Τη μαμά μου δεν την άκουσα ποτέ να τραγουδάει, πολύ περισσότερο να σφυρίζει. Ίσως την είχα ακούσει λίγο να νανουρίζει: ιιιιιι…., οοοο…..
Τη μαμά μου δεν την είδα ποτέ να χορεύει, ενώ χαριεντιζόταν ή και γελούσε σχεδόν μόνο με τις αδερφές της, όταν βρισκόταν στην Έδεσσα.
Η μαμά μου συγκινούνταν με το παραμικρό, αλλά σπάνια έκλαιγε με λυγμούς. Εγώ τουλάχιστο δε θυμάμαι να την είχα δει.
Η μαμά μου δεν άκουγε μουσική, την εκνεύριζε, φώναζε «κλείστο» (το ραδιόφωνο). Την έβλεπα όμως μαγεμένη όταν έβαζα στο ηλεκτρόφωνο Φίλιπς Υβ Μοντάν, ή Τζόαν Μπαέζ, ή όταν έβλεπε στην τηλεόραση τη πρωτοχρονιάτικη συναυλία της ορχήστρας της Βιέννης, μέσα σε κείνα τα χρυσά παλάτια. Μία φορά, όταν έβαλα έναν 78άρη που είχα δανειστεί από τον Μπακιρτζή με τον Νταλγκά να τραγουδάει το «Βρε μερακλή και μάγκα / τι θέλεις και περνάς / από τη γειτονιά μου/για να με τυραννάς» ταράχτηκε πάρα πολύ, μου είπε «σβήστο τώρα» επιτακτικά, «το έπαιζαν στην Έδεσσα, όταν ήμουν μικρή». Απεχθανόταν απόλυτα τα λαϊκά και απορούσε με το στίχο «Το φεγγάρι είναι πράσινο / το ποτάμι είναι βαθύ». Ακούς εκεί το φεγγάρι είναι πράσινο. Λάτρευε τις καντάδες.
Η μαμά μου ήξερε να κλίνει όλα τα τριτόκλιτα και το πας πάσα παν να το τονίζει σωστά και μου εφιστούσε και μένα την προσοχή, πριν από τις εξετάσεις των αρχαίων, ότι θα μας το βάλουν. Ήξερε τις πρωτεύουσες των κρατών και τα μεγάλα ποτάμια του κόσμου. Όταν στη διαίρεση τα θαλάσσωσα, φώναξε το μπαμπά μου. Σήκωσε τα χέρια.
Η μαμά μου είχε στο σπίτι ένα σκληρό κουτί από ακανέδες και μέσα έβαζε τα βασικά εργαλεία της ωρολογοποιίας: ένα μεγεθυντικό φακό, προσαρμογής στο μάτι, από βινύλιο, ένα σουγιαδάκι, μια λεπτεπίλεπτη τανάλια, μια πολύ ψιλή λίμα, δύο τσιμπίδες, ένα φτερό από περιστέρι για το καθάρισμα με βενζίνη των ξυπνητηριών, δύο τρία ψιλά κατσαβίδια, ένα κομμάτι πολύ λεπτό γυαλόχαρτο, τρία μπουκαλάκια, το ένα με διαφανές πολύ καθαρό λάδι για τα ωρολόγια χειρός, το άλλο ελάχιστα κιτρινωπό για τα ξυπνητήρια και ένα μεγαλύτερο με κηροζίνη που το ξαναγέμιζε όταν τελείωνε. Ήταν και άλλα πράγματα που δε θυμάμαι. Κάτι μεταχειρισμένοι τροχοί και ελατήρια. Μ’ αυτά διόρθωνε αργά το βράδι ρολόγια, ύστερα από την κούραση της ημέρας. Τους τροχούς από τα ξυπνητήρια τους έπαιζα σα σβούρες.
Η μαμά μου όταν διάβαζε συγκεκριμένα κείμενά μου γινόταν άνω κάτω. Όταν τόλμησα να τη ρωτήσω μία φορά, με μάλωσε λέγοντας «Μα τι είναι αυτά, για το όνομα του Θεού. Ήταν ανάγκη να πεις αυτά τα πράματα;».
Η μαμά μου δεν έμπαινε στη θάλασσα. Μόνο όσο χρειαζόταν για να μας περιμαζέψει.
Η μαμά μου ήταν ωραία. Πολύ μελαχρινή.
Η μαμά μου είχε μαύρα κόκαλα και τα έβαλε ο έκτακτος υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης σε μία μαξιλαροθήκη –λίγο γαριασμένο είναι αλήθεια– που τους πήγα και τι απέγιναν δεν ξέρω. Στις 20 Ιουλίου το 2012. Το κεφάλι δεν πρόλαβα να το δω. Μόνο τα μηριαία πρόλαβα. Είχα πάει και ένα μονό σεντόνι, αλλά δε χρειάστηκε. Λίγο κρασί παρέμεινε σε ένα μπουκαλάκι στον πλαϊνό τάφο, αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας παπάς να κάνει τρισάγιο. Έφυγα και τι απέγιναν όλα αυτά δεν ξέρω. Ίσως κάποιος παπάς να πέρασε αργότερα.