Το αυτοσχέδιο σπίτι

Σε αυτό το επεισόδιο της ζωής μου δεν ξέρω με τι βρέθηκα αντιμέτωπος, ούτε κι αν με απείλησε κάτι, μόνον έτσι μου φάνηκε. Ίσως όλα να ’ταν στο μυαλό μου, κι εσείς να με διαφωτίσετε.

—— ≈ ——

Ενα ταπεινό ισόγειο σπίτι στη βορειοδυτική ακρώρεια της Αθήνας. Η κατοικία μιας κοπέλας κατάμονης. Μαζί τους πέρασα τη χθεσινή μου νύχτα. Θυμάμαι πως μόλις ένα τετράγωνο πιο πάνω ξεκινούσαν βράχια και σκοτάδια: οι πρόποδες ενός βουνού όλο αποκαΐδια.

—— ≈ ——

Το στενό δεν είχε όνομα. Στα πέρατα της πόλης δεν φτάνει η οδοσήμανση· είναι τα σημεία όπου η πόλη εξασθενεί και ονομαστικώς ακόμη. Ίσα χωρούσε να περάσει ένα τρίκυκλο ή κάποιο πολύ στενό βανάκι, από κείνα που συναντάς στα οφιοειδή δρομάκια των νησιών.

—— ≈ ——

«Το σπίτι το ’φτιάξαν οι παππούδες μου με τα χέρια τους!», περηφανεύτηκε η νεαρά. Το σπίτι ήταν πράγματι φτιαγμένο εκ του προχείρου κι αυτοσχεδίως· αλλά δεν έμοιαζε διόλου κακοκαμωμένο ή ασταθές. Διέκρινα πάμπολλες επιδιορθώσεις, ερασιτεχνικές κι ανεπιτήδειες, πιθανότατα πατέντες φίλων ή μικροεπισκευές γνωστών. Αυτές πρόσδιδαν στην κατοικία μια ιδιότυπη αύρα μεταξύ συνεχούς κατασκευής και συνεχούς καταστροφής, λες και φτιαχνόταν ενόσω διαλυόταν. Όμως δεν τα πάω καλά με τα μερεμέτια για να κρίνω, τα χέρια μου δεν πιάνουν. Μπρος στον μόχθο του χειρώνακτα νιώθω δέος.

—— ≈ ——

Κισσός πυκνός απλωνόταν στην πέργκολα. Κάλυπτε τη μικρή αυλή σκιάζοντας την απόσταση από τη μαντεμένια καγκελόπορτα ως την προσφάτως τοποθετημένη αλουμινένια εξώθυρα του σπιτιού, η οποία ήταν άσχημη και ξένη, και φεγγοβολούσε. Ο ίσκιος του κισσού ήταν ελκυστικός σαν χαλί, αναρωτήθηκα μήπως σ’ αυτόν πατούσα κι όχι στην τσιμεντένια αυλή, νόμισα μάλιστα πως πατούσα τον κισσό παρόλο που βρισκόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου κι όχι κάτω από τα πόδια μου. Πώς αρπάζεσαι απ’ όποια φαντασία βρεις!

—— ≈ ——

Απ’ τους συνειρμούς λησμόνησα τη συνοδό μου. Κυρίως λησμόνησα πως πολύ συχνά τα σπίτια έρημων γυναικών είναι σπίτια πολύ διαταραγμένα. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι στα σπίτια των γυναικών που μένουν μόνες τα ταβάνια κι οι αντηρίδες, τα πατώματα κι οι τοίχοι αποκρίνονται στην παρουσία μου. Για παράδειγμα, ακουμπώ την κάσα ή το περβάζι κι αμέσως η θέρμη της κάσας ή η ψύχρα του παραθύρου μεταβάλλεται κατά τι. Άλλοτε πάλι, αδιόρατες αποκλίσεις των τοίχων και στραβές γωνίες τρέπονται κατ’ ελάχιστον προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά κι εντέλει προς εμένα, λες και με μυρίζουν ή με ψαύουν. Επίσης, μυρωδιές κλεισούρας ή παλιάς κουζίνας ελευθεριάζουν στο μυαλό μου δίχως την άδειά μου. Σπανιότερα –ευτυχώς– μνήμες καταφανώς ξένες παραβιάζουν τις δικές μου και τις περιεργάζονται εκ του σύνεγγυς με ύφος γιατρού ή κακόβουλου δικαστή. Τι θέλουν από μένα; Σε τέτοιες περιπτώσεις δυσφορώ με την αδιακρισία του σπιτιού κι ανταποδίδω την όχληση μετατοπίζοντας απότομα κάποιο έπιπλο. Ή αναζητώ ένα προφυλαγμένο σημείο όπου μοιάζω λιγότερο ευάλωτος, ας πούμε πηγαίνω στη βιβλιοθήκη κι αρπάζω ένα-δυο βιβλία κι αμέσως καμώνομαι πως δραπετεύω, πως βρίσκομαι κάπου άλλου.

—— ≈ ——

Θα ’λεγα πως πολύ συχνά έχω γίνει αυτόπτης μάρτυς αυτού του εξαιρετικού φυσικού φαινομένου, όπου τα σπίτια των έρημων γυναικών συμπάσχουν μαζί τους. Απ’ όσο γνωρίζω, το φαινόμενο διέλαθε της προσοχής πολεοδόμων, αρχιτεκτόνων και ψυχολόγων, αλλά και των ίδιων των σπιτιών, τα οποία ουδόλως αντιλαμβάνονται πως προδίδουν την κρυφή και περασμένη ζωή τους, μάλιστα την δείχνουν σ’ έναν άγνωστο, όπως κάποιες κοπέλες στο μετρό αφήνουν πότε πότε να φανούν τα βρακάκια τους. Είναι θέμα χρόνου η επιστήμη να μελετήσει κι αυτή την εκδοχή ακριτομυθίας, όπως τόσες άλλες, και να την εξηγήσει. Πόσο ψύχραιμα μπορώ και σκέφτομαι, ακόμα!

—— ≈ ——

Εχθές, όμως, το κακό παράγινε. Υποτίμησα το αυτοσχέδιο σπίτι, πιθανόν επειδή η ευτέλειά του βρισκόταν σε καταφανή αναντιστοιχία με την πολυμάθεια και τη διανοητική μου ρώμη, πράγμα που με έκανε αλαζόνα ως συνήθως. Κι εκείνο μου ανταπέδωσε τα ίσα.

—— ≈ ——

Μέσα στο σπίτι με τράβηξε πρώτη η αντανάκλασή μου σ’ έναν ψευδότοιχο από φτηνό κόντρα πλακέ. Λουστραρισμένος και στερημένος από οποιαδήποτε διακόσμηση έμοιαζε να ’χει μόλις τοποθετηθεί, αλλά θα μπορούσε να στέκει εκεί για δεκαετίες. Ο ψευδότοιχος είχε τη ζεστασιά της καλύβας, την ψυχρότητα του φέρετρου και τη φτήνια αμφοτέρων. Αυτός ήταν ο άξονας της μικρής οικίας. Χώριζε το καθιστικό σε δυο ακανόνιστα μέρη, τα οποία επικοινωνούσαν από μιαν ανοιχτή κάσα δίχως πόρτα. Την πέρασα με αδικαιολόγητη βιασύνη, λες και ήξερα τον χώρο, κι εισήλθα σ’ ένα ρομβοειδές καθιστικό με λίγα έπιπλα φθαρμένα, προφανώς κάποιας γιαγιάς ή θείας. Σ’ ένα ράφι μέτρησα καμιά διακοσαριά σουβενίρ από λογής λογής ταξίδια, όσα συλλέγει κανείς μέσω φίλων και συγγενών που ταξιδεύουν, είτε αγοράζει διαμιάς σε κάποιο παλαιοπωλείο ή παζάρι για λίγα ευρώ. Τα περιεργάστηκα με ύφος αυτοκράτορα που επιθεωρεί ρημαγμένες επαρχίες, αυτές που ευχαρίστως θα παρέδιδα και στους εχθρούς μου ακόμη για να γλυτώσω τον μπελά τους. Η νεαρή γυναίκα έσπευσε ν’ ανάψει τη μοναδική πηγή φωτός, μια σειρά από λαμπάκια από εκείνα που στολίζουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Ήταν Σεπτέμβριος. Εγώ είχα ήδη προχωρήσει στα ενδότερα, όπου βρισκόταν το υπνοδωμάτιο.

—— ≈ ——

Η κάμαρα ήταν φορτωμένη μ’ ο,τιδήποτε θα μάζευε ένα κορίτσι δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών, από χνουδωτά ζώα και ιμιτασιόν μαριονέτες μέχρι εκατοντάδες ανθρωπάκια τύπου playmobil, διέκρινα ακόμη ένα ροζ φόρεμα παράνυμφου καρφιτσωμένο στον τοίχο, αρκετές κορνίζες με φωτογραφίες σκισμένες από περιοδικά, κι άλλες κορνίζες που ’χαν μέσα πλαστικά λουλούδια και κολιέ. Ένα άθλιο τούλι απλωνόταν πάνω απ’ το κρεβάτι κι έδινε την εντύπωση κουνουπιέρας. Πώς θα μπορούσε να ’ναι αυτό το δωμάτιο ενός κοριτσιού, πώς θα ήταν δυνατόν να κοιμάται εδώ μια έφηβη, σκέφτηκα με ανακούφιση εύλογη· κατόπιν με ανησυχία που όλο και μεγάλωνε αντιλήφθηκα τις τόσες παρεμβάσεις στα διάσπαρτα κοριτσίστικα παιχνίδια, ακόμη και στις επιτραπέζιες λάμπες και στους τοίχους, προσθήκες ή μετατροπές, ας τις πούμε εικαστικές, οι οποίες πρόδιδαν τις δεξιότητες μιας μεγαλύτερης γυναίκας. Κάποιες απ’ τις κούκλες είχαν ασυνήθιστα κοχύλια αντί για μάτια· άλλες κρέμονταν καρφωμένες σε κορνίζες. Περισσότερο όμως με εντυπωσίασε ένα αρνί ντυμένο με ρούχα της βικτωριανής Αγγλίας, μια κούκλα απόκοσμη με μαύρα δόντια και οπλές, που φορούσε όμως ρούχα άψογα ραμμένα και πλούσια. Από το ταβάνι κρέμονταν τρεις ή τέσσερις αντιστραμμένοι κώνοι. Ήταν φτιαγμένοι από καλαμένια στεφάνια, και απ’ αυτά κρέμονταν πολύχρωμες κορδέλες που άγγιζαν το πάτωμα σχεδόν και μ’ έκαναν να σκεφτώ παγανιστικές εορτές και μεσαιωνικά καπέλα. Όλα τούτα τα μικρομέγαλα υβρίδια αλλοίωναν τον παιδικό χαρακτήρα του δωματίου. Τα παιδιά ακρωτηριάζουν τα παιχνίδια τους πότε πότε· αλλά μόνον ένας ενήλικας θα παρενέβαινε επιμόνως στην μορφή τους, ώστε να τους προσδώσει νέες χρήσεις και πάντως άλλο χαρακτήρα.

—— ≈ ——

«Είσαι τόσο ταλαντούχα!», κολάκευσα τη γυναίκα που στεκόταν ολόγυμνη πίσω μου. Σιωπηλή. Ένα ρίγος με διαπέρασε, δεν ήθελα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Έκανα δυο βήματα να επιστρέψω στο καθιστικό κι έπεσα στην παγίδα. Το αυτοσχέδιο σπίτι με στρίμωξε στην αριστερή γωνιά του καθιστικού, με έλουσε με μικροσκοπικά ρινίσματα της χειροποίητης δομής του και με άλλα τόσα ψήγματα της ψυχής του, τα οποία με κρατούσαν στη γωνιά ενεό και κεχηνότα, τα ’χα χαμένα. Κατόπιν, το αυτοσχέδιο σπίτι στράφηκε στο θηλυκό κορμί και ξεφόρτωσε απάνω του ένα ρούχο ασήκωτο, που έμοιαζε με βρεγμένο ναυτικό επενδύτη. Η γυναίκα κόλλησε επάνω μου μανιασμένα φορώντας το αναμαλλιασμένο πράγμα, που είχε την αίσθηση ρευστού πηλού και τη γεύση πλίνθου. Προσπάθησα να της το βγάλω, μήπως κι αρχίσουμε να ερωτοτροπούμε ανεμπόδιστα. Αλλά έκανα τα πράγματα χειρότερα· κάθε απόπειρα να γυμνώσω το κορμί από το σπίτι ανακάτευε το μείγμα κι άλλο. Κι ήμουν, ο ίδιος πια, μέρος του μείγματος.

—— ≈ ——

Οι εναγώνιες περιστροφές μου βάθαιναν τη λαβή του χειροποίητου σπιτιού, το έκαναν γηραιότερο ολοένα κι όμως δυνατό. Τη μια η κουζίνα βάθαινε και γινόταν επιμήκης σαν τραπεζαρία μοναστηριού· την άλλη, το υπνοδωμάτιο άδειαζε απ' τα κουκλάκια και τα λοιπά συμπράγκαλα και γινόταν αρρενωπό, μελαγχολικό και ατελείωτο, ένας θάλαμος στρατώνα. Η γυναίκα ήταν πια γριά. Κι οι χειροποίητοι τοίχοι ήταν υγροί, ποτισμένοι τα βιώματα των παππούδων της. Λυπήθηκα για μια στιγμή που η ζεστασιά ανθρώπων νεκρών και μακρινών, τόσο διαφορετικών από εμένα, εννοώ τους παππούδες εκείνους, είχε εξελιχθεί σε εμπειρία οδυνηρή. Oι αποπνοές των τοίχων συμμορφώνονταν με τους αυτοσχεδιασμούς του σπιτιού εντείνοντας τη σύγχυση. Ήταν οσμές πολυκαιρισμένες, όπως του θαλασσινού νερού που μαζεύει μικρόβια στα ίσαλα των ιστιοφόρων, οσμές που παρέπεμπαν σε προχωρημένη αποσύνθεση. Έφταναν ως εμένα από τις μνήμες και τις αισθήσεις των ανθρώπων που είχαν φτιάξει το σπίτι, ενισχυμένες πιθανόν κι από εκείνες των φίλων και των συντρόφων τους. Το φτωχόσπιτο είχε διαρρήξει τα ύστατα στεγανά του νου μου. Έσερνε την ερωτική μου αυτοπεποίθηση ολοζώντανη ακόμη σε μια φωλιά απεχθέστατων και γηραλαίων σκόρων.

—— ≈ ——

Ανακλαδίστηκα εν εξάλλω καταστάσει. Παρασιτούσα σ’ έναν οργανισμό που πάσχιζε να με αποβάλλει. Έκανα γρήγορους υπολογισμούς: Ας έφευγα από κει μέσα! Αλματωδώς κινήθηκα για την εξώθυρα. Λέω «αλματωδώς» και κυριολεκτώ, δεν χωρούν μεταφορές σε τέτοιους χώρους, επειδή στο μεταξύ το σπίτι αυτοσχεδίαζε διαρκώς. Αλλά για πού; Το σπίτι είχε το πλεονέκτημα, ριζωμένο σαν πεταχτό δόντι στην άκρη της πόλης με τα σκοτάδια του βουνού να το παραστέκουν από γεννησιμιού του, σύμμαχοί του άρα τα βουνίσια σκοτάδια, τι λέω, μάλλον συγγενείς του. Κι αν με κατάπιναν τα σκοτάδια της Πάρνηθας; Mήπως εξαρχής δεν με είχαν βάλει στο μάτι;

—— ≈ ——

Η ευκολία με την οποία το φτωχόσπιτο με σφενδόνισε μες στα αποκαΐδια επιτρέπει την υπόθεση πως κατά βάθος λειτούργησε ως ένα τεράστιο γυναικείο μάτι. Ως γνωστόν, το μάτι αποβάλλει το αντρικό σπέρμα μετά την πάροδο ολίγων ωρών χωρίς καν τη συνδρομή φαρμακευτικών σκευασμάτων. Αρκεί η ανεπιτήδευτη και φυσική του ρώμη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: