Πριν λίγες μέρες γιορτάστηκε στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών η επέτειος των 130 χρόνων από την ίδρυση, το 1889, μιας ιστορικής υπηρεσίας της χώρας, της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Δεν λεγόταν πάντα έτσι. Πήρε το σημερινό της όνομα στον Μεσοπόλεμο, ως τότε γνωστή περίπου για μια γενιά ως Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού ή απλά Χαρτογραφική.
Με το όνομα αυτό –εκτός από την αναμενόμενη άσκηση του έργου της– έπαιξε σημαντικό ρόλο, με πρωταγωνιστές πολλούς από τους αξιωματικούς της, τους αποκαλούμενους χαρτογράφους, στην ένταση των στρατιωτικών περιπετειών της χώρας στο πεδίο των μαχών, αλλά και των πολιτικών αντιπαραθέσεων: από τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, μέχρι τον Μακεδονικό Αγώνα, από το στρατιωτικό Κίνημα του 1909 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, από τη συμμετοχή στο συμμαχικό Μέτωπο της Θεσσαλονίκης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου μέχρι την Μικρασιατική Εκστρατεία, η Χαρτογραφική
επέδειξε μέγιστο έργο και ανέδειξε μεγάλες προσωπικότητες της στρατιωτικής και πολιτικής ζωής της χώρας, κατά την περίοδο μισού αιώνα της Ελληνικής Ιστορίας μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Χαρτογραφική, πριν ονομαστεί έτσι το 1895, και από το 1925 Γεωγραφική, είχε ιδρυθεί από την κυβέρνηση Τρικούπη το 1889 ως Γεωδαιτική Αποστολή, για να ονομαστεί (το 1891) Γεωδαιτικό Απόσπασμα. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης ήταν ενταγμένη στην τότε «εκσυγχρονιστική» πολιτική κυρίως για την δημιουργία του κτηματολογίου και του τοπογραφικού χάρτη της χώρας. Μετά από τις πατροπαράδοτες παλινδρομήσεις στη διατύπωση των στόχων και τη λήψη αποφάσεων, αλλά και τις διαμάχες για το εάν το έργο θα είχε πολιτικό ή στρατιωτικό φορέα εκτέλεσης, τελικά αποφασίστηκε η όλη επιχείρηση να γίνει εντός του στρατιωτικού πλαισίου, με τη συνδρομή του πλέον περίφημου την εποχή εκείνη Στρατιωτικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Βιέννης, το οποίο και έστειλε μια ολιγομελή αποστολή έμπειρων αξιωματικών του, που γρήγορα έμεινε διμελής, πλαισιωμένη από συνεχώς αυξανόμενο αριθμό επίλεκτων Ελλήνων αξιωματικών. Για την απόφαση περί συνδρομής της Βιέννης φαίνεται ότι άσκησαν σημαντική επιρροή επιφανείς Έλληνες της Τεργέστης, με θετικές τελικά συνέπειες στην όλη υπόθεση της χαρτογράφησης της χώρας, κυρίως μετά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 και μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Η γνωστή διελκυστίνδα Τρικούπη-Δηλιγιάννη στην πολιτική ζωή της χώρας από το 1889 μέχρι το 1897, που αποτελεί και την πρώτη φάση του έργου κτηματογράφησης και χαρτογράφησης της χώρας, οδήγησε μεν στην ίδρυση της απαραίτητης υποδομής για την εκτέλεση του έργου, αλλά με μεγάλες καθυστερήσεις στην πορεία της εκτέλεσής του. Αποτέλεσμα ήταν να μην προοδεύει, όσο θα έπρεπε, ούτε η κτηματογράφηση ούτε η χαρτογράφηση, εφόσον η έντονη πολιτική αντιπαράθεση της εποχής και τα αντίστοιχα πάθη έδιναν διαφορετικές προτεραιότητες κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, μια στο κτηματολόγιο και μια στη χαρτογραφία της χώρας. Αποτέλεσμα; Να μην προχωρήσει το κτηματολόγιο, παρά μόνον σε μικρούς θύλακες στην Αργολίδα και Θεσσαλία και η χώρα να πάει στο «ατυχή πόλεμο» χωρίς την απαραίτητη χαρτογραφική υποστήριξη, μετά από οκτώ χρόνια σχετικών εργασιών. Είχε όμως αποκτήσει τριγωνομετρικό δίκτυο (απαραίτητο για το κτηματολόγιο – εκείνο το σωστό βέβαια, όπως θα ...έπρεπε να είναι και σήμερα που ακόμη φτιάχνεται). Όμως το δίκτυο της υποδομής καταστράφηκε στη Θεσσαλία κατά την εχθρική προέλαση στον «ατυχή πόλεμο» και έπρεπε να ξαναφτιαχτεί, αλλά από την άλλη η χώρα είχε ευτυχώς αποκτήσει μια σημαντική ομάδα εκπαιδευμένων αξιωματικών, για την μετέπειτα χαρτογράφησή της. Η εμπειρία της περιόδου 1889-1897 ήταν η προωθητική δύναμη της Χαρτογραφικής ώστε, με τη συνεχιζόμενη συνδρομή της Βιέννης, να αποδώσει σπουδαίους καρπούς την επόμενη περίοδο, μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου η Ελλάδα είχε πλέον τους απαραίτητους χάρτες και τη γνώση να χαρτογραφεί και να παράγει μόνη της αυτούς που χρειαζόταν (πάντα στο στρατιωτικό περιβάλλον – κατά τα ακόμη διεθνώς κρατούντα), όπως απέδειξε και η αξιοθαύμαστη ελληνική χαρτογραφική δραστηριότητα στην Μικρά Ασία.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στον «ατυχή πόλεμο», για να χαϊδέψουμε μια μικρή ιστορία, από αυτές που ίσως θα άρεσαν περισσότερο στους αναγνώστες του Χάρτη. Μια ιστορία συναρπαστική νομίζω, αλλά ακόμα με ερωτηματικά, που την κάνουν να ακούγεται μυστηριώδης και γοητευτική, πλήρης αβέβαιων συμφραζομένων...
Μετά τον «ατυχή πόλεμο», στον οποίο η χώρα πήγε χωρίς σύγχρονους χάρτες – παρά την έντονη σχετική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί από το 1889, και κατά τη διαδικασία των έντονων συζητήσεων για την ήττα και γύρω από το τελετουργικό ερώτημα του ελληνικού κλασικού ετεροαφορισμού, το αθάνατο «Τις πταίει;» των Ελλήνων, ο διάδοχος του θρόνου και αντιστράτηγος αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας το 1898, κατά τον απολογισμό του «ατυχούς πολέμου», λέει:
Ο Χάρτης, ότις πραγματικάς προσέφερεν υπηρεσίας κατά την εκστρατείαν ταύτην, είναι ο του κεντρικού τμήματος της Θεσσαλίας υπό του ανθυπολοχαγού Α. Μαυροκορδάτου εκπονηθείς· ο χάρτης ούτος είναι ακριβέστατος και εις τας ελαχίστας αυτού λεπτομερείας, εύκολος εις την ανάγνωσιν, είναι ο μόνος, όστις εχρησιμοποιήθη διά την παράταξιν εις Φάρσαλον, την υποχώρησιν εις Δομοκόν...
Από τα περί χαρτών λόγια του αντιστρατήγου αρχηγού σαφώς προκύπτει ότι η απάντηση στο σχετικό με χάρτες «Τίς πταίει;» δεν είναι ο ονομαζόμενος ανθυπολοχαγός. Υπονοείται όμως, εμμέσως, ότι δεν υπήρξαν άλλοι χάρτες, νεότεροι, όπως ενδεχομένως να περίμενε κανείς μετά το έργο της Γεωδαιτικής Αποστολής και Αποσπάσματος κατά τη σχεδόν δεκαετία 1889-1897.