Θεσσαλονίκη, χαμένη πόλη

Γωνία Βενιζέλου και Εγνατία (μέσα του Μεσοπολέμου)
Γωνία Βενιζέλου και Εγνατία (μέσα του Μεσοπολέμου)

Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου, «Θεσσαλονίκη, όψεις μιας αρχαίας μητρόπολης», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2020


Χρησιμοποιώ τον τίτλο πρόσφατης σχετικά διαδικτυακής ομάδας έρευνας (ΘΧΠ) με διαδραστικούς χάρτες της πόλης και αναφορά σε πάσης φύσεως υλικό που σχετίζεται διαχρονικά με το παρελθόν της. Μιά εξαιρετική προσπάθεια, μαζί με πολλές άλλες κυρίως στο fb, που ειδικεύονται στη συγκέντρωση ιδίως φωτογραφικού υλικού γενικού αλλά και ειδικού ενδιαφέροντος (π.χ. οικογενειακές φωτογραφίες). Κυκλοφορεί μία αίσθηση αβάσταχτης νοσταλγίας, αδιανόητης ας πούμε για τη δεκαετία του ΄50 κ.εξ. όταν, ακόμη και για την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, «μαθαίναμε» από δω και από κει και αργότερα από τον Ιωάννου και τον Βασιλικό σε ένα κλίμα γενικής βουβαμάρας… Και όχι μόνο βέβαια για τους Εβραίους… Αυτή η αναζήτηση του χαμένου παρελθόντος θα έλεγα ότι ίσως ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 αλλά και παλιότερα, με τον εορτασμό των 2300 χρόνων από την ίδρυση της πόλης, το 315 π.Χ.,  και πήρε μεγάλες διαστάσεις το 1997 (Πολιτιστική Πρωτεύουσα) στον τομέα των εκδόσεων αλλά και των αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων π.χ. λιμάνι, Μονή Λαζαριστών  και στις μέρες μας φαίνεται να παίρνει δραματικές, κοινωνικές πλέον, διαστάσεις με αφορμή τα έργα του μετρό και ιδιαίτερα τα της διασταύρωσης Βενιζέλου/Εγνατίας. Ο κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ζει σε μία πόλη που φρόντισε να ρημάξει συστηματικά το παρελθόν της —ό,τι νοείται ως παρελθόν— και ίσως να έχει αρχίσει μία αντίστροφη μέτρηση. Ίσως. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι η αρχαία αγορά και το ανάκτορο του Γαλερίου σώθηκαν με τα χίλια ζόρια και μάλλον υπό το κράτος γενικής κατακραυγής για την εμμονή της αρχαιολογίας. Κακά τα ψέματα. Και δεν είναι η μόνη πόλη βέβαια.

Νομίζω ότι το βιβλίο του τίτλου θα πρόσφερε στους … μετανοούντες και μη, απόλυτα έγκυρη και διατυπωμένη με έρευνα σε βάθος γνώση του αρχαιολογικού παρελθόντος αυτής της πόλης, από την ίδρυσή της μέχρι το τέλος της ύστερης αρχαιότητας. Φαίνεται ότι η συγγραφέας, γέννημα θρέμμα, αν θυμάμαι καλά, της περιοχής της Στρατηγού Δουμπιώτου, του δρόμου δηλαδή που βρέθηκε το περίφημο άγαλμα του Αυγούστου, θα… πήρε την εντολή από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, η «χέρα» του οποίου διαφέντευε κάποτε όλη την τότε γνωστή υφήλιο! Θα διαβάσει κανείς κείμενα για την Αρχαία Αγορά, το Ωδείο της, το μνημειακό κέντρο της πόλης, για τον ναό της πλατείας Αντιγονιδών, την λατρεία της Ρώμης και του αυτοκράτορα, για τις σαρκοφάγους, για το γαλεριανό συγκρότημα, για εκείνο το μοναχικό μνημείο έξω από τη ΔΕΗ της Αγ. Δημητρίου. Ίσως, μετανοούντες και μη, αν θα έβαζαν σε όλο αυτό το θαυμαστό πλέγμα των συμφραζομένων που παραθέτει πάρα πολύ εξακριβωμένα —όπως θα έλεγε και ο Καβάφης— και προσεκτικά η ειδική σε θέματα της ρωμαϊκής αρχαιολογίας συγγραφέας, το μνημειακό σύνολο της Εγνατίας/Βενιζέλου να μετασχηματιζόταν σε μία πλατεία ειρηνοποιό. Να συνειδητοποιούσαν —ως επαïοντες πλέον— οι πάντες το μέγεθος της επιχειρούμενης καταστροφής. Ίσως.    

Για κάθε ενδιαφερόμενο θα ήθελα επίσης να συστήσω και τα εξής:
Τον οδηγό της έκθεσης για τη ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη (ελλ. και αγγλ.) που είχε γίνει στο Τελλόγλειο Ίδρυμα με αφορμή την Σύνοδο Κορυφής του 2003 (επιμ. Δ.Β. Γραμμένος), Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Θεσσαλονίκη 2003). Οι εξαιρετικές εκδόσεις του ΤΑΠ δυστυχώς ακόμη και σήμερα δεν προωθούνται στα βιβλιοπωλεία. Περιέχει μελέτες των Ακτσελή, Αλλαμανή, Βελένη, Τζαναβάρη, Γκατζόλη που αναφέρονται σε θέματα ρωμαϊκής ιστορίας, της Θεσσαλονίκης στους αυτοκρατορικούς χρόνους, τη λατρεία των θεών και των ηρώων, τα θεάματα και τις τέχνες, τη νομισματοκοπία.
Τον οδηγό (ελλ. και αγγλ.) από την υπαίθρια μόνιμη έκθεση στη βόρεια αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (επιμ. Π. Αδάμ-Βελένη, Δ. Τερζοπούλου), Αγρός–Οικία–Κήπος–Τόπος, Θεσσαλονίκη 2012, εκδ. ΑΜΘ, αρ. 10.), με μεγάλο αριθμό συνεργατών και συγγραφέων.
Την ανάρτηση σε ηλεκτρονική μορφή από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του οδηγού από το τελευταίο μέρος της μόνιμης επανέκθεσης του ΑΜΘ που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη.

Και δεν είναι βέβαια μόνο αυτά. Θα μπορούσαμε όμως ίσως εδώ να προσθέσουμε και να ευχηθούμε και την κατά το δυνατόν συντομότερο ολοκλήρωση του «έργου εν προόδω» της ψηφιακής τεκμηρίωσης, δηλαδή, του συνόλου των σωστικών ανασκαφών στα οικόπεδα της πόλης, εντός και εκτός των τειχών, στο οποίο έργο θα έπρεπε να προστεθούν και τα δεδομένα της βυζαντινής και οθωμανικής εποχής και βέβαια το σύνολο των μνημείων αυτών των εποχών. Σημειώνω εδώ ότι ειδικά για τα του γαλεριανού συγκροτήματος έχει πρόσφατα αναρτηθεί στο διαδίκτυο δίτομο έργο http.//galeriuspalace.gr/en/education/dimosieuseis/the-restoration-of-the-galerian-complex-ruins/              

Και θα ρωτούσε ένας που δεν τον τρώει το σαράκι για το παρελθόν. Το όποιο παρελθόν. «Και τι έγινε; Εμένα με τρώει ο αγώνας της επιβίωσης, δεν με ενδιαφέρει, προχωράμε μπροστά. Δεν μου χρειάζεται το παρελθόν σε τίποτε». Να μη κρυβόμαστε, αυτό αποτελεί το συντριπτικό ποσοστό διεθνώς. Δεν παριστάνω βέβαια τον κοινωνιολόγο του «πεδίου» του παρελθόντος – δεν ξέρω καν αν υπάρχει αυτός ο όρος όπως υπάρχει π.χ. για τη λογοτεχνία, την τέχνη, το γούστο, την αισθητική, βλ. κυρίως το έργο του Bourdieu. Όλοι όμως θα συμφωνούσαμε ότι στην ανέλπιστη ανακάλυψη μιας παλιάς οικογενειακής φωτογραφίας ταράζονται σχεδόν οι πάντες. Το ίδιο συμβαίνει και με το παρελθόν ως βίωμα: όταν επετράπη η είσοδος στο Γεντί Κουλέ, πολλοί ήταν εκείνοι που περνούσαν και είτε έμεναν σιωπηλοί, είτε μιλούσαν ακατάπαυστα, είτε έκλαιγαν και μάλλον δεν θα πρέπει να είχαν ποτέ τους επισκεφθεί κάποιο μνημείο (μαρτυρία του τότε αρχιτέκτονα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Φίλιππου Ωραιόπουλου) ενώ, άλλοι, που είχαν να πάνε σινεμά δεκαετίες, πήγαν στα «Πέτρινα Χρόνια».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: