[ Το ερώτημα του τίτλου δεν είναι ανεκδοτολογικό. Σχετίζεται με επιστημονική έρευνα. ]
Η κινεζική χαρτογραφία αποτελεί ένα αρχαίο και σημαντικό κεφάλαιο στη σχετική παγκόσμια ιστορία με κορυφώσεις σε περιόδους αντίστοιχες του δυτικού μέσου και ύστερου μεσαίωνα. Διακρίνεται σε απεικονίσεις κυρίως περιφερειακού και τοπικού τύπου, χωρίς παραδείγματα ενδεικτικά ενδιαφέροντος για παγκόσμιους χάρτες. Είναι γνωστή η εσωστρεφής πολιτική των κινεζικών δυναστειών, με σύντομη ανολοκλήρωτη εξαίρεση στις αρχές των Μινγκ. Χαρακτηριστικό της παλαιάς κινεζικής χαρτογραφίας είναι η πρακτική και κατά περίπτωση αντιμετώπιση των χαρτογραφικών απεικονίσεων σύμφωνα με τις ανάγκες, χωρίς κάποιο ενιαίο θεωρητικό πρότυπο διαδικασιών. Η πρώτη κινεζική γνωριμία με την ευρωπαϊκή οπτική των παγκοσμίων χαρτών γίνεται στο τέλος του 16ου αιώνα και (κυρίως) στις αρχές του 17ου, χάρις στις ιεραποστολές των ιησουιτών που αναπτύχθηκαν στα κινεζικά εδάφη μετά τη Συνθήκη Τορδεσίγιας· μιας συμφωνίας των δύο ναυτικών δυνάμεων της Ιβηρικής, με την επιδέξια διπλωματική διαιτησία της Αγίας Έδρας (Χάρτης #10).
Σε αντίθεση με την ―πρακτική― κινεζική χαρτογραφία, στους ευρωπαϊκούς παγκόσμιους χάρτες ενυπάρχει και θεωρία και πρότυπο διαδικασιών. Κυρίως μια μαθηματική μέθοδος αντιστοίχισης της υδρογείου σφαίρας με το επίπεδο του χάρτη, υπό κλίμακα (Χάρτης #2)· όπως και του νοητού πλέγματος μεσημβρινών και παραλλήλων της υδρογείου ―του γεωγραφικού χαρτογραφικού κάνναβου που τακτοποιεί το περιεχόμενό του (Χάρτης #9). Στον κάνναβο προσδιορίζονται τα σημεία και οι γεωγραφικές μορφές με ένα ζεύγος αριθμών, τις συντεταγμένες (Χάρτης #17)· μαζί και τα ονόματα των γνωστών τόπων. Είναι ένα ξεχωριστό επίτευγμα της ελληνικής αρχαιότητας που κορυφώνεται στην ελληνιστική περίοδο. Η ενσωμάτωσή του στον ευρωπαϊκό γεωγραφικό και χαρτογραφικό πολιτισμό γίνεται από τον ύστερο μεσαίωνα και μετά. Η διατύπωση και διάδοσή του οφείλεται στο ελληνόγλωσσο έργο Γεωγραφική Ὑφήγησις (τη Γεωγραφία) του Αλεξανδρινού Έλληνα ―ή ελληνοποιημένου Αιγυπτίου― και ελληνόγλωσσου Ρωμαίου υπηκόου, Κλαύδιου Πτολεμαίου. Είναι αυτός που θα περιγράψει πρώτος την οικουμένη της εποχής του και τα εργαλεία οπτικοποίησης της περιγραφής, σχεδόν δύο αιώνες πριν τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης. Με περίπου δέκα τέσσερις χιλιάδες αριθμών που αντιστοιχούν, ανά ζεύγη, σε γεωγραφικές συντεταγμένες ―το γεωγραφικό πλάτος και μήκος― περίπου επτά χιλιάδων γεωγραφικών σημείων/τόπων της υδρογείου σφαίρας· ανάμεσά τους και όσα καθορίζουν τη μορφή των ακτογραμμών (Χάρτης #6). Το έργο απεικόνιζε τις τότε τρεις γνωστές ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική) εκτεινόμενες σε ημισφαίριο της υδρογείου· ορισμένο από τις νήσους των Μακάρων (τα σημερινά Κανάρια) στο άκρο της Δύσης, μέχρι την Κίνα στο άκρο της Ανατολής. Λίγα ήταν γνωστά για την Κίνα δύο αιώνες πριν τη συμβατική έναρξη του μεσαίωνα όπως δείχνει η πτολεμαϊκή Γεωγραφία, η οποία από τότε φαίνεται να ‘χάνεται’ μέχρι να αναδυθεί στην Κωνσταντινούπολη του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Αφού πήρε τον δρόμο της ‘μεγάλης φυγής’ προς την ουμανιστική Φλωρεντία, στα τέλη του 14ουαιώνα, η Γεωγραφία μεταφράστηκε στα λατινικά και διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη με την πολλαπλασιαστική συνδρομή της γουτεμβέργιας ανακάλυψης. Στους κύκλους των φλωρεντινών ουμανιστών αποτέλεσε το γεωγραφικό και χαρτογραφικό φροντιστήριο προετοιμασίας των υπερπόντιων γεωγραφικών αναζητήσεων για τους νέους δυτικούς ωκεάνιους δρόμους προς την Κίνα.