Τα προκαταρκτικά
Πεινάω. Πεινάς. Πεινά. Πεινούμε. Πεινάτε. Πεινούνε.
Και τώρα, δράση 90′′
Αν προσπαθήσει κανείς να ορίσει την πείνα ως ερμηνεία για την καταφυγή του ανθρώπου στην τροφή, και μάλιστα στην υπερβολικά πολλή τροφή, είναι σα να προσπαθεί να ορίσει τη λειτουργία της όρασης σε σχέση με το φως: βλέπουμε εμείς το φως ή μήπως μας βλέπει εκείνο; το βλέπουμε επειδή υπάρχει ή το βλέπουμε μόνο και μόνο επειδή μπορούμε να το δούμε; Με λίγα λόγια: η πείνα μας είναι ένα φυσικό φαινόμενο; ή μήπως τη διαλέγουμε; ή μήπως μας διαλέγει;
Η επιστήμη, προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτό το τρισυπόστατο ερώτημα, συνεχίζει μέχρι σήμερα να αυτοσχεδιάζει με την περιέργεια νηπίου. Για παράδειγμα, πριν από κάμποσα χρόνια θεωρήθηκε ότι η πείνα προκαλείται από τις συσπάσεις του στομαχιού. Στη συνέχεια όμως, διαπιστώθηκε με τρόπο που ίσως θα είχε συγγραφικό ενδιαφέρον να περιγραφεί, πως η γαστρεκτομή ή η διατομή του πνευμονογαστρικού νεύρου, επεμβάσεις που καταστέλλουν τις συσπάσεις, δεν καταστέλλουν τελικά και το αίσθημα της πείνας. Άρα κάτι πιο περίπλοκο θα πρέπει να συνέβαινε.
Στη συνέχεια, οι έρευνες ανέβηκαν από το στομάχι στον εγκέφαλο. Αποκαλύφθηκε πως εκεί εδράζονται κάποια νευρικά ρυθμιστικά κέντρα. Αυτά είναι οι έσω κοιλιακοί πυρήνες του υποθαλάμου, κοντά στην τρίτη κοιλία, οι οποίοι αποτελούν το κέντρο του κορεσμού, ενώ οι πυρήνες του που βρίσκονται πλαγιότερα αποτελούν το κέντρο της πείνας. Σωστά στοιχεία αυτά για να συντάξουν μια περιγραφή του φαινομένου της πείνας, ανεπαρκή όμως για να το ερμηνεύσουν.
Πρόσφατα, διατυπώθηκε μια συναρπαστική προσέγγιση, που συνδυάζει το στομάχι με τον εγκέφαλο. Πρόκειται για τον «εγκέφαλο της κοιλιάς». Έχει διαπιστωθεί πως η κοιλιά χρησιμοποιεί τους ίδιους νευροδιαβιβαστές με τον εγκέφαλο, δηλαδή το εντερικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα χρησιμοποιούν τον ίδιο εξοπλισμό για να «τρέξουν» δύο διαφορετικά προγράμματα. Έτσι, πολλές από τις δυσλειτουργίες του γαστρεντερικού συστήματος προκαλούνται από αλλαγές στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Για παράδειγμα, το άγχος διεγείρει υπερβολικά τα νεύρα στον οισοφάγο και προκαλεί μια αίσθηση ασφυξίας, ή σε άλλες περιπτώσεις, διάρροια. Ο «εγκέφαλος της κοιλιάς», δηλαδή το εντερικό νευρικό σύστημα, βρίσκεται στον ιστό που καλύπτει τα τοιχώματα του οισοφάγου, του στομάχου, του λεπτού και του παχέος εντέρου. Είναι προορισμένος να διαχειρίζεται τη λειτουργία της πέψης. Η Φύση, εκτός από μητέρα μας, είναι και σοφή. Αντί να βάλει 100 δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα κάπου στον εγκέφαλο ή στον νωτιαίο μυελό, τα οποία να στέλνουν μετά μηνύματα στην γαστρεντερική οδό για να συντελεστεί η πέψη, προνόησε και εγκατέστησε το εγκεφαλικό νευρωνικό δίκτυο ακριβώς δίπλα στα συστήματα που πρέπει να ελέγξει, δηλαδή στην κοιλιά. Συμπέρασμα: η κοιλιά έχει νοημοσύνη. Η κοιλιά είναι σοφή. Η κοιλιά μας ξέρει περισσότερα από εμάς. Πρέπει να την αφουγκραζόμαστε σε αυτά που μας αναμεταδίδει ως πληροφορίες, και να την υπακούμε. Κι ο συχνότερος ψίθυρος που εκπέμπει η κοιλιά μας είναι εκείνος της πείνας. Της πείνας για ένα συγκεκριμένο τρόφιμο, μαγειρεμένο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και την πείνα μας πρέπει να τη σεβόμαστε και να την υπηρετούμε. Η πείνα δεν είναι μια ποταπή και φτηνιάρικη λειτουργία του σώματος, αλλά ένας σοφός ψιθυρισμός του, ένας ψιθυρισμός που αν τον υπακούσουμε με σωφροσύνη θα γίνουμε ευτυχισμένοι, αφού το 95% της σεροτονίνης του οργανισμού βρίσκεται στην κοιλιά. Οπότε, αντί να καταπίνουμε αντικαταθλιπτικά για να ανεβάζουμε τα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλό μας, ίσως είναι καλό να τηγανίζουμε που και που κάνα καλαμαράκι. Γιατί μέσα στην κοιλιά μας υπάρχει ένα πάνσοφο μυαλό που τσεκάρει αν αυτό που του ρίχνουμε είναι κι αυτό που ορέχτηκε στ’ αλήθεια. «Ό,τι είναι εύπεπτο και τρώγεται με αληθινή όρεξη, είναι και υγιεινό και φέρνει και χαρά» θα έλεγε η κοιλιά μας αν είχε στόμα να μιλήσει.
Όμως δεν τελειώνουμε εδώ. Έχουν δοθεί κι άλλες ερμηνείες για τον μηχανισμό της πείνας, η κάθε μια με τις αδυναμίες και τα κενά της. Για παράδειγμα, η «γλυκοστατική» θεωρία υποστηρίζει πως η πείνα οφείλεται σε πτώση του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα, δηλαδή σε υπογλυκαιμία. Έπειτα, εξετάστηκαν κι άλλοι μεταβολικοί παράγοντες, όπως το επίπεδο των αμινοξέων στο αίμα, που λειτουργεί όπως και το επίπεδο των σακχάρων. Στη συνέχεια, μπήκαν στο παιχνίδι των ερμηνειών και οι θερμορυθμιστικοί μηχανισμοί του σώματος, που εξηγούν την εμφάνιση κορεσμού όταν υπάρχει κίνδυνος υπερθερμίας, δεν εξηγούν όμως την εμφάνιση της πείνας. Οπότε; Οπότε, κάνουμε μεταβολή κι αντί να ψάχνουμε μονάχα μέσα στον άνθρωπο για να βρούμε την ερμηνεία, ας αρχίσουμε να την ψάχνουμε και στις τροφές του. Μήπως πεινούμε και επειδή μερικές τροφές επιθυμούν να φαγωθούν, οπότε και κινητοποιούν τους κατάλληλους μηχανισμούς απέναντί μας;
Τέλος χρόνου.
Αμέσως μετά
«Το λιοντάρι δεν τρώει τα αποφάγια του σκύλου, ακόμα κι αν πεθάνει από την πείνα στη φωλιά του. Αφήστε το σώμα σας να υποφέρει από την πείνα Μη ζητάτε εύνοια από τον ανάξιο». Σααντί, Πέρσης ποιητής. Καλά δεν τα λέει;