Οφείλω τη γνωριμία μας στον Μωρίς Σαλτιέλ. Παλιός φίλος και συνεργάτης του πατέρα μου, που τον είχαμε χάσει το ’68, και με την έγνοια μιας φροντίδας για τον γιο τού φίλου του που έδειχνε να ρέπει προς την τέχνη, ζωγραφική, τότε, και φωτογραφία ταυτόχρονα, με πήρε από το χέρι να με μυήσει στο έργο που ήδη επιτελούσε η Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος. Και φυσικά στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ψυχή της. Ο πολιτισμός, η λογοτεχνία, οι τέχνες, χωρίς να είναι ανύπαρκτες στη Θεσσαλονίκη, εκείνες τις μεταπολεμικές και «ημι-αναπτυξιακές» δεκαετίες βρίσκονταν σε επίπεδα πόρρω απέχοντα από τα αντίστοιχα των τελευταίων χρόνων και κατά πολύ επίσης από εκείνα χωρών της Δύσης στην οποία «ανήκομεν». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ακόμη και από μόνος του, αποτελούσε έναν από τους μετρημένους «φάρους» πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Η επίσκεψη ήταν κάτι σαν φόρος τιμής. Η ποιητική πλευρά του Ντίνου έμεινε για λίγο αργότερα, καθώς η άγνοιά μου στην ποίηση ήταν σχεδόν απαγορευτική. Ήμουν στα μέσα των σπουδών Αρχιτεκτονικής στο Μονπελλιέ, έμεναν ακόμη χρόνια μέχρι το ’77 που τέλειωσα. Εξοικειωνόμουν με την τέχνη άναρχα, βλέποντας ζωγραφική σε γκαλερί της Γαλλίας, ή μέσα από συζητήσεις με φίλους φοιτητές της Καλών Τεχνών που κατά τα λοιπά μόλις που καταδέχονταν να δουν αυτά που εμείς οι «αρχιτέκτονες» μουτζουρώναμε. Τα σχέδια και οι ζωγραφικές μου δεν υπηρετούσαν ακόμη μια γραφή, μια πορεία. Ο Ντίνος δέχτηκε ωστόσο, με αίσθηση καθήκοντος, να ’ρθει στο σπίτι να δει αυτά που έκανα. Τον υποδέχθηκα με δέος, ήμουν σχεδόν 23, ήταν 44. Και ήταν ήδη «θεσμός». Είδε και τα σχέδια, είδε και τις φωτογραφίες. Με κατακεραύνωσε. «Είσαι πολύ μεγάλος πια για να μπορέσεις να βρεις τον δρόμο σου, αυτά που κάνεις είναι πολύ ανώριμα, δεν νομίζω πως θα καταφέρεις τίποτα, ...μμμ... αυτή η φωτογραφία κάτι λέει, τον αναγνωρίζω αυτόν» (ήταν το πορτραίτο ενός έμπορου μουσικών οργάνων στην Αγίου Δημητρίου), «με κυνηγούσε όταν ήμουν μικρός να μου βάλει χέρι· νά ’ρχεσαι όμως στη Διαγώνιο να βλέπεις τις εκθέσεις, κάτι θα μάθεις από αυτούς που εκθέτουν εκεί». Έφυγε. Και έμεινα με μια γεύση που κουβάλησα χρόνια. Ακολούθησα όμως τη συμβουλή του, πήγαινα στις εκθέσεις της Διαγωνίου κάθε φορά που επέστρεφα από τη Γαλλία και έτσι διατήρησα την επαφή, από την οποία αποκόμιζα κυρίως τη σκέψη του. Εξοικειώθηκα σιγά σιγά με την κακότητα των σχολίων του προς κάθε κατεύθυνση αλλά και με την ποιότητα του έργου του και τη στάση ζωής του. Οι αξίες του Ντίνου, όπως τις αποκρυπτογραφούσα σταδιακά μέσα από την αντιφατικότητα των συμπεριφορών του, συγκροτούσαν μέσα μου ένα σύστημα που μου επέτρεψε να παίρνω από εκείνον ό,τι κατόρθωνα να κοσκινίσω ως σημαίνον. Και, στη μακρά σχέση μας, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν έπαψα ποτέ να του απευθύνομαι στον πληθυντικό, οικοδομήθηκε, τολμώ να πω, μια φιλία και μια αμοιβαία εκτίμηση θεμελιακή πια για μένα, χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να τον αναγορεύσω σε «μέντορα». Η ποίηση του Χριστιανόπουλου ίσως να είναι η μόνη που διάβασα κάπως περισσότερο από άλλες. Η αμεσότητα του λόγου του και η οικονομία των νοημάτων του αλλά και το δικό μου προνόμιο να γνωρίζω καλά το πρόσωπο και την ψυχοσύνθεσή του, με διευκόλυναν να συγκρατήσω την ουσία και να της επιτρέψω να ενσταλαχθεί. Κατόρθωσα να παραβλέπω κατά τα λοιπά, ή να μην προσμετρώ, συστατικά ενός βίου όπως η αναπόφευκτη περιστοίχισή του από περιστασιακούς δορυφόρους αμφίβολης ποιότητας και φιλοδοξίας, να συγκρατώ αντιθέτως ό,τι η εμμονή του για τις κεντρικές αξίες ήταν σε θέση να αναδεικνύει. Όταν, μετά τις σπουδές μου στη Γαλλία, το ’78, έκανα την πρώτη μου έκθεση φωτογραφίας, ο Ντίνος την επισκέφθηκε, την μελέτησε. Μου ζήτησε από τότε να συμμετέχω στις ομαδικές της Μικρής Πινακοθήκης. Δεν σταμάτησα παρά μόνον όταν την έκλεισε, μένοντας πιστός συνεργάτης και με ζωγραφική και με φωτογραφία, κατά καιρούς και με καμιά μετάφραση στο περιοδικό Διαγώνιος. Έχω δε στη συλλογή μου το σύνολο των τετρακοσίων μικρών δισέλιδων προγραμμάτων όλων των εκθέσεων της Πινακοθήκης. Αρκετές επίσης φωτογραφίες που κατά καιρούς απεικονίζουν τον Ντίνο, μόνο ή με παρέα. Αλλά και ποικίλα ανέκδοτα «επεισόδια» στη μνήμη, ψηφίδες μιας προσωπικότητας που εξακολουθεί να αφήνει ανεξίτηλο το ίχνος της στους περί αυτήν και στον πολιτισμό της χώρας.
Η εποχή των ισχνών αγελάδων / Época de las vacas flacas
Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης
(1931-2020), γνωστός ως Ντίνος Χριστιανόπουλος, γεννήθηκε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του, ο Αναστάσης Δημητριάδης και η Φανή Αποστολίδου, μετανάστες ελληνικής καταγωγής οι οποίοι προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκαν το 1924 στη Θεσσαλονίκη λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το 1954 ολοκλήρωσε της σπουδές του στην Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Από το 1957 έως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκονόμος, επιμελητής εκδόσεων και ιδιοκτήτης γκαλερί. Το 1958 ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Διαγώνιος (ως το 1983, με μικρές διακοπές «αγρανάπαυσης» στην κυκλοφορία του), καθώς και τις Εκδόσεις Διαγώνιος (1957-1988), και τη Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος (1974-1995). Εκτός από ποιητής, υπήρξε εκδότης, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, αφηγητής, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής και συνθέτης. Το 1998 δημιούργησε το λαϊκό μουσικό συγκρότημα «Η παρέα του Τσιτσάνη», της τιμήν του θρυλικού Βασίλη Τσιστάνη, τον οποίο ο συγγραφέας θεωρούσε ως τον σπουδαιότερο εκπρόσωπο της ρεμπέτικης μουσικής, ένα από τα (πολλά) πάθη του Χριστιανόπουλου.
Η Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) βιβλίο που θεωρήθηκε, αν όχι το καλύτερο, ένα από τα καλύτερά του (με προφανείς επιρροές από τον Καβάφη και τον Έλιοτ), εκτός του ότι αποτελεί επιβεβαίωση-εξομολόγηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, εν έτει 1950 και σε ηλικία 19 ετών, καταδεικνύει ήδη την κριτική, άμεση, κάπως σαρκαστική (και αυτοσαρκαστική) αίσθηση που τον χαρακτήριζε.
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται μεταφρασμένα εδώ στα ισπανικά είναι αποτέλεσμα της διπλωματικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε το 2019, με τίτλο Amor e Inmediatez en la obra poética de Dinos Jristianópulos, από τη Flor de María Nochebuena Santander, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου όπου, μεταφράστηκε ολόκληρη η συλλογή, στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
Κύριε, μην απορείς για την τόση μου πίστη· η αγάπη μου υπαγορεύει την πίστη, Δε σε παρακαλώ για τον Νικήτα ούτε για το Χαρίλαο μήτε για τον Νικόλαο που δεν πρόφτασε να βαρεθεί τις προσευχές· τον Αντώνιο κάνε καλά, τον Αντώνιο. Όταν ήταν μικρός και ελεύθερος, ασχολούνταν κι αυτός με τα γράμματα και τις τέχνες
ήταν κάτοχος της αρχαίας ελληνικής και του άρεσε να παίζει ακορντεόν. Όμως, τώρα είναι δούλος μου – μη ρωτάς πως. Έχω εξουσίαν επάνω του του δεσμείν και του λύειν. Μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω μπορώ ακόμα και να τον λευτερώσω, αν και μου είναι οδυνηρό· εξάλλου, εργάζεται αποδοτικά με τη μεγάλη του ρώμη. Γι’ αυτούς, Κύριε, τους λόγους και για άλλους πολλούς κάνε καλά τον Αντώνιο, το δούλο του δούλου σου. Αν παραστεί ανάγκη, μπορεί να γίνω και χριστιανός. Όμως, καν ’τον καλά, μόν’ αυτό σου ζητώ, τίποτ’ άλλο. Θα ’ταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω.
CENTURIÓN CORNELIO
Señor, no te extrañe mi exceso de fe; el amor me inspira la fe, No te pido por Nikitas, tampoco por Jarilaos, ni por Nicolaos, que no le dio tiempo de cansarse de rezar; a Antonios sana, a Antonios. Cuando era pequeño y libre, se dedicaba también a las letras y a las artes; dominaba el griego antiguo y le gustaba tocar el acordeón. Pero ahora es mi esclavo –no preguntes cómo. Tengo autoridad sobre él de atarlo o desatarlo. Puedo hacer de él lo que yo quiera puedo incluso soltarlo, aunque me es doloroso; además, trabaja eficientemente con su gran fuerza. Por estas razones, Señor, y por muchas otras sana a Antonio, al esclavo de tu esclavo. Si se considera necesario, puedo convertirme en cristiano. Pero sánalo, es lo único que te pido, nada más. Sería inmoral cualquier otra cosa que osara pedirte.
———————————— ¤ ————————————
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα ταχτική στα κηρύγματά του· πούλησα και ένα κτηματάκι της θείας μου για να τον ακολουθήσω. Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου, στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι, στους τελώνες· κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι. Κι όμως, μέσα σ ’αυτά, δε ξεχνούσα τα μάτια του. Μήνες για χάρη του έτρεχα από το Ναό στο λιμάνι κι από την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση. Για ένα βάζο αλάβαστρου δεν φτάνουν οι οικονομίες μου. Κι όμως, πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα. Μ’ αυτό το μύρο θα αλείψω τα πόδια του, Μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του, Μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια και άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια, ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο. Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα ‘ναι για την αγάπη του· κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα’ ναι η αγάπη του που θα με εμπνέει. Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι αγάπησαν πολύ.
MAGDALENA
Lo reconocí en cuanto lo vi, yo era asidua a sus sermones; hasta vendí un terrenito de mi tía para seguirlo. Pero cuando ya me lo había gastado todo, decidí también vender mi cuerpo; al principio a los hombres de las caravanas, después a los recaudadores de impuestos. Me acosté con rudos romanos y los fariseos tampoco me son desconocidos. Pero, con todo ello, no he olvidado sus ojos. Por él, durante meses he corrido del Templo al puerto y de la ciudad al Monte de Piedad.
Señor esenciero, por favor, hágame un pequeño descuento, No me alcanzan mis ahorros para un frasco de alabastro. Sin embargo, tengo que obtener esta esencia de cuarenta aromas. Con esta mirra voy a ungir sus pies, con este cabello voy a secar sus pies, con estos labios, sus exquisitos e inmaculados pies voy a besar.
Sé que esta mirra es mucho para el arrepentimiento, sin embargo, poco para el amor. Y si un día me convierto al cristianismo, será por su amor; y si muero por Él, será su amor el que me inspirará. Porque, señor, el amor me enciende la fe y el amor, el arrepentimiento y quizá así mi nombre permanezca para la eternidad como símbolo de aquellos que se salvaron y de tanto amar se redimieron.
———————————— ¤ ————————————
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΥΠΕΡ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ
Άνδρες Αθηναίοι, τι μας κοιτάτε με περιέργεια; Αυτός είναι ο πατέρας μου, ο Οιδίποδος, που κάποτε ήταν βασιλιάς τρανός και τώρα γυρνάει στην αγορά σαν πληγωμένος από τη μοίρα, κουρελιάρης και τυφλός, παίζοντας με το χαλασμένο του οργανάκι.
Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας προσθέτει στην καρδιά μας μια ραγισματιά. Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν απ’ της δικής σας φαντασίας τις προσθήκες. Αφήστε μας, ως πότε θα μας σέρνετε εδώ και κει, σαν γύφτο με αρκούδα– κι οι τραγωδοί να μας ανεβάζουν στα θέατρα, να μας πολιορκούν για λεπτομέρειες και να ρωτούν πώς γίνηκε αυτό, πώς δεν κατάφερε το χτύπημα να αποφύγει.
Άνδρες Αθηναίοι, δε σας φτάνει που ο πατέρας μου υπήρξε ποιητής, ο πρώτος του συμβολισμού εισηγητής, που με το επίγραμμα «Απάντηση στη Σφίγγα» έσωσε τη ζωή πολλών σας – χώρια η αισθητική απόλαυση· γιατί στον ιδιωτικό του βίο εισδύετε και ψάχνετε οιδιπόδεια συμπλέγματα, άνομους έρωτες και ηδονές που απαγορεύει η τρεχάμενη ηθική;
Σας έφτανε η «Απάντηση στη Σφίγγα». Τ’ άλλα ας τ’ αφήνατε στο μισοσκόταδο. Στο κάτω κάτω, το κανε εν αγνοία του ενώ εσείς το κάνετε εν πλήρει γνώσει.
ANTÍGONA A FAVOR DE EDIPO
Hombres atenienses, ¿por qué nos miráis con curiosidad? Este es mi padre, Edipo, que otrora fuera rey poderoso y ahora anda en el mercado como herido por el sino, andrajoso y ciego, tocando con su roto organillo.
Hombres atenienses, cada óbolo vuestro agrega a nuestro corazón una fisura. Sobre los secretos de nuestra Casa Real pesan los inventos de vuestra fantasía. Dejadnos, ¿hasta cuándo nos vais a arrastrar de aquí para allá, como gitano con oso- y los autores líricos que nos ponen en escena, nos van a asediar por detalles y a preguntar cómo sucedió eso, por qué no pudo él evitar el golpe?
Hombres atenienses, no os basta con que mi padre fuera poeta, el primer ponente del simbolismo, que con el epigrama «Respuesta a la Esfinge» salvó la vida de muchos de vosotros –aparte del goce estético; ¿por qué invadís su vida íntima y buscáis complejos de Edipo, amores ilícitos y placeres que prohíbe la moral en curso?
Os bastaba con la «Respuesta a la Esfinge». Lo demás haberlo dejado en la penumbra. Al fin y al cabo, él lo hizo sin saberlo en cambio vosotros lo hacéis con pleno conocimiento.
———————————— ¤ ————————————
ΙΘΑΚH
Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια η από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου, τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη με τα χριστιανικά της σωματεία και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση· ήταν ημίμετρο.
Και από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο αποχτώντας πληγές και εμπειρίες. Οι φίλοι που αγάπησα έχουν πια χαθεί κι έμεινα μόνος, τρέμοντας μήπως με δει κανένας που κάποτε του μίλησα για ιδανικά …
Τώρα επιστρέφω με μίαν ύστατη προσπάθεια να φανώ άξιος, ακέραιος, επιστρέφω κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει στους κόλπους του μίαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω, που με κρατάει πάντα μακριά· μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;
ÍTACA
No sé si me fui por prudencia o por necesidad de huir de mí mismo, la limitada e ingrata Ítaca con sus asociaciones cristianas y su asfixiante moral.
En todo caso, no fue un alivio; fue una solución a medias.
Y desde entonces me revuelco de calle en calle obteniendo heridas y experiencias. Mis queridos amigos ya se han ido y me he quedado solo, temblando por si me ve alguien a quien otrora le hable de ilusiones …
Ahora regreso en un último intento de parecer digno, integro, regreso y soy, Dios mío, como el hijo pródigo que deja la vagancia, amargado, y vuelve al bondadoso padre, para vivir un libertinaje íntimo en el seno del hogar.
Llevo dentro de mí a Poseidón, que me mantiene siempre lejos; mas aunque pudiera acercarme ¿Ítaca me daría la solución?
———————————— ¤ ————————————
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Το σπίτι ήταν μονόπατο, με κήπο, και το δωμάτιο ζεστό· το ραδιόφωνο έπαιζε μια γλυκιά, απαλή μουσική, Ήπιαμε τσέρυ, μου 'δειξε φωτογραφίες. Ύστερα, βλέποντας τα λασπωμένα μου άρβυλα και την τσαλακωμένη μου στολή, «Σεις είστε χάλια», μου είπε, «επιτρέψτε μου να σας περιποιηθώ». Πήρε την χλαίνη και μου την ξελέκιασε μ’ ένα πανί και λίγη βενζίνα· πήρε τα ρούχα και μου τα σιδέρωσε με το μικρό ηλεκτρικό του σίδερο· πήρε τα άρβυλα και τα ’βάψε με προσοχή. Και εγώ τον κοίταζα με τι λεπτότητα ταχτοποιούσε το χιτώνιό μου, με τι φροντίδα μου καθάριζε τα ντοκ. Δεν του 'πα ευχαριστώ, μόνο τον ρώτησα σαν έφτασε η στιγμή, κοφτά: «Τι δίνεις;» Δαγκάθηκε· με κέρασε ακόμη μια φορά κι ύστερα μου άνοιξε διακριτικά την πόρτα.
Η άρνηση είναι το χειρότερο, σκέφτηκα τότε.
INCIDENTE EN ATENAS
La casa tenía un solo piso, con jardín y habitación acogedora; en la radio se oía una música dulce, suave. Bebimos vino de jerez, me enseñó fotografías. Luego, viendo mis botas enlodadas y mi uniforme arrugado, «Mire cómo está usted», me dijo, «permítame que lo atienda». Tomó mi gabán y le quitó las manchas con un paño y un poco de gasolina; tomó la ropa y me la planchó con su pequeña plancha eléctrica; tomó las botas y las pintó con esmero. Y yo lo miraba: con qué delicadeza arreglaba mi guerrera, con qué cuidado me limpiaba las hebillas. No le agradecí, y llegado el momento, bruscamente le pregunté: «¿Qué das?» Él se mordió los labios; me sirvió una vez más y luego discretamente me abrió la puerta.
El rechazo es lo peor, pensé entonces.
Περί Καβάφη
Χειρόγραφο κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου γραμμένο για το αφιέρωμα του Χάρτη στον Καβάφη (τεύχος 5/6, Απρίλιος 1983) όπου και δημοσιεύτηκε. Παρ' όλο που, στο συνοδευτικό σημείωμα, ο ίδιος το χαρακτηρίζει «ποίημα», το περιέλαβε στον τόμο Δοκίμια («Με τέχνη και με πάθος») με τίτλο «Ο Καβάφης καλπάζει» [1971, 1983] και με αρκετές αλλαγές.
Ήμουν και εγώ μια ακροάτρια στο κοινό του Megaron Plus και είχα την τύχη και την τιμή να ακούσω να μου διαβάζετε την ποίησή σας. Δυστυχώς κυνικές μου υποχρεώσεις με εμπόδισαν να είμαι στην κυρίως αίθουσα και είχα τον αριθμό 73 στην παρακείμενη αίθουσα. Σας έβλεπα χάρις στη τεχνολογία πάνω σε μια μεγάλη οθόνη. Με τα κατάλληλα σκηνοθετικά ζουμαρίσματα, άλλοτε είσαστε μια μικρή καφετιά φιγούρα χαμένη στην οθόνη και άλλοτε ένα μεγάλο πρόσωπο με ένα εξαιρετικά ωραίο και περιποιημένο μουστάκι και ένα καφέ γελεκάκι. Το βελουτέ μελιτζανί σακάκι του παρουσιαστή ήταν ότι έπρεπε, ένδυμα καθηγητή-ποιητή, όχι μαύρο για το επίσημο της περιπτώσεως αλλά ένα σοφιστικέ κουλτουρέ χρώμα ανάλογο για την εκδήλωση. Τον έχω δει να φορά αυτό το ίδιο ένδυμα και άλλες φορές. Συμφωνώ μαζί σας, ότι τα ποιήματα πρέπει να τα διαβάζουμε στο κρεβάτι μας με το φως του πορτατίφ μας. Το ιδανικό βέβαια θα ήταν ο ίδιος ο ποιητής να μας διάβαζε τα ποιήματά του, να μας έσβηνε το φως και μετά να μας σκέπαζε με την κουβέρτα μας. Αλλά όπως καταλαβαίνετε αυτό δεν γίνεται. Το εφικτότερο είναι να ακούμε τον ποιητή να μας διαβάζει τα ποιήματά του μέσα σε ένα κοινό χιλίων τόσων ακροατών. Έχω να κάνω μια παρατήρηση που ίσως να είναι και λανθασμένη. Θα σας την πω. Όταν ακούω στην ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ποιητές να διαβάζουν τα ποιήματά τους, ακούγονται σα να τα διαβάζουν κάπως πιο αργά, 1/8 του μέτρου αργότερα, από τους ηθοποιούς ή άλλους αναγνώστες των ποιημάτων. Είμαι μουσικώς αγράμματη και φάλτσα και δεν τραγουδώ όπως εσείς για να βάλω το χέρι μου στην φωτιά και να υποστηρίξω τη θεωρία μου. Ήθελα να ακούσω τον τόνο της φωνής σας και να τόν συνδέσω με την ποίησή σας. Και τα κατάφερα. Τώρα θα σας εξομολογηθώ κάτι, ένεκα η λαχτάρα και το τρεχαλητό μου να βρω μια θέση, ένεκα που τα παπούτσια μου με στένευαν, ίσως και το σύνδρομο–διαβάζουμε–ποίηση –στο–κρεβάτι–μας–με–το–φως–του–πορτατίφ, νομίζω ότι κάπου με έπιασε και ένας μικρός υπνάκος, και αυτό που άκουσα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήταν ο τόνος και ρυθμός της φωνής σας όταν διαβάζατε και όταν μιλούσατε για τα ποιήματά σας να είναι ο ίδιος. Το ποίημα είστε εσείς και εσείς το ποίημα; Τι σημαίνει αυτό; Τίποτε το σημαντικό. Είναι μια παρατήρήσή μου. Τα ποιήματα που διαλέξατε ήταν πολύ αντιπροσωπευτικά του έργου σας, θα προτιμούσα να είχατε περισσότερα από τη συλλογή σας Η Εποχή των Ισχών Αγελάδων γιατί είναι και η πρώτη που διάβασα και η πιο αγαπημένη μου. Καινούργια αγάπη πιάνεται παλιά δε λησμονιέται. Ίσως ωραία θα ήταν αν διαβάζατε κάποιο πεζό σας. Αλλά ήταν βραδιά ποίησης και, τι να κάνουμε, ποιήματα ακούσαμε.
Για τις ερωτήσεις, τι να πω; Το 90% ήταν επιεικώς βλακώδεις αλλά και εσείς μού φανήκατε λίγο επιθετικός. Θα μού πείτε τι να κάνω ήμουν με τη πλάτη στον τοίχο πιο κυριολεκτικά φάτσα μούρη με τόσα πρόσωπα πως να αμυνθώ στη βλακεία. Σωστά. Θα συμφωνήσω με την απάντησή σας για τον καθηγητή Θεσσαλονίκης Μουρέλο (δεν ξέρω αν είναι μακαρίτης και συχωρεμένος εν έτει 2007) και την αισθητική. Στην εφηβική μου ηλικία όταν πήγαινα σε πάρτι, στην Αθήνα και οι χορευτικοί μου σύντροφοι με ρωτούσαν «τί θέλεις να σπουδάσεις» η απάντησή μου ήταν Αισθητική και Ιστορία της Τέχνης. Αυτό εξηγεί την εφηβική μου ακμή. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι ήθελα να γίνω κομμώτρια δερματολόγος και εγώ τα έβαζα στα πόδια και βέβαια την μεγάλη μου απογοήτευσή όταν στη Θεσσαλονίκη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής παρακολούθησα μαθήματα του Μουρέλου και δε κατάλαβα Χριστό. Αλλά αυτές είναι μικρές προσωπικές ιστορίες και δε μπορούμε να απαιτούμε από το πλατύ κοινό να τις καταλαβαίνει. Θα διαφωνήσω με μόνο μια σας απάντηση, παρ’ ότι κατάλαβα τι θέλατε να πείτε, για τους λαϊκούς ανθρώπους και τον ταξιτζή. Είστε τυχερός γιατί κανένας «λαϊκός» ταξιτζής δεν σας έχει ταλαιπωρήσει στην Αθήνα, βρείτε, σας παρακαλώ, κάποιο άλλο επάγγελμα για παράδειγμα λαϊκότητας, όχι ταξιτζήδες – ειδικά της Αθήνας. Αν δε με είχατε κατατρομοκρατήσει με την αρχική σας δήλωση για το ότι θα απαντούσατε μόνο σε ερωτήσεις που δεν είναι βλακώδεις, και αν είμασταν στην ίδια αίθουσα, ίσως να έβρισκα το θάρρος και να σας ρωτούσα, και δεν ξέρω πόσο βλακώδης είναι η ερώτησή μου: μετά τη συνομιλία σας με την ποίηση του Καβάφη, τα μικρά σας ποιήματα, τα πεζά σας ποιήματα, την ενασχόλησή σας με το λαϊκό τραγούδι τώρα με τι ασχολείστε; Τι γράφετε και αν; Να σας ευχαριστήσω ξανά για τον κόπο που κάνατε να έρθετε στην Αθήνα και να μας διαβάσετε τα ποιήματά σας και την ανοχή που δείξατε στην αθηναϊκή βλακεία. Τώρα κατάλαβα τον φόβο του κοινού μας φίλου Πάνου Πίστα όταν ετοίμαζε τον τόμο Όσο κρατάει η Ανάγνωση για το αν θα σας άρεζε η εκδοτική παρουσία του βιβλίου. Κοκοροϋπερηφανεύομαι ότι ο πίνακας περιεχομένων του αφιερωματικού τόμου για την Αντωνία περιλαμβάνει μαζί με το δικό σας όνομα και το δικό μου.
Με ευχαριστίες,
Μ.Κ.-Ι.
[ Νοέμβρης 2007 ]
Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και την «Διαγώνιο» (Ιστορίες και παρενθέσεις)
Πότε είδα για πρώτη φορά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο; Η ημερομηνία είναι καταγεγραμμένη: 29 Μαίου 1958. Μαθητής στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, στο Κολλέγιο Ανατόλια. Ο Λογοτεχνικός όμιλος, με υπεύθυνο τον καθηγητή Χρήστο Φράγκο, προσκάλεσε τον Χριστιανόπουλο να μιλήσει για τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Ο Νίκος Χουρμουζιάδης, που ήταν φίλος του, μετέφερε την πρόσκληση. Το 1958 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν εικοσιεπτά ετών και μόλις είχε ξεκινήσει την Διαγώνιο. Ανέβηκε στην θεατρική σκηνή της μεγάλης αίθουσας και μίλησε χωρίς σημειώσεις – κάτι που έκανε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι τις πρώτες λέξεις: «Μη σας φανεί παράξενη η φωνή μου, αυτή είναι, θα την συνηθίσετε». Πολύ λεπτή φωνή και με ιδιαίτερο τονισμό. Κάποιοι γέλασαν και σχολίασαν μεταξύ τους. Παρόλο που ανήκα στην πρώτη εθνική της σχολικής πλάκας, δεν γέλασα. Μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνεια και το θάρρος του. Και όχι μόνον αυτό. Ανέλαβα να γράψω ένα σημείωμα στο περιοδικό College News, τεύχoς 4, Ιούνιος 1958. (Παρένθεση: Ξεφυλλίζοντας το ίδιο τεύχος θυμήθηκα άλλη μία ημερομηνία: Jazz Assembly, 30 Απριλίου 1958. Το κουαρτέτο τζαζ της Έκτης εμφανίζεται στην ίδια αίθουσα. Έπαιξα ακορντεόν και μαζί με τον συμμαθητή μου Ξενοφώντα Αναστασίου μιλήσαμε για τα είδη της τζαζ). Λογοτεχνία και τζαζ θα έβρισκαν πολύ σύντομα στέγη στην Διαγώνιο, στο μικρό γραφείο της Στοάς Χρυσικοπούλου. Σ’ αυτό το σημείο να θυμίσω ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν ήταν αποκλειστικά υπέρ της παράδοσης, των ρεμπέτικων και του Τσιτσάνη, της ιστορίας της Θεσσαλονίκης κτλ. Μπορεί το πρώτο τεύχος να κυκλοφόρησε μόνο με δικά του κείμενα, αλλά ο ίδιος έγραψε ότι ελπίζει «η ατομική αυτή προσπάθεια γρήγορα να βρει ανταπόκριση, ώστε σιγά-σιγά να αποτελέσει τον πυρήνα ενός περιοδικού νέων». Η άποψή του η οποία με είχε ενθουσιάσει τότε, ήταν ότι «έχουμε δύο πρόσωπα: μας ενδιαφέρει και ερευνούμε την παράδοση αλλά είμαστε ανοιχτοί σε κάθε τι καινούργιο μέχρι και την πρωτοπορία». Αυτό φαίνεται εύκολα από τα περιεχόμενα του περιοδικού και από τον κατάλογο των εκδόσεων. Έτσι εξηγείται και η δική μου συμμετοχή.
Στη δεκαετία του ’70 η Διαγώνιος μεταφέρθηκε για δύο περίπου χρόνια στην οδό Στρατηγού Καλλάρη 3 σε ένα μεγάλο διαμέρισμα ώστε να λειτουργεί καλύτερα η «Πινακοθήκη» και να υπάρχει αποθηκευτικός χώρος. Από εκεί ξεκίνησε και το περιοδικό Τζαζ – η διεύθυνση της Θεσσαλονίκης ήταν αυτή τη Διαγωνίου. Δυστυχώς ο σεισμός του 1978 και οι οικονομικές συνθήκες σταμάτησαν το εγχείρημα. Επιστροφή στη Στοά Χρυσικοπούλου.
Στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, όχι μόνο έμαθα πώς βγαίνει ένα περιοδικό αλλά κρατούσα και το βιβλίο εσόδων και εξόδων της Διαγωνίου, κατέγραφα τους συνδρομητές, έκοβα αποδείξεις και βοηθούσα τον Ντίνο στο ταχυδρομείο – τα φάκελλα με το κορδονάκι. Φτάνουμε στην περίοδο της Χούντας. Τι θα κάνουμε; Η μία πλευρά υποστήριζε ότι πρέπει να σταματήσουν τα πάντα. Να μη γράφουμε και να μη δημοσιεύουμε. Η άλλη πλευρά έλεγε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία δεν πρέπει να σταματήσει. Ο Αναγνωστάκης και άλλοι υπέρ της πρώτης, ο Χριστιανόπουλος υπέρ της δεύτερης. Η Διαγώνιος συνέχισε την πορεία της. Έπρεπε όμως πριν κυκλοφορήσει η έκδοση να εγκριθεί από το γραφείο λογοκρισίας το οποίο ήταν στο ισόγειο της Στρατιωτικής Λέσχης Θεσσαλονίκης. Παραδίδαμε τα δοκίμια μετά φόβου ψυχής, λαχανιασμένοι και μετά από λίγες μέρες περνούσαμε για να μάθουμε τα νέα. Σταδιακά η όλη διαδικασία τυποποιήθηκε και έτσι ορισμένες φορές πήγαινα μόνος μου να τα ζητήσω με φανερή αγωνία. Είναι η ίδια περίοδος που στην αίθουσα εκδηλώσεων της «Τέχνης», Κομνηνών 4, είχα οργανώσει την «Λέσχη τζαζ» (με αφίσα πολλαπλών χρήσεων του Δημήτρη Καλοκύρη) και σε κάθε συνάντηση, ομιλία, πρόβα, παρευρισκόταν ένας … υποτίθεται μυστικός. Ο οποίος απλώς άκουγε αυτές τις περίεργες μουσικές και τα ονόματα κοιτώντας το ρολόι του. Στο τέλος έφτασε να μας παρακαλεί να τελειώνουμε για να γυρίσει στη γυναίκα του. (Άλλη παρένθεση: Λίγα χρόνια μετά την Χούντα πήγαινα και πάλι στο ίδιο κτήριο, στο διπλανό γραφείο για να προμηθευτώ τα φάρμακα του πατέρα μου. Η αγωνία ήταν παρόμοια.)
[ Άλλοτε αλλα ]
Αιφνίδια αναγνωστική περιπέτεια μεσούντος του θέρους και του κορωνοϊού ή σχετικά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Στις αρχές αρχές αυτού του Ιουλίου βρέθηκα για λίγες μέρες στο Πευκοχώρι της Χαλκιδικής, πρώην Καψόχωρα. Ερημιά ή νέκρα σχεδόν παντού, το μικρό ξενοδοχείο σχεδόν άδειο εκτός από έναν καλόκαρδο και πανευτυχή κύριο από το Βελιγράδι. Βγήκα για μια μικρή βόλτα και βλέπω μπροστά στο απέναντι φυσικοθεραπευτήριο μία παρκαρισμένη άτσαλα Lamborghini σα μαύρη αιχμή δόρατος έτοιμη να εκτοξευθεί στο ουρανό. Πραγματικό έργο τέχνης. Τρέχω να πω στον ξενοδόχο «ελάτε, ελάτε να δείτε» και μου λέει «μα τι λέτε κύριε, εδώ τα μοντέλα τα βλέπουμε προτού καν εκτεθούν στις εκθέσεις αυτοκινήτων της Ευρώπης». Δεν είχαμε προχωρήσει ακόμη στους ενικούς. Κατά τα άλλα σπίτια και δρόμοι όπως παντού στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες… Είχα πάρει λοιπόν μαζί μου αυτόν τον τόμο της καθηγήτριας του ΑΠΘ Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μία εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία, 2004-2012, εκδόσεις Ιανός –έναν τόμο που φθάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες– παρόλο που κι εμένα σ’αυτόν με παίρνουν τα σκάγια, όπως ήδη με είχαν ενημερώσει. Σχεδόν τον τελείωσα εκεί. Γνωρίζω όλες τις διαμαρτυρίες κ.λπ. που ακολούθησαν. Είναι όλες κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένες απόλυτα. Τελικά όμως θα μείνει ο τόμος και όλα θα τα κρίνει ο καιρός. Και χαρά στο κουράγιο της Σταυρακοπούλου για όλη της τη δουλειά, για τις απομαγνητοφωνήσεις και την εν γένει επιμέλεια του τόμου. Καλό θα ήταν πάντως σε πιθανή επανέκδοσή του να δημοσιευθούν κανονικά ως παραρτήματα οι –εμβόλιμες τώρα– εξηγήσεις της επιμελήτριας, το σύνολο των ενυπόγραφων διαμαρτυριών, αλλά και ένας πλήρες ευρετήριο ανθρώπων της τέχνης κ.λπ. για την διευκόλυνση των όποιων μελλοντικών μελετητών: ιστορικών και θεωρητικών της λογοτεχνίας, αλλά και κοινωνικών ανθρωπολόγων που ενδιαφέρονται για θέματα λογοτεχνίας. Ένας σωστός εντοπισμός και μία με επιστημονικά κριτήρια εξέταση ζητημάτων που θίγονται στον τόμο, πλαδαρά βέβαια και εκνευριστικά επαναλαμβανόμενα, θα ανανέωνε την κατανόηση τής συμπεριφοράς μίας κλειστής σχετικά κοινωνίας ανθρώπων της Τέχνης και βέβαια της εκτός ορίων, πολλές φορές, συμπεριφοράς του ίδιου του Χριστιανόπουλου. Μιάς κοινωνίας που ωστόσο ανταποκρίθηκε άμεσα στην επίδραση όλων των κινημάτων του εικοστού αιώνα και γέννησε μορφές τέχνης, με ετερογενείς απαρχές, πολύ υψηλού επιπέδου. Όμως οι σελίδες του τόμου δεν παύουν ούτε στιγμή να αποπνέουν έναν αλληλοσπαραγμό, μία μιζέρια, ένα φθόνο σε όλες του τις καθ’ ημάς εκδοχές, και βέβαια την συνεχή και αγχώδη προσπάθεια του Χριστιανόπουλου, πάντα με ύφος αδέκαστου ιεροκήρυκα ή μοναχού του Αγίου Όρους που ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη, να ενημερωθεί για τα πάντα, να ελέγξει τα πάντα, να στολίσει τους πάντες εκτός από όσους κρατάει πεισματικά σχεδόν στο απυρόβλητο (Αναγνωστάκη, Καρέλη, Πεντζίκη, Ασλάνογλου). Να πατρονάρει και να κριτικάρει τα πάντα, να φροντίσει από το πρωί ως το βράδυ για την υστεροφημία του, να επικοινωνήσει με απόλυτο επαγγελματισμό, οδηγούμενος αποκλειστικά από το ίδιο του το ένστικτο. Πάντως στα Εσώψυχα δεν περιλαμβάνονται ακραίες κάθε είδους δηλώσεις του παρελθόντος, π.χ, εκείνες για Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο κ.λπ.
Στο μεταξύ, και καθώς μου γεννήθηκε η ασυγκράτητη επιθυμία να γυρίσω μιά ώρα αρχύτερα για να δω τι διαθέτω από την μεγάλη πραμάτεια του, άρχισα να θυμάμαι διάφορα περιστατικά: Όταν έμενε στη Δημητρίου Πολιορκητού 20 (αναφέρεται εκτενώς στο βιβλίο του Θεσσαλονίκην οὗ
μ’ ἐθέσπισεν) τα σπίτια μας απείχαν σε ευθεία γραμμή λιγότερο από εκατό μέτρα. Η πρόσοψη του σπιτιού του που θα πρέπει να είναι του τέλους του 19ου αι., με σπάνιο σαχνισί, είχε βαφτεί επί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, το 1997, και φυσικά σε λίγο της έδωσαν και κατάλαβε οι ανεγκέφαλοι. Το είχε μία ηλικιωμένη κυρία η οποία θα πρέπει να δυσανασχετούσε με τις γάτες του. Τώρα είναι κατάκλειστο, ενώ την κυρία την είδα για τελευταία φορά πριν από αρκετά χρόνια. Χωρίς καν να έχουμε γνωριστεί και σε κατάσταση πανικού με πλησίασε και μου είπε: «Αχ, κύριέ μου, καρδιολόγος δεν είστε; Τι να κάνω δεν ξέρω, μόλις κατάλαβα ότι μου κλέψανε την σύνταξή μου, 400 ευρώ».
Το χειμώνα του 2002, ίσως και νωρίτερα, ο Χριστιανόπουλος, χωρίς προηγουμένως να έχουμε συστηθεί ή στοιχειωδώς γνωριστεί, με σταμάτησε δύο φορές στη γωνία Πολιορκητού και Άθωνος, νύχτα και με παγωνιά και άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα και για πολύ ώρα για άτομα που υπέθετε, ή μάλλον ήταν σίγουρος, ότι τα ήξερα. Ήταν τέτοιος ο καταιγισμός και το ξάφνιασμά μου που δεν θυμάμαι τώρα τίποτε απολύτως. Μιλούσε με το ίδιο ύφος του βιβλίου. Εκείνη την εποχή μου άφησε ένα μεγάλο μέρος από τα βιβλία του στην εξώπορτα του διαμερίσματός μου. Χύμα, χωρίς φακέλους! Τα βρήκα όλα γυρνώντας το μεσημέρι. Κάναμε και μία βόλτα για να τα πούμε, ξεκινώντας από τον αρχαϊκό ναό στην πλατεία Αντιγονιδών και καταλήγοντας στην Ολυμπιάδος, εκεί που μετακίνησαν στα πλάγια την τούρκικη βρύση με τη ρωμαϊκή ενεπίγραφη σαρκοφάγο / γούρνα, για να περάσει ο δρόμος. Εκεί μου είπε ξαφνικά ότι από τον Σεφέρη ξεχωρίζει την «Έγκωμη» και ότι «εσείς οι νεότεροι να μη γράφετε σαν Έζρα Πάουντ». Για την «Έγκωμη» του είπα «πράγματι είναι σα να συντελείται ένα θαύμα, να ’ναι καλά εκείνες οι γάμπες της εργάτριας της ανασκαφής». Για το άλλο απλώς αποσβολώθηκα. Τελευταία διαπιστώνω ότι ασχολήθηκαν με την «Έγκωμη» ο φίλος μου ο Κεχαγιόγλου και ο κλασικός αρχαιολόγος Πλάντζος, αλλά ακόμη δεν τα διάβασα. Ήταν σαφές ότι φρόντιζε την υστεροφημία του και να που το είχε πετύχει. Γυρνώντας, ύστερα από πολύ άγχος αν θα τα ξαναβρώ αν και ήταν κάπου καταχωνιασμένα, τα βρήκα όλα όσα διαθέτω –και είναι ουκ ολίγα–, αλλά και την διδακτορική διατριβή της καθηγήτριας Μαρίας Ιατρού (Η εποχή των ισχνών αγελάδων του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ανίχνευση διακειμενικών σχέσεων, Θεσσαλονίκη 1994), που μου την είχε στείλει ο αείμνηστος φίλος μου Δανιήλ Ιακώβ και το 1996 δημοσιεύτηκε κανονικά από τον Βάνια.
Τώρα, στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι δυνατότητες και η ενημέρωσή μου, θα ήθελα να κάνω μία σύντομη αποτίμηση του έργου του: Το πεζογραφικό του έργο –φαίνεται ότι από αυτό θα πρέπει να είναι ευρύτερα γνωστός, αλλά και από επεισοδιακές τηλεοπτικές συνεντεύξεις και από τις ανά το πανελλήνιον μουσικές εκδηλώσεις με το συγκρότημά του με έργα Τσιτσάνη– αποτελείται από μικρά διηγήματα αποκλειστικά (εκτός από ένα ραδιοφωνικό αφήγημα που αναφέρεται στη στρατιωτική του ζωή). Δεν προτείνουν βέβαια κάποια νέα άποψη για το λογοτεχνικό αυτό είδος, ούτε κάποιες νέες αφηγηματικές τεχνικές, ψυχολογικές εμβαθύνσεις, εσωτερικούς μονολόγους και τέτοια. Προτείνουν με ένα ακραίο ρεαλισμό και αναπαραστατική δεινότητα την αποτύπωση της σχέσης ενός ατόμου –με τη δική του ψυχοσύνθεση και ιδιαιτερότητα– με το μεταεμφυλιακό κοινωνικό σύνολο με όλες του τις παθογένειες. Οι διάφορες ιστορικές του μελέτες (π.χ. για το Διδυμότειχο, για τον αρχαϊκό ναό της Αντιγονιδών κ.λπ.), είναι ιδιαίτερα επιμελημένες, ενώ είναι εξαιρετικά πολύτιμες όσες αφορούν τις λογοτεχνικές απαρχές της Θεσσαλονίκης.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω δύο ολιγοσέλιδες μελέτες του που μου έχουν κάνει εξαιρετική εντύπωση: η μία αναφέρεται σε μία γενική αποτίμηση του έργου του Σικελιανού που δημοσίευσε σε ηλικία 19/20 χρονών στη «μαύρη» για πολλούς εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Νέα Αλήθεια το 1950 (αναδημοσιευμένη τώρα στο τεύχος 22 του περιοδικού Ποιητική, του φίλου μου Χάρη Βλαβιανού). Η άλλη, δημοσιευμένη στο (τετράτομο) τιμητικό έργο για τον Μουτσόπουλο, αναφέρεται στα ρεμπέτικα. Θεωρώ τις μεταφράσεις του των αρχαίων ελληνικών λυρικών ποιημάτων (Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 2, Παιανία, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1996) αριστουργηματικές, στο βαθμό που μπορώ να κρίνω, ιδιαίτερα εκείνες της Σαπφώς. Δυστυχώς είναι λίγες. Οι επιλογές, όλες ερωτικού περιεχομένου, προέρχονται καθώς φαίνεται ύστερα από ξεψάχνισμα δεκαετιών. Δεν παραθέτει τα πρωτότυπα κείμενα. Το ίδιο και οι επιλογές / διασκευές παραμυθιών (Παραμύθια, σπουδές λαϊκού λόγου, Γ΄ έκδοση, εκδ. Μπιλιέτο αρ. 32, 2001, Παιανία) χωρίς και πάλι να παραθέτει τα πρωτότυπα κείμενα που διασκευάζει.
Αλλά ας έρθουμε στο ποιητικό του έργο. Πριν μου αφήσει στην εξώπορτα, ανάμεσα στα άλλα, την συνολική έκδοση του 1998, Ποιήματα, 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1998, Εκδόσεις Διαγωνίου, στην οποία δεν περιέχονται το Η πιο βαθιά πληγή, και φυσικά το σχετικά πρόσφατο Παράξενο πού βρίσκει το κουράγιο και ανθίζει, Ποιήματα 2005-2010, Εκδόσεις Αιγαίον (Λευκωσία), 2011, είχα εκείνη την έκδοση της Διαγωνίου του 1974 που περιείχε τα ποιήματα από το 1949 ως το 1970. Το Η πιο βαθιά πληγή περιέχει λίγα πεζά που χαρακτηρίζονται ως ποιήματα με κάποιες πολιτικές και εθνικές θέσεις αφοπλιστικές, πρωτότυπες, αλλά και κάπως αφελείς. Η εποχή των ισχνών αγελάδων που είναι και η πρώτη του ποιητική συλλογή με άμεσες μοντερνιστικές επιρροές, αλλά και επιρροές από τον Καβάφη, σε περίπτωση που επανεκδοθεί θα χρειαζόταν οπωσδήποτε εκτενή σχόλια και η πηγή τους δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την περισπούδαστη και πρωτοποριακή για την εποχή της και όχι μόνο διατριβή της Ιατρού που αναφέραμε. Η πρωτοτυπία της Εποχής πιστεύω πως έγκειται στο γεγονός ότι οι αναφορές της είναι αποκλειστικά βιβλικές και όχι αρχαιοελληνικές, σε αντίθεση με τις γενικές κατευθύνσεις του διεθνούς μοντερνισμού. Είναι ποιήματα που –σωστά– δύσκολα θα τα προσέγγιζε το σύγχρονο κοινό. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής αποτελεί προανάκρουσμα της στροφής στην αποκλειστικά σχεδόν ερωτική ποίηση που θα ακολουθήσει, ποίηση που σαφώς είναι προσανατολισμένη στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση και στο επίγραμμα, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, ασύγκριτα πιο σπαρακτική, ωμή και απεγνωσμένη, ποίηση που προκαλεί το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού –πέφτω κάθε φορά από τα σύννεφα διαπιστώνοντάς συγκεκριμένα παραδείγματα–, αλλά και συνθετών όπως ο Χατζιδάκις. Σημαντικότερη από τον κύκλο αυτών των συλλογών θεωρώ Το κορμί και το σαράκι. Πιστεύω ότι ο πανδαμάτωρ ποιήματα από αυτήν τη συλλογή θα σεβαστεί. Τέλος, στην τελευταία του ολιγοσέλιδη συλλογή που εκδόθηκε στην Κύπρο, επανέρχεται σε μία ποικιλία θεμάτων τελείως ετερογενών, η αγωνία για την ολοκλήρωση των οποίων –όπως αυτό για τον Λαπαθιώτη– διατυπώνεται συνέχεια και δραματικά στα Εσώψυχα. Είναι ποιήματα / θεωρήματα που απαιτούν μακρά περίοδο για την ολοκλήρωσή τους.
Αυτά και εκείνα σκεφτόμουνα και ψιλοσημείωνα ως τις αρχές Αυγούστου. Στις 11 είδα ξαφνικά στο fb ότι έφυγε.