Τέλη του '50

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στην Ε΄Δημοτικού, στο 58ο Δημοτικό που ανήκε και ανήκει ακόμη στο λεγόμενο συγκρότημα της οδού Συγγρού στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλα τρία δημοτικά και το περιλάλητο 4ο Αρρένων, είχαμε ένα δάσκαλο, τον Ξ. Ήταν πάντα με μαύρο κοστούμι, όπως όλοι τότε, και είχε κατακόκκινο παχύ λαιμό.
Ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Είχε ένα σετ από άψογες βέργες, ένα μέτρο και βάλε και μας έδερνε ανηλεώς αγόρια και κορίτσια. Σου έλεγε άπλωσε το χέρι και… Ο πόνος ήταν οξύς και ανυπόφορος και το σημάδι κρατούσε για μέρες. Μία φορά μάλιστα του ξέφυγε και τα σκάγια πήραν τον λαιμό του Τ. οπότε έγινε μεγάλο σούσουρο στον κύκλο των γονέων και κηδεμόνων. Αλλά δε φάνηκε να βάζει μυαλό. Ίσως γιατί ο ίδιος άνθρωπος έδειχνε εξαίρετη δραστηριότητα σε έναν άλλο τομέα, στη μουσική, ίσως γιατί κάλυπτε απωθημένα των μεγάλων, ίσως γιατί δεν ξεπερνούσε τα όρια της παιδαγωγικής εκείνης της εποχής…    
Έπαιζε καλό σχετικά βιολί και μ’ αυτό κανοναρχούσε χορωδία με τέσσερις φωνές που την είχαμε φτάσει σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Μας καλούσαν μάλιστα δεξιά και αριστερά, ως και στη Φλώρινα. Ανάμεσα στα άλλα λέγαμε το «Πέτα σκέψη…» –μας είπαν ότι είναι το «Χορικό των φυλακισμένων» απ’ τον Ναμπούκο του Βέρντι–, το «Μακρινή καμπάνα...» του Σούμπερτ, αλλά και το «Μυστηριώδεις σείονται των Πλαταιών οι τάφοι…» που αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Ότι είναι του Σούμπερτ δε μας το είπανε. Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, εντόπισα με αγαλλίαση ότι είναι από τα «Τραγούδια του χειμώνα» που τα άκουγα με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου, από διπλό δίσκο πανάκριβο της Deutsche Grammophon του οποίου μάλιστα η 4η όψη ήταν άγραφη. Η μουσική δε θυμάμαι, αλλά οι στίχοι του άλλου ήταν του ευπατρίδη Κωνσταντινουπολίτη Ηλία Τανταλίδη που θα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητός μια εποχή.
Αυτά τα τραγούδια με έβαζε να της τα λέω μία θεία μου νηπιαγωγός, όταν πήγαινα τα καλοκαίρια στην Έδεσσα, και έκλαιγε από χαρά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: