Ξεφυλλίζοντας πάλι τη Σαπφώ του Ελύτη

Οδεσσέας Ελύτης, διαφανογραφία από τη «Σαπφώ»
Οδεσσέας Ελύτης, διαφανογραφία από τη «Σαπφώ»

Έχω την έκδοση της μετάφρασης των αποσπασμάτων της Σαπφώς του Ελύτη (Σαπφώ, Ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης, Ίκαρος 1984). Σε αντίθεση με την κατοπινή έκδοση (1994), στην έκδοση αυτή δεν υπήρχαν οι ένθετες διαφανογραφίες. Δεν τις έχω δει ποτέ. Επιτέλους, ύστερα από καιρό, πιάνω ένα κανονικό βιβλίο στα χέρια μου, αφήνοντας κατά μέρος για λίγο τις … αγχώδεις, για μένα, ηλεκτρονικές περιπέτειες. Όχι μόνο ένα κανονικό βιβλίο, αλλά ένα εκδοτικό, μεταφραστικό και –γιατί όχι– φιλολογικό κατόρθωμα και άσ’ τον να λέει τον ποιητή (σ. 163). Όπως ήδη έχω σημειώσει πρόσφατα (Χάρτης 21, «Ιστορίες του γλυκού νερού») ανάλογης ποιότητας αλλά μικρής ποσοτικά προσπάθειας είχε επιχειρήσει και ο Χριστιανόπουλος, μεταφράζοντας επιλεκτικά, πλήρη ή τμήματα, επτά αποσπάσματα. Οι αντιστοιχίες τους με τις μεταφράσεις του Ελύτη είναι: το πρώτο στη σ. 87, το δεύτερο στη σ. 79 και 81, το τρίτο στη σ. 87, το τέταρτο στη σ. 109, το πέμπτο στη σ. 31, το έκτο στη σ. 107. Για το έβδομο δεν μπόρεσα να βρω αντιστοιχία. Μάλλον εγώ δεν θα τα κατάφερα. Και βέβαια η ποιότητα των μεταφράσεών τους δεν αναιρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιητικής τους. Αυτή η «φαιώδης και μικρά παντελώς», κατά τον αρχαίο σχολιαστή, ποιήτρια, δεν έχει σταματήσει να αναστατώνει τους ποιητές όλων σχεδόν των εποχών.

Διαβάζω μία σημαντική, κατά τη γνώμη μου, δοκιμή για την μετάφραση αυτή ( Ελ. Κουτριάνου, Η ανασύνθεση και απόδοση των ποιημάτων της Σαπφούς και η ποιητική του Οδυσσέα Ελύτη, ΕΕΦΣΠΑ, Λς΄(2004-2005) Αθήνα 2005, σσ. 439-449): Ο ποιητής αναίρεσε την κλασική ταξινόμηση σε εννέα βιβλία των αλεξανδρινών φιλολόγων βάζοντας δικούς του τίτλους από το ποιητικό της έργο σε δικής του επιλογής ποιητικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές μετακινούν τον αρχαίο λυρικό λόγο στη σημερινή εποχή ενώ περιέχουν ποιητικές μονάδες που τις καθιστούν πρισματική ποίηση. Όπως είναι γνωστό οι έννοιες πρισματική και επίπεδη ποίηση είναι –για μένα, και παρά τις αναγνωστικές μου προσπάθειες, παραμένουν σκοτεινές– κομβικές για την ποίηση του Ελύτη. Αναφέρω ενδεικτικά, το τονίζω, ονόματα όσων ασχολήθηκαν όχι μόνο με το θέμα αυτό, αλλά και, ίσως καθυστερημένα, με τις λαβυρινθώδεις φιλοσοφικές επιδράσεις στο έργο του: Κ. Ροδοφίκα, Ελ. Κουτριάνου, Γ. Τεμπρίδου (βλ. σχετικές αναρτήσεις στο google). Τέτοιες επιδράσεις ανιχνεύονται ακόμη και στο «μπεστ σέλερ» της ποίησής του το Μονόγραμμα, όπως έδειξε μια πρόσφατη πρωτότυπη, πολύ εξαντλητική και με όλους τους κανόνες του «πεδίου» της λογοτεχνίας έρευνα (Ε. Γαραντούδης-Μ. Ψάλτη, «Το ερωτικό μπεστ σέλερ της ελληνικής μοντέρνας ποίησης: το μονόγραμμα και η πρόσληψή του», περ. Ποιητική 16, Φθιν. 2015, σσ. 182-233). Ίσως κάτι ανάλογο θα μπορούσε να γίνει και με την Δημουλά, εκτός και αν έγινε ήδη.

Ένα είναι σχεδόν σίγουρο: η ελληνική ποίηση, ένα μέρος της τουλάχιστον, εδώ και αρκετές δεκαετίες αισθάνεται την ανάγκη της αναβάπτισής της στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, στο επίγραμμα, αλλά και στον άλλο πόλο της, τον Καβάφη. Ο άλλος είναι ο Σολωμός. Λόγια του Ελύτη. Ο Ελύτης αγνόησε εντελώς τον Καβάφη. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο νοών νοείτω.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: