Η υπερθετική σχέση του Γιάννη Κοντού με το δημιουργικό λόγο έχει παρουσιάσει κατά καιρούς ποικίλες αναβαθμίσεις, οι οποίες διακρίνονται, μεταξύ άλλων, για τη δυναμική χρήση ενός προσωποπαγούς ιδιώματος, την ανάδειξη ικανού αριθμού βιωματικών μορφωμάτων σε δείκτες ενός αναστοχαστικού βίου, τη διεξοδική χρήση της μεταφοράς, την προσφυγή στη σημαίνουσα αλληγορία και στην κυριολεξία της διαλεκτικής συνύπαρξης ποικίλων αντιθετικών όρων. Η δε ποιητική αλήθεια ούτε εκβιάζεται ούτε βεβαίως παρωδείται. Η λέξη αναδιπλώνεται, περιστρέφεται, ανακυκλώνεται ευτυχώς, πολιορκώντας και αλώνοντας εν τέλει το όποιο σημαινόμενο. Η αλλεπάλληλη επίκληση της αυταξίας του ποιητικώς οράν δομεί εν ολίγοις το ευθύβολο εννοιολογικό μόρφωμα. Η κυριολεξία αποδίδει πάντα καρπούς, υποστηρίζοντας τη συνολική υφολογική ενέργεια. Κοντολογίς, ο ποιητής είναι τολμηρός: δεν διακατέχεται από ψευδαισθήσεις, φρούδες ελπίδες και ουτοπικές εμμονές. Του αρκεί το σύμπαν της στιγμής για να εξοικειωθεί με τα μείζονα, τα διαχρονικά αινίγματα του είναι.
Οι εξομολογήσεις ενός φιλέρευνου εγώ στηλιτεύουν, ενώ δεν παύουν να διερμηνεύουν τις κύριες πτυχές της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, κατά τρόπο ειδήμονα και τελεσίδικο, επαναμαγεύοντας τα κύρια οντολογικά μας δεδομένα. Η αμεσότητα των εκφορών, η απαραίτητη ελλειπτικότητα, τυπικό γνώρισμα των περισσοτέρων ποιητών της εποχής του, η αφοριστική πληρότητα, η αναβάθμιση του τετριμμένου υλικού της καθημερινότητας σε τιμαλφές της ζωής, όλα αυτά από κοινού προσδίδουν στο ποίημα τόσο ρηματική ευλυγισία, όσο και αισθητική πιστότητα. Ακόμη κι αν δεν φέρει την υπογραφή του, το ποίημα του Γιάννη Κοντού, προδίδει με την πρώτη κιόλας ανάγνωση τον εμπειρότατο τεχνίτη του.
Η συστηματική μετάπλαση και περαιτέρω ενσωμάτωση κινηματογραφικών ή και εικαστικών κεκτημένων, εγχωρίων και αλλοδαπών, σε ένα αυτόνομο, περιεκτικό σύνολο σημαινόντων λειτουργεί αποτελεσματικά. Από την πρώτη του συλλογή, με τίτλο Περιμετρική, που εκδόθηκε το 1970, ως τα τελευταία του γραπτά, ο Γιάννης Κοντός, ο οποίος δικαίως συγκαταλέγεται στους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της πολυφωνικής γενιάς του ’70, γράφει διαρκώς κατ΄ ουσίαν ένα και το αυτό ποίημα. Το βασανιστικό ποίημα της, ει δυνατόν, ανέκκλητης απεξάρτησής μας από τη φθορά. Αναφέρομαι σε έναν κήρυκα απελευθέρωσης από τα θλιβερά δεσμά της λεγομένης εξ αντικειμένου πραγματικότητας, ο οποίος βλέπει συνεχώς μπροστά του ανοικτή την πύλη στο Εξαίσιο. Δεν θα μπορέσει ποτέ να περάσει μέσα, διότι απλούστατα είναι φυτεμένος στην αναγκαία διαδρομή της κάθε εργασιακής μέρας, η οποία συνδέει την οδό Βυζαντίου, όπου είναι η κατοικία του στον οικισμό Παπάγου, ως τον μεγάκοσμο- μικρόκοσμο του κέντρου της απωθητικής, άναρχης, αλλά και ελκυστικής τροφού Αθήνας. Το όνειρο όμως ενός πεδίου πραγμάτωσης των ιδανικών του αυθεντικού ανθρώπου δεν καταλύεται ποτέ. Στο τέλος μάλιστα καθίσταται η υπέρτατη αλήθεια της ίδιας της ύπαρξης.
Υπομνηματίζοντας την ατομική του μετα-πραγματικότητα, ενισχύει λειτουργικά την ακεραιότητα του αποφασιστικού ομιλούντος προσώπου. Το τελευταίο φαίνεται ότι έχει μάθει όχι μόνο πώς να επιβάλλεται στα φαινόμενα, αλλά πώς να τα συναιρεί σ΄ ένα ρηξικέλευθο σύστημα αναφορών και δραματικών αυτοαναφορών. Τα ποιητικά αντικείμενα παραμένουν αλληλένδετα, Οι έκδηλες αλληλεξαρτήσεις τους προκαθορίζουν με τη σειρά τους την έκβαση του λεκτικού σχηματισμού – παιγνίου. Έχω προ πολλού συγκρατήσει ότι ο Γιάννης Κοντός καταφεύγει συχνά πυκνά στην αιρετική, εξόφθαλμα αποκλίνουσα σημασιολογική προοπτική της διαφοράς, της εναντιωματικής θέσης, της αναίρεσης. Η γραμματική είναι χρήσιμη στο βαθμό που μπορεί να υποστηρίξει απρόσκοπτα την ολική ανάπτυξη του πυρηνικού κειμενικού σχεδίου. Αν ο κόσμος εμπεριέχεται κατ’ οικονομίαν εντός των συστατικών του, τότε η γραφή μπορεί όχι μόνον να τον κατανοήσει και να τον διερμηνεύσει, αλλά και να τον αναδημιουργήσει μέσα από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του: ό, τι εν ολίγοις πρεσβεύει η τεχνική του εν λόγω δημιουργού.
Η τραυματική ύπαρξη σφαδάζει και διαμελίζεται από τη σύγκρουσή της με το πανίσχυρο, παράλογο στοιχείο της ζωής, με τις αντιξοότητες των περιπλοκών του βίου. Αλλά επιβιώνει ως το τέλος. Όρθια στα πόδια της, συνιστά ένα αμάχητο τεκμήριο αντοχής συγκινησιακών υλικών. Το ποίημα καθίσταται έτσι η σωσίβια λέμβος, η σωτήρια έξοδος κινδύνου, το κερδισμένο εντέλει στοίχημα εκείνου του αισθητικού ατόμου, το οποίο αντέταξε με τόλμη και παρρησία, απέναντι ακριβώς από το απειλητικό χάος του σήμερα, και μάλιστα σε απόσταση αναπνοής, τις καταστατικές αξίες του είναι. Το σπίτι του ποιητή είναι η αγωνία του. Το γραμματικό φαινόμενο συνιστά την καταλλαγή. Ο Γιάννης Κοντός συνιστά προφανώς όριο καλλιτεχνικής συνέπειας. Βεβαίως το έργο του, σε ανοδική πάντα πορεία, γνώρισε ποικίλες φάσεις λεκτικών αναπροσαρμογών, θεαματικών υφολογικών βελτιώσεων και θεματικών συνεκδοχών. Το τελικό αποτύπωμα αποτελεί τη συναίρεση επιπόνων ρήξεων, προσθαφαιρέσεων και αναπροσαρμογών του συγκεκριμένου λεκτικού φορτίου. Εξ ού και η ειδικότερη ηλεκτρική αίσθηση, η οποία συνοδεύει συνήθως την αναγνωστική εμπειρία. Το ευδιάκριτο αποτύπωμα του εαυτού ενός ευαίσθητου και οξυδερκούς ταυτοχρόνως κληρωτού της μεταπολεμικής εποχής διατηρείται ευδιάκριτο, ενώ ο περιβάλλων κόσμος εξακολουθεί να δείχνει ότι διαθέτει μια συγκεχυμένη μάλλον υφή ή υπόσταση. Εξ ού και η σημασία της ποιητικής κατάθεσης του Γιάννη Κοντού.