Τον γνώρισα ελάχιστα, όχι όμως περισσότερο από άλλους. Το αντίθετο θα έλεγα. Μια φορά στο Μόλυβο, καλοκαίρι ’82, όταν πήγα για δυο-τρεις μέρες στο σπίτι που νοίκιαζαν ο Πάνος Θεοδωρίδης και η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη. Πηγαίναμε στο καφενείο του κεντρικού δρόμου. Ένα βράδυ, πάλι αρχές δεκαετίας ’80, στο σπίτι του στην Αθήνα, στο Μετς, που πήγαμε με το Δημήτρη και την Ελένη Καλοκύρη και πίναμε ένα κόκκινο κρασί. Μια φορά, μάλλον άνοιξη του ’83, τον φιλοξένησα στο σπίτι μου για ένα βράδυ, σ’ ένα δρομάκι, την Περσέως, στην αρχή της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης, που νοίκιαζα τότε. Το μεσημέρι, με τη Σκοπετέα, είχαμε πιει κάτι τσιπουράκια στην αγορά Βλάλη. Τώρα δεν υπάρχουν και οι δυο. Την επομένη, ίσως επειδή έβλεπε ότι είμαστε πολύ στενάχωρα σε μένα, πήγε να μείνει στη Σκοπετέα, ανατολικά, στην οδό Αιγαίου. Στο μεταξύ βρήκε τρόπο να μου αφήσει ένα μπρούτζινο δισκάκι του, πτυχωτό γύρω γύρω, με γεωμετρικά σκαλίσματα μέσα, αντικείμενο που το συσχέτιζα αργότερα με το θρυλούμενο βιοπορισμό του ως χρυσοχόου. Ως καθαυτό χρυσοχόου ή ως κατασκευαστή κοσμημάτων η αντικειμένων από αυτά που βρίσκουμε στα τουριστικά μαγαζιά, δεν κατάλαβα ποτέ. Μακάρι να το ήξερα όταν τον γνώρισα, γιατί θα ανταλλάσσαμε τις εμπειρίες μας. Ούτε μου είχε πει τι ήρθε να κάνει στη Θεσσαλονίκη, ούτε θυμάμαι να ανταλλάξαμε καμιά κουβέντα, εκτός ίσως από ελάχιστα τετριμμένα.
Τώρα, που διάβασα ό,τι έγραψε και δεν έγραψε συνολικά, είδα βαθύτερες πνευματικές συγγένειες με τη Σκοπετέα, πιο πολύ το διαβρωτικό τους χιούμορ.
Το ότι ο Θεοφίλου έμοιαζε με κατενώπιον, αν θα ήταν δυνατόν, απόδοση εφήβου από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, το είχα δει αμέσως, το ξαναδιαπίστωσα όμως με την μόνιμα επαναλαμβανόμενη φωτογραφία στις ανατυπώσεις των βιβλίων του. Είναι το ίδιο ένθεος, λες και συντελείται μπροστά του κάποιο θαύμα, αλλά και λαϊκός και αιγαιοπελαγίτης. Ακόμα και σε τέτοια μνημεία όπως ο Παρθενώνας, παρεισφρύουν λαϊκές καταβολές τεχνιτών, λένε οι ειδικοί.
Ο Θεοφίλου καλλιέργησε όλα τα είδη του λόγου: το λιμπρέτο· το θέατρο, έστω δειγματοληπτικά και πάντα από την οπτική του παραλόγου (βλ. συλλογές κειμένων του)· το διήγημα (Ο Ερημόπολις και η καταδυόμενη Αφροδίτη, 1999)· κείμενα που προσωπικά θα τα χαρακτήριζα ανατρεπτικά εφ’ όλης της ύλης, δοκίμια για διάφορα θέματα (Ιστορίες του Καζαμία, Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, Εθιμοταξικόν)· το μυθιστόρημα (Με ταχύτητα ηλικίας, Οι λατρευτοί αποθηκάριοι). Ποιητική συλλογή δεν τύπωσε, αλλά, έχει κανείς την αίσθηση, εκτός από το ότι είναι καταρχήν ποιητής, ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να παρουσιάσει για τύπωμα, ας πούμε, μια σειρά ποιημάτων με αμφίβραχυ ή αναπαιστικό μέτρο και ομοιοκαταληξίες. Και είναι καταρχήν ποιητής γιατί σε οποιοδήποτε σχεδόν σημείο του έργου του να κοιτάξει κανείς ανακαλύπτει τεράστιες ακατέργαστες (;) μάζες από ποιητική ύλη, με την έννοια της καθαρής ποίησης, ενσωματωμένες επιδέξια στη ροή της όποιας αφήγησης. Οι μάζες αυτές περιδινίζονται τρελά αλλά ελεγχόμενα ανάμεσα σε λέξεις κλειδιά για τον Θεοφίλου, δηλαδή χρόνος, φως, θάλασσα και άλλες. Αυτή η κίνηση οφείλεται στην οργιαστική και ανατρεπτική φαντασία του που διαλύει τη φυσική τάξη των πραγμάτων, αποδιαρθρώνει και λοιδωρεί κάθε έννοια κράτους, εξουσίας, μικροαστικής επαρχιακής ζωής. Οι πρωταρχικές, σχεδόν προσωκρατικές, αυτές λέξεις κλειδιά, του ορίζουν λογοτεχνικούς χώρους που δεν έχουν καμία σχέση με Αθήνα, έχουν όμως άμεσα και μάλλον αποκλειστικά με το Μόλυβο, και βέβαια αυτό δεν αναφέρεται πουθενά. Διαφαίνεται συνέχεια.
Τα κείμενα-«δοκίμια» ή «άρθρα εγκυκλοπαίδειας» που εμφανίζονται, ίσως στην πιο ολοκληρωμένη τους μορφή, ήδη από το πρώτο του βιβλίο (π.χ. «Ιστορία της ζάχαρης», «Ονειροσκόπιο» στο Ιστορίες του Καζαμία ή τα κείμενά του Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω), έχουν, επιφανειακά, καθαρά λαϊκή ή μικροαστική καταγωγή (λαϊκά έντυπα, Καζαμίες) και είναι ανατρεπτικά λόγω της εμπλοκής καταρχήν του (κατά Σκαρίμπα;) παραλόγου και ίσως του υπερρεαλισμού και ταυτόχρονα νοσταλγικά και τρυφερά για ό,τι ανατρέπουν. Λίγο αργότερα, αυτού του είδους τα κείμενα, με συνειδητή πλέον χρήση του υπερρεαλισμού, αλλά και του λεγόμενου μαγικού ρεαλισμού, της προσωπικής εμπειρίας αλλά και της χαοτικής εγκυκλοπαιδικής γνώσης (Μπόρχες κυρίως) τα ανέπτυξε ο Καλοκύρης, αφού πρώτα διεύρυνε τις απαρχές και τις θεματικές τους.
Το λογοτεχνικό είδος αυτών των κειμένων του Θεοφίλου δεν είχε άμεσο πρόγονο ή παράλληλο. Είναι πρωτότυπο και έδειξε δρόμους.
(Χειμώνας 2006)