οπαδοί του έρωτα
καταδικασμένοι
Πτυχές από την περιπέτεια και τις επακόλουθες επιπτώσεις μερικών τυπικών διάφυλων σχέσεων αποτελούν εδώ τους σταθερούς δείκτες αναφορών και αυτοαναφορών. Επιγράμματα σαν αυτό συμπυκνώνουν την αγωνία του ατόμου να επιβεβαιωθεί μέσα στον συνήθως αδιάφορο, απρόσφορο, παθολογικά ναρκισσευόμενο Άλλον/ Άλλην. Εννοώ τα εξής: «Δε φταίει μόνο η ευαίσθητη καρδιά σου/η κούραση, η μοναξιά./Σέρνεται πάντοτε δίπλα στα πόδια μας/μέσα στα στάχυα του Έρωτα/μια οχιά!». Η πρωτοπρόσωπη, δόκιμη και πολύπειρη έκφανση γνωρίζει πώς να προσδιορίζει με ενάργεια την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεν αποκλίνει άνευ λόγου, δεν επαίρεται, δεν προτείνει ανεδαφικές λύσεις στα προβλήματα της ιλαροτραγωδίας του ζην. Απλώς στοιχειοθετεί με επάρκεια ύφους κανόνες συμπεριφοράς. Η δε όλη εσωκειμενική τάξη, έχοντας απορροφήσει, μεταξύ άλλων και τα πορίσματα της υπερρεαλιστικής προοπτικής, υποστηρίζει με επιτυχία στο πεδίο των αισθητικών εμπεδώσεων, την ανάπλαση του κρίσιμου βιώματος. Τα ποικίλα νοήματα και ο φορέας τους, το σώμα δηλαδή, συναποτελούν εστίες της ποιητικής διαπραγμάτευσης. Νους = εμπειρία κορμιού. Η λέξη κομίζει κατ΄ εξοχήν σημασιολογική ένταση. Η τήρηση των ορίων ασφαλείας του εγώ παραμένει εμφανής σε όλη την έκταση της συλλογής. Παραθέτω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, το ποίημα με τίτλο «Κριτική», αφιερωμένο στην Ανθούλα Δανιήλ: «Συνήθως αφαιρώ διακριτικά μάσκες με πολλά ψιμύθια/περούκες που φορούν ουτιδανοί ηθοποιοί/για να κρύβουν τ’ απρόσωπα πρόσωπά τους./Βγαίνω μέσα από το χρόνο διαρκώς ρωτώντας/και ξαναθυμίζοντας στην ανθρώπινη ματαιοδοξία/τ’ ανάγλυφα του 5ου αιώνα π.Χ. στη μεγάλη αίθουσα /του Μουσείου,-αυτά τα μικρά ομοιώματα της ψυχής μας-/αυστηρούς ρυθμούς και πτυχώσεις αγαλμάτων/την τέχνη χάραξης των ραβδώσεων του Παρθενώνα/τη γέννηση του Χριστού στο Δαφνί/και δεν ξεγελιέμαι απ' τις φωνές του πλήθους /στις αίθουσες των λογίων και των βιβλιοπωλείων. Υπάρχω/και χωρίς τον πλαστό περίγυρό μου».
Η ομολογία, με την οποία κλείνει η ως άνω έβδομη ποιητική συλλογή του Χρήστου Αντωνίου, δίνει το μέτρο της κυριολεξίας του ρήματος. Ό, τι δηλαδή διακρίνει το σύνολο της έως σήμερα παραγωγής του στο πεδίο των απαιτητικών εμπεδώσεων ύφους. Ήτοι: «Το ξέρω πως δεν ήρθα άσκοπα στον κόσμο /και πως κάτι τουλάχιστον θ’ αγγίξω,/την αίσθηση ίσως που θ’ ανάψει μέσα μου λαμπάδα/να καίει στην εκκλησιά /για χάρη εκείνης της αγάπης που δεν γνώρισα». Χωρίς πόζα, χωρίς ακκισμούς ή περιττές επαναλήψεις ενός ναρκισσευόμενου εαυτού και κυρίως χωρίς τα αυτιστικά κολπάκια ενός δήθεν μοντερνισμού, η δημιουργική γραφή περιορίζεται στις ουσίες. Στα καίρια σημεία, όπου έχει εστιάσει την ήδη καλώς ασκημένη του προσοχή, o λόγος αναδεικνύει το επιλεγμένο αντικείμενο ανα-παράστασης κατ΄ οικονομίαν.
Συγκρατώ ότι η κατάφαση στη ζωή είναι δεδομένη. Η δε αμείωτη νηφαλιότητα, με την οποία προσεγγίζονται στην προκειμένη περίπτωση τα ποικίλα της φαινόμενα, συνιστά την εμφανή βάση ενός ζωτικού, καθόλα στωικού αναστοχασμού. Ασφαλώς η κατ’ εξοχήν ποιητική αιτία, δηλαδή η αίσθηση, είναι πανταχού παρούσα. Απαντά μάλιστα στην πρώτη κιόλας αναγνωριστική μας επαφή. Το κείμενο συνιστά το διακριτό αποτύπωμά της. Αίσθηση=πηγή γραμματοσυντακτικών ροών. Άλλωστε, ως γνωστόν, «δεν θα ξεμπλέξομε ποτέ με την αίσθηση. Όλα τα ορθολογιστικά συστήματα θα αποδειχθούν μια μέρα ανυποστήρικτα στο μέτρο που προσπαθούν, αν όχι να την περιορίσουν στο έσχατο, τουλάχιστον να μη την αξιολογήσουν στις φαινομενικές της υπερβολές» (1). Η συχνή μόνωση του εγώ δεν οδηγεί στην προκειμένη περίπτωση στον αφανισμό του. Κάθε άλλο. Στο δέκατο πέμπτο ποίημα, από τα τριάντα εννέα του βιβλίου, δηλαδή στο μέσον ακριβώς της συλλογής, η εικόνα ενός κατ΄ ανάγκην μοναχικού, αλλά όχι απαραίτητα αδιέξοδου βίου αποδίδεται με υποδειγματική ενάργεια.
Έτσι ο χρόνος που προκύπτει στις μακρές περιόδους της απεξάρτησης από τη σκηνή των πολλών είναι αυτούσιος ο ποθητός συγγραφικός χρόνος. Ταυτοχρόνως: ο χρόνος για την καλλιέργεια της ίδιας της ύπαρξης. Κοντολογίς, η μελέτη των αισθητών πραγμάτων αλλά και των νοουμένων τινών οργανώνεται στην καρδιά του ατομικού χωρόχρονου. Ο δε επιούσιος ψυχοπνευματικός άρτος του ποιητικού δρώντος είναι αυτή ακριβώς η ώσμωσή του με το άρρητο(ενδεχομένως ρητό). Η περιποίηση, η οποία παρέχεται στο γράφον εγώ αποδίδει στο μεταξύ καρπούς. Είναι, εκτός των άλλων συναφών, και το προαναφερόμενο ποίημα το αφιερωμένο στην Παυλίνα Παμπούδη, με τίτλο «Το παξιμάδι της μοναξιάς», όπως το παραθέτω κατά λέξη: «Όλη τη βδομάδα μαζεύω την τροφή μου / μια φλούδα ελπίδας, ένα φυλλαράκι δυόσμο / την υπόνοια μιας μικρής έστω ευτυχίας / και άλλα πολλά διαιτητικά και την Παρασκευή/το βράδυ κοιτάζω το παξιμάδι της μοναξιάς».
Οι καλώς μελετημένες άμυνες του εαυτού τον προφυλάσσουν συνειδητά από την υπαγωγή του σε νευρώσεις. Σε ένα από τα εισαγωγικά ποιήματα, πέμπτο στη σειρά, αφιερωμένο στην Πηνελόπη Παπαϊωάννου, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μιθριδατισμός», εμφαίνεται συνοπτικά ένα μέρος της ευφυούς πολιτικής του ποιητικού υποκειμένου. Ο καλλίφωνος κι άλλο τόσο εμβριθής εξορκισμός του Κακού και η παρεπόμενη ομοιοπαθητική ίασή του σε εννέα μόλις στίχους. Τυπική διαχείριση των συνταγμάτων των εύστοχων συλλαβών από τον Χρήστο Αντωνίου. Οι συγκεκριμένοι λογότυποι προσφέρουν το ικανό και αναγκαίο συγκινησιακό κλίμα. Έτσι, στον αντίποδα ενός ιδιόμελου ακούγεται ο χτύπος των καρφιών που αρθρώνουν δομές αντίστασης στη φθορά. Ας το διατυπώσω διαφορετικά: ακούμε τον δραστικό μονόλογο της συστηματικής στράτευσης στον πραγματισμό. Αντιγράφω κατά λέξη: «Καθημερινά λαμβάνω μικρή δόση θανάτου / για ν’ αποφύγω το αναπάντεχα ακαριαίο. / Την πρώτη μέρα παίρνω μια κουταλιά αδιαφορίας /την άλλη λίγη φιλαυτία /την τρίτη άδηλο κέρδος /κι έπειτα αναξιοπρέπεια, προστυχιά, βία καταλαλιά κτλ κτλ / Ο Σύλλας θα περιφέρεται στην Αθήνα / πολύ νευρικός!». Συγκρατώ ότι το ορμέμφυτο του θανάτου απαντά σε πλείστα όσα ποιήματα. Ανιχνεύεται εύκολα. Εντοπίζεται βεβαίως στο εσωτερικό του φωταγωγημένου βυθού, τον οποίο δεν παύει να εξερευνά ο επίμονος, επαρκής ποιητικός νους. Ήδη στην πρώτη σελίδα του βιβλίου τονίζεται δεόντως ότι: «το αίμα [. . .] σε λίγες μόνο στιγμές / γίνεται θολό ποτάμι / και πνίγει τις λέξεις μου / στην αρχή κιόλας του ποιήματος».
Η ανάλυση των αιτίων και των αιτιατών της υπαρξιακής αγωνίας αποτελεί πρωτεύον καθήκον της διαχείρισης του ψυχοπνευματικού υλικού. Η επίκληση μάλιστα του Δημοκρίτου λειτουργεί ως το ικανό και αναγκαίο έναυσμα της παράθεσης των συνταγμάτων των ήχων που ακολουθεί. Η προμετωπίδα στο τρίτο ποίημα της συλλογής αποτελεί εμφανές δάνειο από τα άφθιτα σπαράγματα του ρηξικέλευθου Αβδηρίτη. Αυτούσιο το γλυκύπικρο πρόταγμα έχει ως εξής: «Ετεή δ’ ουδέν ίδμεν εν βυθώ γαρ η αλήθεια». Εξ ου και ο ομιλητικός, ο πάμφωτος εν τέλει βυθός — τίτλος, ο οποίος κατανοείται πλήρως. Καθίσταται μάλιστα «ένας άλλος ουρανός», όπως υπογραμμίζεται αρκούντως στο δέκατο έβδομο ποίημα της συλλογής. Μετά την «σύντονον αγρυπνίην» του παραστατικού λόγου δίπλα στα φαντάσματά του, αλλά και στις απτές αλήθειες του, το ρήμα επικαλείται μετάβαση στη ρεαλιστική διαύγαση. Το σύνολο όλων των θεματολογικών παραμέτρων, κυρίων και δευτερευουσών, όπως ακριβώς εκτίθεται εδώ, πιστοποιεί τόσο την σταθερά αυτοελεγχόμενη ρηματική συνέπεια, όσο και την εξειδικευμένη μέριμνα του Χρήστου Αντωνίου να καταθέτει ολοκληρωμένα αισθητικά μορφώματα ευθύβολης παραστατικότητας.