι» με το σαξόφωνο του Φρανκ Μόργκαν. Δεν θα ήθελα βέβαια να επιστρέψω αμέσως στο έδαφος του ρεαλισμού. Περιττό να το τονίσω αυτό. Θα μου αρκούσε να ξανακοιτάξω το στεφάνι των πραγμάτων από την ωμοπλάτη του Ιησού. Στο μεταξύ το ένα στριφτό σκαλοπάτι διαδέχεται σιγά σιγά το άλλο. Το εγώ δεν βιάζεται τώρα. Ο χρόνος έτσι κι αλλιώς έχει περάσει στη γνωστή διαστολή του, εκείνη που διακρίνει πάντα τα μη υποχρεωτικά ταξίδια από όλα τα υπόλοιπα. Είμαι προετοιμασμένος. Ό, τι δεν έχω προσέξει την πρώτη φορά, ό,τι δεν πρόλαβα να αρχειοθετήσω στο σημειωματάριο της έκπληξης, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην χαμένο. Συνοψίζω: στο εσωτερικό του αγάλματος φαίνεται να έχει εισχωρήσει με τον καιρό κάτι σαν ιστορικότητα. Ας το γράψω κι έτσι: πατίνα μεσαιωνικής χροιάς. Το φρόνημα των μοναχών της Κεντρικής Ευρώπης στις πτυχές του Βιετνάμ. Και η πάγια αίσθηση ενός βαφτίσματος, η εισαγωγή σε μια θεολογική πρωθύστερη, πάντως αρκετά απτή, κατάσταση. Οι άφθονες γλυπτές αναπαραστάσεις, οι οποίες παρίστανται στο χώρο γύρω από τον ανδριάντα, μαρτυρούν ευθέως την ύπαρξη ενός εδραίου καθολικισμού. Πρόκειται για μια σύντομη επίσκεψη σε πασίγνωστες σελίδες της Βίβλου. Ο σκυθρωπός ή μήπως ο περίλυπος Αβραάμ; Ο αμέριμνος Ισαάκ, ο γεμάτος αυτοπεποίθηση Μωυσής, οι απορούντες μαθητές του Ιησού στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου. Πρόσωπα και εκφάνσεις που αιφνιδιάζουν στην αρχή ως εγκάθετες πεποιθήσεις, ως λίγο πολύ φερτές απεικονίσεις ενός ξένου ιδεολογήματος. Ίσως να είναι σε ικανοποιητικό βαθμό ταυτισμένα όλα αυτά με τις συνιστώσες του όλου περιγράμματος κι εγώ να μην το έχω προσώρας αποδεχθεί. Συζητώντας πάντως την άλλη μέρα με φίλους, οι οποίοι ζουν κι εργάζονται πολλά χρόνια εδώ, μαθαίνω ότι η ειλικρίνεια όσων από τους γηγενείς έχουν ασπασθεί τον χριστιανισμό, ή γεννήθηκαν χριστιανοί, θα πρέπει να θεωρείται εν γένει δεδομένη. Το εντυπωσιακό άγαλμα του Χριστού πιστοποιεί άλλωστε την αποτελεσματικότητα της πολύχρονης δράσης των ιεραποστόλων όλων των ταγμάτων του Βατικανού στη βιετναμέζικη επικράτεια.

Το πρώτο μπαρ. Πρόκειται για τα «Γλυκά Χείλη». Το δεύτερο: «Τα λογάκια σου». Μόλις σκοτεινιάσει, αρχίζουν ν’ αναβοσβήνουν τα φωτάκια που σχηματίζουν αυτές τις λέξεις πάνω ακριβώς από τις εισόδους. Κι ως τα ξημερώματα λειτουργούν ως φάροι και κράχτες μαζί. Εφτά μέρες την εβδομάδα. Συγκεντρώνουν κυρίως όσους ντόπιους ή περαστικούς αναζητούν τις ευκολίες της συνεύρεσης. Συχνά προκύπτει αδιαχώρητο. Το ένα μπαρ συναγωνίζεται το άλλο, όχι στις τιμές των ποτών, αλλά στην ποικιλία των κοριτσιών. Ό, τι ακριβώς συμβαίνει στην άλλη περιώνυμη εστία των πάνδημων απολαύσεων, την Μπατάγια, εννοώ, της γειτονικής Ταϊλάνδης. Έτσι κι εκεί η απροκάλυπτη μετατροπή του όντος σε πρόχειρο ερωτικό αντικείμενο δεν γνωρίζει κανέναν φραγμό. ‘Έχουν περάσει δυόμιση περίπου αιώνες από τη συγγραφή του ερωτικού έπους των 3.254 στίχων του Βιετναμέζου μανδαρίνου, μυημένου στην παραδοσιακή κινεζική ποίηση, Νγκουγέν Ζου (1765-1820 ), το οποίο φέρει τον τίτλο Κιμ Βαν Κέου ή Κόρη με τα ξεσκισμένα σπλάχνα, όπως το απέδωσε παλαιότερα στη γλώσσα μας από τα γαλλικά ο Γιώργος Λεωτσάκος για τις εκδόσεις του «Κέδρου». Αφορά τις περιπέτειες ενός κοριτσιού, της Κέου, που πέρασε στην πορνεία για να αποτρέψει τη φυλάκιση του πατέρας της για ένα έγκλημα που είναι σίγουρη ότι δεν διέπραξε. Το απόσπασμα που παραθέτω αποδίδει ορισμένες ενδεικτικές λεπτομέρειες της ατμόσφαιρας των τότε συναφών συναλλαγών: «Τραβηγμένος από τη φήμη της Βασίλισσας των Λουλουδιών που έλαχε στην παιδούλα Κέου, έστειλε μια κόκκινη κάρτα στο αρωματισμένο δωμάτιο. Πίσω από τα κροσσωτά παραπετάσματα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το άνθος της ροδακινιάς. Καμιά από τις εκφράσεις του δεν ήταν που να μη βρήκε εξαίσια, κανένα από τα χαρακτηριστικά της που να μην του φάνηκε χαριτωμένο. Άνθος καμέλιας που λάμπει πάνω στο νιο του μίσχο, όσο πιο πολύ το χάιδευαν της άνοιξης οι αύρες κι οι βροχές τόσο περισσότερο αχτινοβολούσεν η ομορφιά του. [. . . ] Κι η μοίρα της κοπέλας με τα ξεσκισμένα σπλάχνα τον πόνεσε σ’ όλη της την αθλιότητα: “Είμαι σαν το λουλούδι που κόπηκεν από τον κλώνο. Κι’ είσαι σαν την πεταλούδα που φτερουγίζει γύρω απ’ τον κάλυκα για να παίξει. Κάπου, μια γυναίκα βασιλεύει πάνω στην άνοιξή σου. Ο καιρός μας είναι μετρημένος, καλύτερα ν’ αποφύγουμε τις μεγάλες τρυφερότητες’’. Κάτω από την ίδια στέγη, τελέστηκεν η χαρούμενη ένωση του μπαμπού και της βερικοκιάς. Βαθύτερος έγινε ο ωκεανός της πίστης, μακρύτερος της τρυφερότητας ο ποταμός. Δυνατώτερο έγινε της αγάπης το θυμίαμα, πιο ζεστή και λαμπερή η φλόγα της. Πιο αστραφτερή η μορφή από νεφρίτη, πιο ρόδινο το χρώμα του λωτού». Οι ανάλογες εκδοχές του εικοστού πρώτου αιώνα δεν διατηρούν βέβαια τις λεπταίσθητες αυτές αποχρώσεις των ολιγόωρων συναντήσεων επί πληρωμή, δεν παύουν όμως ορισμένες φορές να αναβαθμίζονται σε ειδύλλια διαρκείας ή και σε επιτυχημένους γάμους. Ίσως έτσι να δικαιώνεται κατά κάποιον τρόπο η άτυχη Κέου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Γκράχαμ Γκρην, Ο ήσυχος Αμερικάνος, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς, Πόλις 2003.
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Άγγελος Βλάχος, Ωκεανίδα 2000.
Νγκουγέν Ζου, Η κόρη με τα ξεσκισμένα σπλάχνα (Kim-Vân-Kiêu), μτφρ. Γιώργος Λεωτσάκος, Κέδρος, χ.χ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: