Κατά τα πρώτα χρόνια της ‘τέταρτης χαρτογραφικής περιόδου’ της χώρας (1910-1940), από τα δύο βασικά ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ της Επανάστασης του 1821, το ‘πραγματικό’ και το ‘οραματικό’, το δεύτερο είχε εν πολλοίς ικανοποιηθεί. Ήταν το γεωχωρικό διακύβευμα της ποθούμενης γεωγραφικής περιβάλλουσας του έθνους και του κράτους ―της επικράτειας― που απασχόλησε εντατικά τους Έλληνες από την Επίδαυρο στη Βερόνα και από την Τροιζήνα στον Πόρο, με κατάληξη στο Λονδίνο και μετά στο Βερολίνο και αργότερα στο Βουκουρέστι και στη Λωζάνη. Διευρυμένο και αφηρημένο στην αρχή, συρρικνωμένο και συγκεκριμένο μετά, κατά την πρώτη χαρτογραφική περίοδο (1821-1850)· διεκδικητικό στη δεύτερη (1850-1880), και στην τρίτη (1880-1910) για να μορφοποιηθεί στις αρχές της τέταρτης χαρτογραφικής περιόδου (1910-1940) πλησιέστερα στο ‘οραματικό’ γεωχωρικό διακύβευμα του 1821. Το άλλο, το ‘πραγματικό’, ήταν το συνδεδεμένο με τις εθνικές γαίες (καλλιεργούμενες, καλλιεργήσιμες και καλλιεργητέες)· τα εδάφη οθωμανικής ιδιοκτησίας (και όχι μόνο) που πέρασαν στη δικαιοδοσία της ελληνικής διακυβέρνησης και του κράτους μετά την Επανάσταση και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας
αργότερα ―τα μεγάλα τσιφλίκια στην ευρύτητα του όρου. Μέγιστο θέμα, γνωστότερο στην ιστοριογραφία (στο πλαίσιο του αγροτικού ζητήματος). Η διαιώνιση της λύσης του ‘πραγματικού’ διακυβεύματος και οι αναταράξεις στην αντιμετώπισή του αποτέλεσαν αγκάθι στην εξέλιξη του ελληνικού κράτους και του πολιτικού συστήματος. Καθόρισε, διαμόρφωσε και παγίωσε στρεβλώσεις, νοοτροπίες και αγκυλώσεις, περί των γαιών και (γενικότερα) της ακίνητης ιδιοκτησίας, οι οποίες ταλανίζουν τη χώρα και δημιουργούν συγχύσεις μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά κεκτημένα. Με το Σύνταγμα του 1911, θα επιτραπεί η απαλλοτρίωση, έναντι αποζημίωσης, των μεγάλων κτημάτων για κοινωνικούς σκοπούς, ιδιαίτερα για την εγκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, αλλά τελικά η εφαρμογή και αυτού του σημαντικού μέτρου αναβλήθηκε και ξεχάστηκε, λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μετά τους πολέμους αυτούς, πολλαπλασιάστηκε η έκταση και ο πληθυσμός της Ελλάδας και η χώρα εισήλθε σε μια νέα φάση του ζητήματος των γαιών της, χωρίς όμως ακόμη να διαθέτει σύστημα χαρτογραφήσεων και κτηματολόγιο. Το ‘πραγματικό’ γεωχωρικό διακύβευμα του 1821 ήταν ακόμα παρόν, αιωρούμενο και αμφίβολης έκβασης...
Μεσοπόλεμος: «ούτε γεωμετρικόν προσωπικόν έχομεν επαρκές, ουδέ προσδοκώμεν ότι θα έχωμεν...»
Λίγο περισσότερο από ένα μήνα πριν την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου, με ιστορική ομιλία του στη Βουλή παρουσίασε τον νόμο για τη νέα αγροτική πολιτική συνδεδεμένη (μοιραία και ενδογενώς) με τις ‘ταλαίπωρες’ από το 1821 γαίες και (προφανώς) με τις προσπάθειες τεκμηρίωσης και διαχείρισής τους με κτηματολόγιο και χαρτογράφηση. Ήταν η δεύτερη σχετική νομοθετική παρέμβαση μετά την ―πριν μισό αιώνα― απόπειρα του Κουμουνδούρου. Με αυτήν, ο βενιζελικός εκσυγχρονισμός γενίκευε τη δυνατότητα του κράτους να εφαρμόζει σε όλη την επικράτεια την αναγκαστική απαλλοτρίωση των γαιών, η οποία ίσχυε από το 1911 μόνο στη Θεσσαλία, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσε εκεί το καθεστώς των τσιφλικιών. Ήταν το 1911 όταν, με τον για λίγο επικεφαλής της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας λοχαγό Ξενοφώντα Στρατηγό, νομοθετήθηκε με δύο διαδοχικούς νόμους η πλήρης αρμοδιότητα αυτής της ιστορικής στρατιωτικής υπηρεσίας όχι μόνο για τις χαρτογραφήσεις αλλά και για το κτηματολόγιο· εποπτεύων υπουργός των Στρατιωτικών ο Ελευθέριος Βενιζέλος (κράτησε ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο στις πρώτες κυβερνήσεις του, 1910–1915 και 1917–1920).
Ο Μιχαλακόπουλος, του οποίου η νεανική καρδιά χτυπούσε για στρατιωτική σταδιοδρομία (όπως πολλών αξιόλογων Ελλήνων της εποχής) έχοντας τελικά ακολουθήσει τη νομική και την πολιτική, υποστήριξε τον νόμο του 1917 με το εξαιρετικό του ‘λέγειν’ και το ευχερές ‘νομοθετείν’, χωρίς αιτιολογική έκθεση. Απέδωσε την έλλειψή της αφενός στο επείγον του θέματος «...διότι ο χρόνος δεν συνεχώρησε τον καταρτισμό [της]...» και αφετέρου στο ότι [η πλάγια γραφή εδώ για έμφαση] «...στερούμεθα της υπάρξεως στατιστικών δεδομένων περί της καταστάσεως της ιδιοκτησίας εν Ελλάδι και της συγκρίσεως προς άλλα έθνη και δη όμορα προς ημάς...». Δεδομένου ότι αυτός ο νόμος ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε, πώς μπορεί άραγε να μην σχολιαστεί το συχνά επαναλαμβανόμενο παράδοξο ―στα περί τα γεωχωρικά διακυβεύματα της Ελλάδας μετά το 1821― ότι όταν ‘ο χρόνος δεν συγχωρεί’ τότε γίνεται επείγον το ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’, ενώ αντίθετα χρονίζει το ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’; Ή πώς να μην προκαλέσει τη μνήμη, όσων γνωρίζουν τα περί του ‘γεωχωρικού διακυβεύματος’, το αγωνιώδες αίτημα του Καποδίστρια προς το Παρίσι, το 1827 ―ενενήντα χρόνια πριν την ομιλία του Μιχαλακόπουλου― για την απόκτηση χαρτών οι οποίοι, όπως έγραφε ο πρώτος κυβερνήτης, θα ‘διευκόλυναν τις στατιστικές του εργασίες’; («...à son temps ils me faciliteraient des travaux statistiques...»).
Σε εκείνη την κοινοβουλευτική του ομιλία το 1917, ο Μιχαλακόπουλος αναφέρεται σε σημαντικά προβλήματα, τα οποία παραπέμπουν συνειρμικά στην αδυναμία των σχεδιασμών της διακυβέρνησης Κουμουνδούρου και στις τρικουπικές εκσυγχρονιστικές παλινδρομήσεις στα θέματα του ‘πραγματικού’ γεωχωρικού διακυβεύματος με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εκχώρηση της γεωμετρικής τεκμηρίωσης των γαιών στον στρατιωτικό τομέα. Σε αυτό συνέβαλε και η υποβάθμιση της εκτός στρατεύματος τοπογραφικής εκπαίδευσης, με τις σχετικές μεταρρυθμίσεις του τεχνολογικού τομέα το 1878 και το 1887. Η ατολμία του τρικουπικού εκσυγχρονισμού στην πολιτική αντιμετώπιση του γεωχωρικού διακυβεύματος της χώρας επιβεβαίωσε τελικά τους προβληματισμούς και φόβους του Καρούσου για την αναποτελεσματικότητα και τελικά το ανέφικτο της τρικουπικής στρατικοποίησης του κτηματολογίου το 1889, όπως επιβεβαιώθηκε με έμφαση το 1911 με τη διοίκηση Στρατηγού στη Χαρτογραφική. Λέει λοιπόν ο υπουργός Γεωργίας, υποστηρίζοντας τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις: [η πλάγια γραφή εδώ για έμφαση] «Μετά την απαλλοτρίωσιν εγίνετο καταμέτρησις και κατατεμαχίζετο το κτήμα εις πλείονας ιδιοκτησίας, εκάστη ιδιοκτησία παρεχωρείτο, συνήθως δια κλήρου, εις τον καλλιεργητήν, ο οποίος εγίνετο ούτω μικρός ιδιοκτήτης. Η μέθοδος ήτο κατ’ εξοχήν βραδεία και χρήζει πολλού προσωπικού γεωμετρών. Αλλ’ εν Ελλάδι ουδεμίαν αναβολήν το πράγμα εδέχετο, ώστε να ακολουθήσωμεν την βραδυτάτην ταύτην μέθοδον, αλλ’ ούτε και γεωμετρικόν προσωπικόν έχομεν επαρκές, ουδέ ηδυνάμεθα να προσδοκώμεν, ότι θα έχωμεν επαρκές γεωμετρικόν προσωπικόν επί σειράν ακόμη ετών. Διά τούτο είμεθα ηναγκασμένοι να προσφύγωμεν εις άλλον τρόπον προς επίλυσιν του ζητήματος. Η μέθοδος την οποίαν ηκολούθησεν η Προσωρινή Κυβέρνησις είναι πρωτότυπος εν τη λύσει τοιούτων ζητημάτων [...]». Η πρωτότυπος μέθοδος αντιμετώπισης των ελλειμμάτων του ‘πραγματικού’ γεωχωρικού διακυβεύματος που αιωρείτο από το 1821 ήταν τώρα η ιδέα των συνεταιρισμών... Να ήταν λοιπόν η ιδέα απότοκος της έλλειψης επαρκούς αριθμού γεωμετρών, που ―όμως― επέφερε η αποδόμηση της τοπογραφικής εκπαίδευσης του 1878 και 1887; Αλλά και της φύσης των τεχνολογικών μεθόδων της καταμέτρησης των εδαφών (δηλαδή με άλλα λόγια του κτηματολογίου) που ήταν «κατ’ εξοχήν βραδεία», όπως υποστήριζε στη βουλή ο Μιχαλακόπουλος, ενώ η χώρα βιαζόταν να λύσει το αιωρούμενο πατρογονικό πρόβλημα; Και αν ήταν έτσι τα πράγματα το 1917, τότε μήπως είχαν αποτύχει στα ‘πραγματικά’ γεωχωρικά διακυβεύματα της χώρας και ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός το 1889 και η μετά το 1909 πολιτική ―πρόλογος του βενιζελικού εκσυγχρονισμού― που παραχώρησε το κτηματολόγιο με τον νόμο του 1911 στον στρατιωτικό τομέα; Αυτό άραγε υπονοούσε ο υπουργός Γεωργίας με τα επιχειρήματά του περί ‘καταμετρήσεων’ και ‘καθυστερήσεων’; Όπως σημειώνει ο Αδαμάντιος Συρμαλόγλου, η εφαρμογή του νόμου Μιχαλακόπουλου ήταν περίπλοκη και για αυτό μέχρι το 1919 είχε απαλλοτριωθεί μόνο ένα τσιφλίκι, παρότι σύμφωνα με τον Γεώργιο Καφαντάρη, τότε υπουργό Γεωργίας, μέχρι το τέλος του έτους είχαν ολοκληρωθεί τα προκαταρκτικά για την απαλλοτρίωση περ. 10% του συνόλου των 1.500 τσιφλικιών· μέχρι το 1922 είχε απαλλοτριωθεί μόλις το 6% των υπόλοιπων, με την τότε νομοθεσία να καταργεί τους συνεταιρισμούς και να δυσκολεύει τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών. Για άλλη μια φορά η ευκολία του ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’ ήταν μακράν του ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’ και το ‘πραγματικό’ γεωχωρικό διακύβευμα της τεκμηρίωσης και ρύθμισης των γαιών παρέμενε ακόμη έωλο στα (ανταγωνιστικά) περιβάλλοντα των υπουργείων (ιδρύονται το 1917) Συγκοινωνιών και Γεωργίας, με εκείνο όμως των Στρατιωτικών να έχει από το 1911 δεσμεύσει οριστικά στην αρμοδιότητά του το κτηματολόγιο. Από την άλλη πλευρά, το πρώτο γεωχωρικό διακύβευμα του 1821, το ‘οραματικό’, υπηρετούσε υποδειγματικά η εκσυγχρονισμένη στη Βιέννη Χαρτογραφική ―από τις αρχές του 20ού αιώνα― με το χαρτογραφικό έργο της να προσφέρει αισθητά στο συμμαχικό Μακεδονικό Μέτωπο, ενώ στη Μικρά Ασία αποκτούσε χαρακτηριστικά τεχνογνωστικής εποποιίας.
Η ομιλία του Μιχαλακόπουλου στη Βουλή το 1917 περί αδυναμίας καταμετρήσεων των κτηματικών γαιών, λόγω βραδείας εκτέλεσης του τεχνικού αυτού έργου και έλλειψης γεωμετρών (τοπογράφων, χωρομετρών) και η πρόβλεψή του ότι δεν αναμένεται να αλλάξει μελλοντικά η κατάσταση, δεν μπορεί παρά να αντανακλά στους δύο νόμους του 1911 με τους οποίους το κτηματολόγιο δεσμεύτηκε στην οριστική στρατιωτική αρμοδιότητα. Ο πρώτος, ‘περί κτηματικού χάρτου της χώρας’, ορίζει ότι «... η κατάρτισις του κτηματικού χάρτου και ο υπολογισμός των εμβαδών των ακινήτων κτημάτων, εκτελούνται υπό της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας». Με τη νομοθεσία του 1911, εκτός των ρυθμίσεων που διέπουν την υπηρεσιακή διάρθρωση των παραδοσιακών γραφείων της, ιδρύεται στη Χαρτογραφική και το ‘γραφείο κτηματικού χάρτου’, το οποίο σηματοδοτεί τον στρατιωτικό έλεγχο του κτηματολογίου, όπως φαίνεται από το αντικείμενο του νέου γραφείου: «καταμέτρησις και αποτύπωσις ακινήτων κτημάτων - πίνακες ακινήτων κτημάτων κ.λ.π. - σχολή χωρομετρών - προμήθεια, έλεγχος, φύλαξις, συντήρησις και επισκευή των δια τον κτηματικόν χάρτην χρησιμοποιουμένων οργάνων. Αρχείον κτηματικών χαρτών και βιβλίων. Τήρησις αυτών εν ενημερότητι». Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται μια επιπλέον παρέμβαση στην τεχνική εκπαίδευση: η ένταξη σχολής χωρομετρών (τοπογράφων, γεωμετρών) στο στρατιωτικό γραφείο κτηματικού χάρτου. Είναι όλα ενδεικτικά της σημασίας που αποδίδει η στρατιωτική τάξη της χώρας ―και επικυρώνει η πολιτική ηγεσία της― στον έλεγχο και τη διαχείριση του κτηματολογίου, ενός θεσμού καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό επιβεβαιώνεται με τον, δια του νόμου, ορισμό ως προϊσταμένου του γραφείου κτηματολογίου του υποδιοικητή ταγματάρχη της Χαρτογραφικής, ενώ σε όλα τα άλλα γραφεία ορίζονται προϊστάμενοι λοχαγοί. Στον ίδιο νόμο προβλέπεται η πολιτική στελέχωση της Χαρτογραφικής με επικουρικές αποσπάσεις «...εξ υπομηχανικών και γεωμετρών [...] δια την διεξαγωγήν κτηματογραφικών έργων, λαμβανόμενοι εκ των εν τη υπηρεσία ετέρων Υπουργείων διατελούντων και εξ ιδιωτών, πτυχιούχων της Σχολής των Βιομηχάνων Τεχνών [...] κατά τας ανάγκας». Η Σχολή που ονομάστηκε έτσι το 1887, με την τρικουπική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των μηχανικών, θα μετονομαστεί αναβαθμισμένη σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) με την αντίστοιχη πρώτη βενιζελική μεταρρύθμιση το 1914. Επιπλέον, ιδρύεται διαρκές γνωμοδοτικό ‘χαρτογραφικό συμβούλιο του κράτους’ με πρόεδρο τον διευθυντή της Χαρτογραφικής και αναπληρωτή τον υποδιευθυντή της, υπό την εποπτεία του υπουργού των Στρατιωτικών (Ελευθέριος Βενιζέλος). Το εύρος των γνωμοδοτικών αντικειμένων του χαρτογραφικού συμβουλίου και οι σχετικές διατυπώσεις του νόμου περί «...πάντων των εν τη χώρα εκτελουμένων χαρτογραφικών έργων...», οριστικοποιούν τον στρατιωτικό έλεγχο των χαρτογραφήσεων και του κτηματολογίου της χώρας, με απόηχους αισθητούς μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.
Με νόμο του 1914, ‘περί στρατιωτικών υπαλλήλων και υπηρετών’ ―επικεφαλής της Χαρτογραφικής ο αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Παναγιώτης Φωτιάδης― συστάθηκε στη Χαρτογραφική το σώμα των χαρτογράφων από πολίτες και απόστρατους· προορισμός του ήταν «... η εκτέλεσις εν γένει τοπογραφικών και γεωδαιτικών εργασιών και το οποίον θα αποτελή μέρος του μονίμου προσωπικού της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας». Τα μέλη του προέρχονται «...εξ ιδιωτών εχόντων διανύσει δύο τουλάχιστον τάξεις της Σχολής των Βιομηχάνων Τεχνών ή ισοτίμου ξένης τεχνικής Σχολής [...]. Εξ αποστράτων ή παραιτηθέντων αξιωματικών [...] εχόντων προϋπηρετήσει ευδοκίμως εν τη Χαρτογραφική Υπηρεσία, και περί ων υπάρχει ευνοϊκή έκθεσις του Δ/ντού της Υπηρεσίας [...]». Έτσι, δεν είναι πλέον δυνατή καμία προοπτική ανάπτυξης της ειδικότητας του χαρτογράφου (γεωμέτρη, τοπογράφου) εκτός του στρατεύματος, εφόσον με τη μεταρρύθμιση του 1914 και την προαγωγή ―στο ΕΜΠ― της τεχνολογικής εκπαίδευσης σε ανώτατη, καταργείται η ειδικότητα των γεωμετρών (τοπογράφων, χωρομετρών). Όμως φαίνεται ότι το έλλειμμα γίνεται αισθητό και οι τοπογραφικές σπουδές επανέρχονται στο ΕΜΠ το 1917, όταν αυτό θα υπαχθεί στο υπουργείο Συγκοινωνιών, με τη δεύτερη βενιζελική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των μηχανικών και αρμόδιο υπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. H σχολή των τοπογράφων μηχανικών που ιδρύεται τότε δεν φαίνεται να ελκύει τους νέους (ίσως λόγω ασαφούς επαγγελματικής προοπτικής, αλλά και σχεδόν ανύπαρκτης ακαδημαϊκής υποδομής)· το ακαδημαϊκό έτος 1918-1919 λειτουργεί με έναν μόνο φοιτητή, εκ μεταγραφής από τη σχολή των πολιτικών μηχανικών... Σχεδόν ταυτόχρονα, με νόμο του 1918, ακολουθεί μια συρρίκνωση στο αντικείμενο της Χαρτογραφικής, καταργούμενου του γραφείου κτηματικού χάρτου χωρίς όμως να θίγεται η σχολή χωρομετρών της. Στις νέες αυτές εξελίξεις φαίνεται ότι συνέβαλε η ισχυρή προσωπική δραστηριότητα και πολιτική επιρροή του τριαντάχρονου πολιτικού μηχανικού και νεοεκλεγμένου (1916) καθηγητή της γεωδαισίας Δημητρίου Λαμπαδαρίου, που έμελλε να πρωταγωνιστήσει για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του τεχνικού κλάδου των τοπογράφων. Με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και πρακτική εμπειρία στην Ελβετία ο Λαμπαδάριος διετέλεσε διευθυντής (1927-1929) και πρύτανης του ΕΜΠ από το 1929 μέχρι το 1933 όταν θα εκλεγεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, παραμένοντας ο μόνος οργανικός καθηγητής της σχολής τοπογράφων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Μετά την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 οι σπουδαίες αστικές τοπογραφικές και κτηματογραφικές–κτηματολογικές εργασίες του ελληνικού κράτους ―προαπαιτούμενες για την πολεοδομική αποκατάσταση της πόλης― έγιναν από συνεργεία του υπουργείου Συγκοινωνιών· δεν συμμετείχε η Χαρτογραφική, η οποία εκτελούσε χαρτογραφικές εργασίες στη Μακεδονία. Τα σχετικά έργα στη Θεσσαλονίκη υπό την κυβερνητική εποπτεία του Παπαναστασίου, τα μεγαλύτερα και μοναδικά μέχρι τότε σε πόλη της χώρας, οργάνωσε και καθοδήγησε με ελβετικές κτηματολογικές προδιαγραφές ο νεαρός καθηγητής Λαμπαδάριος, μέλος της διεθνούς επιτροπής για την αποκατάσταση και πολεοδομική επανασχεδίαση της Θεσσαλονίκης και επικεφαλής του γραφείου σχεδίου πόλης, με τον έμπειρο πολιτικό μηχανικό Ανδρέα Λευθεριώτη στο γραφείο από το 1917 μέχρι το 1923. Και σε αυτή την κορυφαία περίπτωση, οι αποσπασματικές νομοθετικές παρεμβάσεις του 1918 για την προσωρινή κτηματογράφηση του τμήματος της Θεσσαλονίκης που καταστράφηκε από την πυρκαγιά δεν θα εφαρμοστούν συστηματικά στο σύνολο της χώρας, παρά την επέκταση της ισχύος του νόμου σε όλες τις πόλεις· θα εφαρμοστούν τελικά μόνο στο Παλαιό Φάληρο, την Καλλιθέα και ένα μέρος των Αθηνών.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις συμφωνίες της ανταλλαγής των πληθυσμών, η Κοινωνία των Εθνών ―πρόδρομος του σημερινού ΟΗΕ― με το πρωτόκολλο του 1923 ανέλαβε την εγκατάσταση των προσφύγων στην ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της, μέσω ανεξάρτητης διεθνούς Επιτροπής Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ) ―λειτούργησε μέχρι το 1929. Για τον σκοπό αυτό διατέθηκαν γαίες έκτασης 8.000 τετ. χλμ., λίγο περισσότερο από το 6% της τότε έκτασης της χώρας. Το ‘πραγματικό’ γεωχωρικό διακύβευμα περί των γαιών επανέρχεται στα μέσα της τέταρτης χαρτογραφικής περιόδου της χώρας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την ιστορία της εξέλιξης του ‘πραγματικού’ γεωχωρικού διακυβεύματος στην Ελλάδα, το τμήμα του ΧΙΙΙ κεφαλαίου της έκθεσης της ΕΑΠ του 1926 ―εκδόθηκε στη Γενεύη― σχετιζόμενο με τα προβλήματα που δημιουργεί στις χώρες η απουσία κτηματολογίου, με σχέδιο για δημιουργία του, σε τέσσερα στάδια. Περιγράφει τις δοκιμές και διάφορες λύσεις που πρότεινε η ΕΑΠ, τις κτηματολογικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν (με τα τεχνολογικά κενά και τις αδυναμίες τους) και τις προσπάθειες για από αέρα χαρτογράφηση. Η περιοχή της δυτικής Μακεδονίας αποτέλεσε κύριο θέατρο των τεχνικών δραστηριοτήτων της ΕΑΠ για την απεικόνιση, οργάνωση και διαχείριση των εδαφών της προσφυγικής εγκατάστασης. Η ΕΑΠ γνωρίζοντας καλά τη σημασία της χαρτογράφησης, κτηματογράφησης και του κτηματολογίου ζήτησε από την κυβέρνηση το απαραίτητο προσωπικό. Η Χαρτογραφική, μετά το εξαντλητικό έργο της χαρτογράφησης της Μικράς Ασίας ήταν σε φάση ανασύνταξης αδυνατώντας να ανταποκριθεί ―το 1926 μετονομάστηκε σε Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ). Δεν ανταποκρίθηκαν και άλλες σχετιζόμενες με το αντικείμενο κυβερνητικές υπηρεσίες· μόνο η τοπογραφική του υπουργείου Γεωργίας έστειλε στη Μακεδονία δώδεκα συνεργεία που άρχισαν εργασίες τον Αύγουστο του 1924, χρησιμοποιώντας επιτόπου βοηθητικό προσωπικό. Όμως, η ποιότητα και οι προτεραιότητες που τέθηκαν από την ΕΑΠ δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, με αποτέλεσμα η διανομή των αποτυπωμένων περιοχών να γίνει κατά προσέγγιση. Βλέποντας τις αδυναμίες του κράτους ―σε γενικευμένη απίσχναση από τον Διχασμό και τη Μικρασιατική Καταστροφή― η ΕΑΠ προσανατολίστηκε στη δημιουργία μιας καινούργιας υπηρεσίας, ικανής να αναλάβει την ίδρυση του κτηματολογίου σε όλες τις περιοχές όπου επρόκειτο να εγκατασταθούν οριστικά οι πρόσφυγες. Συντάχθηκε πλήρες σχέδιο για την οργάνωση της υπηρεσίας αυτής. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και το ανέφικτο των αρχικών σχεδιασμών της ΕΑΠ, υπήρξαν ικανοποιητικά αποτελέσματα στη δυτική Μακεδονία, όπου οι ομάδες, που οργανώθηκαν από τις υπηρεσίες της, προχώρησαν με απλοποιημένες μεθόδους στην προετοιμασία κτηματολογίου έκτασης περ. 300 τετρ. χλμ., περ. 4% εκείνης που είχε διατεθεί συνολικά. Την ίδια εποχή (1924) ιδρύθηκε στην Κοζάνη μία σχολή χωρομετρών, με σκοπό την ταχύρρυθμη προετοιμασία νέων τοπογράφων ―ήταν φαίνεται ανέφικτη η συμβολή τοπογράφων από το ΕΜΠ και από τη σχολή χωρομετρών της Χαρτογραφικής. Η εκπαίδευσή τους και η διεύθυνση των πρώτων ομάδων εργασίας ανατέθηκε σε παλιούς έμπειρους αξιωματικούς της Χαρτογραφικής, όμως πέραν των καλών προθέσεων και των αποτελεσμάτων που επέτρεψαν στην ΕΑΠ να πραγματοποιήσει έναν κανονικό αναδασμό στην Κοζάνη, τον πρώτο στην Ελλάδα (επ’ ωφελεία προσφύγων και γηγενών) το τεχνολογικό μέρος των χαρτογραφήσεων υστερούσε· η χρήση τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, διότι η αποτύπωση δεν ήταν εξαρτημένη σε τριγωνομετρικό δίκτυο. Η ΕΑΠ προσπάθησε να λύσει τα προβλήματα, ακόμα και με εναέρια μέσα, όμως η διάλυσή της το 1930 έδωσε τη σκυτάλη των εργασιών στην τοπογραφική υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας, για τα μετέπειτα... Ήταν η χρονιά της μετονομασίας από τον Λαμπαδάριο (στην ακμή της προσωπικής του επιρροής) της σχολής τοπογράφων μηχανικών του ΕΜΠ σε σχολή ‘αγρονόμων και τοπογράφων μηχανικών’, όπως είναι γνωστή η ειδικότητα αυτή στην Ελλάδα ενενήντα χρόνια μέχρι σήμερα.
Ο προσεκτικός και περίεργος αναγνώστης θα διακρίνει ότι η διαδρομή των περί του ‘πραγματικού’ γεωχωρικού διακυβεύματος της χώρας θεμάτων στον Μεσοπόλεμο περνάει μέσα από το περιβάλλον τριών υπουργείων ‘κλειδιών’ στο αντικείμενο: των Στρατιωτικών (ενταγμένων των χαρτογραφήσεων), των Συγκοινωνιών (ενταγμένων των δημοσίων έργων) και της Γεωργίας (ενταγμένων των δημοσίων κτημάτων). Οι διασταυρώσεις, διχοτομίες, επικαλύψεις, καθυστερήσεις, συγκρούσεις, αμέλειες, αδυναμίες, διαπλοκές, προσωπικές στρατηγικές με πολιτικές και επαγγελματικές ανταγωνιστικές αντανακλάσεις, και άλλα πολλά συναφή, πολλαπλασιαζόμενα και συνδυαζόμενα στο γνωστό κληρονομικό δυναμικό πεδίο της διχόνοιας και του διχασμού, αλλά και της απόστασης της χώρας και από τις τρεις βιομηχανικές επαναστάσεις δημιούργησαν έναν ‘γόρδιο δεσμό’. Αυτόν φαίνεται να προσπαθεί να ‘λύσει’ η χώρα, σε συνθήκες και όρους της Δ΄ Βιομηχανικής Επανάστασης. Θα είναι, άραγε, της γνωστής ιστορικής μεθόδου η λύση;
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία
Ε. Λιβιεράτος. ‘Γεωχωρικά διακυβεύµατα της Επανάστασης: τα οράµατα, οι γαίες, η ουτοπία του Καποδίστρια, τα σύνορα, οι Γάλλοι χαρτογράφοι και οι µετέπειτα χρόνιες συγχύσεις του κράτους (µέχρι σήµερα;)’. 1ο Φόρουµ Διπλωµατίας Δήµου Καλαµάτας. Πνευµατικό Κέντρο, Καλαµάτα, 16 Οκτωβρίου 2021. https://cartography.web.auth.g...
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.
Α. Συρμαλόγλου. «Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. «Αγροτικό ζήτημα και μεταρρύθμιση (1917)». Στο: Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.) Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου, ΙΙ, 5.
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2013.
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. ΕΛΙΑ 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Ε. Λιβιεράτος (επιμ.). Θεσσαλονίκη στους Χάρτες. Πόλη του Χρόνου Χάρτες του Τόπου. Έκδοση–αφιέρωμα για τα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Σύλλογος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών Βόρειας Ελλάδας (ΣΑΤΜΒΕ). Θεσσαλονίκη, 1985.
Société des Nations. L'établissement des réfugiés en Grèce. Γενεύη 1926.