Βελόνα στον βυθό της θάλασσας

Βελόνα στον βυθό της θάλασσας


Απ’ την πιο μακρινή γωνιά της γης, απ’ τον πιο μακρινό χρόνο, απ’ τον πιο λυρικό στην ψυχή μας δρόμο που είπανε δρόμο του μεταξιού, φτάνει το κάλεσμα του αρχαίου σοφού που κατοίκησε την παιδική ηλικία κι έχτισε, προσευχή την προσευχή, τον ναό του στο ταπεινότερο σημείο της ύπαρξης. Απ’ την αχνή μνήμη εκείνου του σημείου θα μιλήσω για λίγο, ξυπνώντας τον γέροντα πια μοναχό που άπειρα δώρα άφησε κι άπειρες ακαθαρσίες καθάρισε μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, χωρίς ποτέ του να ζητήσει ένα αντάλλαγμα. Ένα ευχαριστώ θα ήταν πρέπον, αν και το ξέρω πως στο άκουσμά του σήμερα θα χαμογελούσε μειλίχια.

Χέρια σαν σύννεφα

Είχε για πρώτη φορά μια κιθάρα στην αγκαλιά του, μα εκείνο που έβλεπε ήταν στα σίγουρα ένα σύνεργο των θαυματοποιών, με σχήμα σαν ξαπλωμένο άπειρο και σαν των Κινέζων όρθιο τυχερό οκτώ που λιποθύμησε μέσα στην παιδική ηλικία. Μαζί μια αγκαλιά που μύριζε ξύλο τριανταφυλλιάς και έλατου και ένα στόμα ορθάνοιχτο να ονοματίζει πράγματα σε άγνωστη γλώσσα. Και τεντωμένα τόξα, και χορδές που κρέμονταν στις γέφυρες, σκυμμένες πάνω από τα κόκκαλα καβαλάρηδων, με τα λευκά τους να καλπάζουν μες στη φαντασία χιλιετίες τώρα για να παραδώσουνε το μήνυμα, κάθιδροι αγγελιαφόροι. Και η χορδή κι αυτή μιλούσε απ’ την πλευρά που η κίνηση αγκαλιάζει την ακινησία σαν σιαμαία αδερφή, σαν Γιν και Γιανγκ του τώρα και του αύριό σου, μια σύμπνοια περισσότερο παρά μια αντιπαράθεση, ένα βίαιο χάδι απ’ τα λίγα που σου επιτρέπει ο ουρανός. Κι ήταν η κίνηση αυτή τόσο εξαίσια απ’ το χαλινάρι της καρδιάς οδηγημένη, που τα άλογα ξαφνικά στάθηκαν, κι όλη η εικόνα μίλησε με ένα στόμα, χορωδία μεταφραστών που μόλις συμφώνησαν. Εκείνος τώρα διάλεγε τη μια δικιά του μεταγλώττιση, έτσι καθώς κάποτε η Μάνια Σεφεριάδη, με την συμπαράσταση του Σεφέρη, μεταγλώττιζε, κατά πώς η ψυχή της το ένοιωθε, το Ταό Τε Κινγκ, ένα κείμενο που είναι αδύνατον να μεταγλωττιστεί, γι’ αυτό και παραμένει ανεξάντλητο.*

8
… σαν το νερό
που ωφελεί τα πάντα χωρίς φιλονικία…
Τελειώνει το έργο του,
ενεργεί τη στιγμή που πρέπει
και δεν ανταγωνίζεται κανέναν.
Δεν έχει ψεγάδι.


Δυο μέλισσες βουίζουν στα αυτιά

Τα αρχαία Κινέζικα είναι μια γλώσσα σαν μουσική. Για την ακρίβεια είναι σαν να σου μιλούν εικόνες από μια νοηματική που κάποτε εμπιστεύτηκε τους ομόγλωσσους και κατέστρεψε όλα της τα λεξικά. Και τι ξέρει να πει μια εικόνα στον σημερινό άνθρωπο; ένα Κινέζικο ιδεόγραμμα, που είναι μια ζωγραφική της σκέψης; Εδώ ο δυτικοθρεμμένος θα σηκώσει τους αντίχειρες και θα γκουγκλάρει το μυστηριώδες σχήμα, βέβαιος για μια καταγεγραμμένη ομογενοποίηση των αντιλήψεων. Όμως ο μοναχός θα προσευχηθεί στη σκιά του ιδεογράμματος ώσπου αυτό να του ανοίξει την πόρτα. Και ο πιστός θα ξαγρυπνήσει όρθιος πάνω απ’ το Μεγαλυνάριο ώσπου αυτό να του φανερώσει το κρυμμένο μέσα στον ήχο του νόημα. Και τούτη η φανέρωση διατηρεί ακόμα κύρος μέγα· κανένα λεξικό με τους τακτικούς εγκλείστους του δεν θα μπορέσει να της παραβγεί. Κι έτσι τα πράγματα θα δυσκολέψουν. Μα όχι για τον απλό άνθρωπο· σε κείνον ο κόσμος ακόμα μιλά σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς διαμεσολάβηση, δίχως πληθυντικούς και ενοικιαζόμενα λογισμικά.

Ο λευκός γερανός χτυπάει τα φτερά

Έτσι κι η μουσική μιλούσε τα δικά της ιδεογράμματα, κι έλεγε κάθε ώρα άλλο πράγμα, πάντα πιστή στη γεωγραφία του τόπου που στεκόσουνα να την αφουγκραστείς. Κι έτσι ήτανε κι εκείνη ανεξάντλητη. Έλεγε μόνον ό,τι ήσουν έτοιμος να ακούσεις, δεν σπαταλούσε χρόνο, δεν κορόιδευε· η μουσική δεν ήταν πονηρή. Έτσι προχώραγε κι αυτός, λες κι έλυνε το λουρί του σκύλου του. Κι ο σκύλος ήταν τα ίδια του τα βήματα, έτσι που απ’ τα παλιά τα χρόνια τα θυμόταν να πατάνε γύρω του από μόνα τους, υπακούοντας σε ένα δικό τους σχέδιο, αυτόνομα, αρχοντικά, σαν των Κινέζων το Τάι Τσι, που, ενώ έμοιαζε με γλυπτική του ανέμου, ήταν στ’ αλήθεια τρόπος να συγκατοικείς με τον εχθρό σου σε ένα σώμα, και, αν το ήθελες, το εχθρικό του εαυτού σου σώμα να κατατροπώνεις, δίχως να υποκύπτεις σε μικρότητες κι ανόητες φιλονικίες, να ψάχνεις φέρ’ ειπείν ποιο είναι ποιο.

16
Κι όταν τελειώσει η δουλειά του ο κόσμος λέει
«Έγινε η δουλειά μονάχη της».


Η άπιστη γυναίκα περνά κλωστή στη σαΐτα

Ύστερα ήρθαν οι ορδές των αλλοφύλων, κι άφησαν αποκαΐδια γης εκεί που ήσαν εύφορα χωράφια, και όργωσαν, και έσκαψαν, κι έχτισαν πύργους αλαζονείας να ριζώσει το τίποτα που είναι τίποτα, και είπαν: στο εξής όλα θα τα ζυγιάζετε κατά τον Άγιο Προκρούστη μου. Κι αν θέτε να βαδίζετε σε νέα γη, θα περπατάτε με τα μπαστούνια και με τα δεκανίκια που σας δάνεισα. Κι όταν θα βγαίνετε απ’ την έξοδο, προίκα θα τα αφήσετε στα εγγόνια σας, μην πάει ο κόπος χαμένος.
Έκτοτε οι μουσικοί μίλησαν με τη γλώσσα των λογιστών. Κι οι λογιστές βάλαν μια στάλα νερό στον ορθολογισμό, να στρίβει εύκολα και να γλιστρά ανάμεσα σ’ όσους ακόμα επιμένανε σε κάποιον λυρισμό. Κι όλα μετά μπερδεύτηκαν και δεν γνωρίζαμε τι ήταν τι. Κι η μουσική μιλούσε τώρα για όλα τα συγκεκριμένα πράγματα. Και του παπά το θυμιατό εγίνηκε γεννήτρια καπνού. Και τα ξομπλιαστά τεριρέμ γενήκανε ασκήσεις ορθοφωνίας, αποκομμένες απ’ τους μπαμπάδες των νοημάτων τους. Κι η μουσική εγίνηκε διαγωνισμός δεξιοτήτων, διαγκωνισμός ετεροτήτων (τάχα μου). Κι ύστερα ήρθαν οι κουκουλοφόροι να οικίσουνε τις τρυφερές μας σκέψεις, κι ήρθαν οι γερασμένοι έφηβοι, πολύξεροι, σκυθρωποί κι άδειοι σαν σκιάχτρα χωρίς χωράφι να σταθούν. Και είδα που λερώνανε χωρίς αιδώ τις ονειρώξεις της πραγματικής μας εφηβείας.

Στο μεταξύ ο μοναχός των Σαολίν, παρέα με τον άλλο του Αγίου Όρους, πλάθανε μέσα στις παλάμες τους σημάδια του αόρατου και προσκυνούσανε. Ο ένας με επικύψεις προς το βάραθρο της γης που σε κάθε επίκληση άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια του, σηκώνοντας απ’ τα βάθη χούφτες αγιάσματος να τις ανεβάσει σε σχήμα σταυρού μπροστά στις αγιογραφίες. Ο άλλος χαϊδεύοντας χρόνια πολλά της άγριας φοράδας την ατίθαση ράχη, κοιτώντας κατά την ανατολή, εκεί που έλαμπαν επίχρυσα τα φύλλα του δικού του φωτοστέφανου, η ολόδική του αγιογραφία. Το ίδιο όμως πράγμα κάνανε κι οι δυο τους.
Ο νέος με την κιθάρα, δεν είχε τόπο τότε να φιλοξενήσει τον ομόγλωσσο καλόγερο. Και άνοιξε την πόρτα του στον ξένο. Δεν ήξερε ότι οι δυο τους ήταν ένα πρόσωπο.

20
Μονάχα εγώ μένω ατάραχος
σαν το μωρό που δεν χαμογέλασε,
που δεν έδωσε ακόμα σημάδι.

79
Το ΤΑΟ του Ουρανού δεν ξέρει εύνοιες·
πάντα ελεεί τον ελεήμονα.

Βελόνα στον βυθό της θάλασσας


Ο Χρυσός κόκορας στέκει μόνος

Στο βάθος του χρόνου που απλωνόταν σαν γέφυρα πάνω απ’ τη ζωή, που πήγαινε απ’ το Ρίο στο Αντίρριο των δύο κόσμων του, έβλεπε τώρα αδιόρατα τον τρόπο που η μουσική άγγιξε τα πράγματα και τα έκανε άλλα. Ό,τι θυμόταν άξιο να μνημονευθεί, ήτανε πράγματι σαν ιδεόγραμμα, που μίλαγε σε κάθε εποχή αλλιώς. Αυτή την ευλογία πάσχιζε και στους μαθητές του τώρα να την περάσει, φάσκοντας κι αντιφάσκοντας, κατά πώς ήταν πρέπον, κυκλώνοντας το νόημα, ξέροντας ήδη πως θα βρεις το στόχο σου μόνο αν δεν κοιτάς κατάματα, έτσι που ο καλός τοξότης κλείνει τα μάτια για να διακρίνει καθαρά το κέντρο μέσα του. Έβρισκες νόημα μοναχά αν κύκλωνες σαν απελπισμένο γεράκι την αλεπού, με έναν σαρκοβόρο έρωτα, μα και με την ηρεμία εκείνου που ήδη κέρδισε ή έχασε. Ναι, τότε μοναχά είχες ελπίδα να γλείψεις το λαιμό της με τη βία που σου αναλογούσε.
Έτσι έβλεπε τη μουσική. Και έτσι ήταν. Κι αυτό το «έτσι ήταν» ήταν τόσο αδιανόητο για τον ανέτοιμο, που μες στα χρόνια έπαψε να χρησιμοποιεί επιχειρήματα. Έλεγε μόνο «Έτσι είναι!». Και έτσι ήταν. Γιατί ήταν τότε που τα ιδεογράμματα του χαμογέλασαν.

38
Η πρώιμη γνώση μπορεί να είναι «το λουλούδι του ΤΑΟ»
αλλά είναι και η ρίζα της βλακείας.

10
να τα ανασταίνεις αλλά να μην τα θες δικά σου,
…να τα οδηγείς χωρίς να τα εξουσιάζεις.

35
Κοιτάζουμε αλλά δεν το βλέπουμε,
τ’ αφουγκραζόμαστε αλλά δεν τ’ ακούμε,
όμως όταν το μεταχειριζόμαστε
είναι ανεξάντλητο.

37
…ποτέ δεν πράττει
κι όμως τίποτα δεν μένει χωρίς να γίνεται.


Ο πράσινος δράκοντας εκτοξεύει μαργαριτάρι

Εκείνοι που με επιμέλεια ασκούνται στην τέχνη του Τάι Τσι, λέγεται πως κινούνται προς εκείνη την ιδανική στιγμή μες στο μοναδικό φως της οποίας αποκτούν την ταχύτητα του ελαφιού, την ηρεμία του γερανού, την υπομονή του βοδιού, το θάρρος της τίγρης και τη μακροζωία της χελώνας. Με εξαίρεση ίσως το τελευταίο, όλα τα προηγούμενα είναι επίσης οι προϋποθέσεις ενός τίμιου μουσικού. Κι ο τρόπος που ο μουσικός στήνει το έργο του είναι ο ίδιος που ο μαχητής του Τάι Τσι κινεί το σώμα του μες στα κενά του χώρου για να τα γεμίσει. Ο μουσικός μιλά με του νερού την ταπεινότητα, που, καθώς είπανε, διαλέγει την πιο φτωχική θέση για να καθίσει, έχει όμως τη δύναμη να κατεδαφίσει το φράγμα όταν χρειαστεί. Και η ιδανική στιγμή στην άσκηση του Τάι Τσι είναι τότε που την κίνηση δεν την ορίζουν οι μυώνες μα η καθαρή πρόθεση. Έτσι και με τον μουσικό. (Για την ακρίβεια μόνον έτσι.)

28
Ο μεγαλύτερος γλύπτης είναι εκείνος
που δεν πελεκάει.

27
Ο καλός ταξιδιώτης δεν αφήνει ίχνη.

2
ο σοφός ενεργεί χωρίς να πράττει και διδάσκει χωρίς λόγια.


Σφραγισμένο σαν Κλειστό

Παρακολουθώντας κάποτε τον Μπενεντέτι Μικελάντζελι να παίζει το κονσέρτο σε Σολ του Ραβέλ, είχα την αίσθηση ότι οδηγούσε ένα διαστημόπλοιο μέσα στην αίθουσα με τη σιγουριά εκείνου που πράττει το ένα και μοναδικό άξιο λόγου πράγμα στη ζωή του. Η μουσική απλωνόταν σαν πέπλο γύρω του, ορθώνοντας τη λευκή οθόνη που πάνω της θα προβαλλόταν ο τρόπος που το μηχάνημα του χρόνου αυτενεργεί (όχι χωρίς την συνδρομή μας, πάντως). Τίποτα πιο σοφό στην ιστορία της μνήμης μου απ’ αυτές τις νότες τις παιγμένες απ’ τα ακροδάχτυλα του αινίγματος εκείνου του ανθρώπου. Όλα συνέβησαν στο επίπεδο της συνείδησης-κάτω-απ’ τη-συνείδηση, φωτίστηκαν απ’ τη σωματική πειθώ μιας ακαταμάχητης απουσίας· γιατί δεν ήταν μόνος του, το ήξερα. Και ξάφνου έχασα την αίσθηση του μέσα και του έξω. Εκείνος που άκουγε ήταν ο ίδιος που έπαιζε, κοινό και μουσικός κολύμπησαν για λίγο μες στο ίδιο σώμα, καθώς ο ιερέας μες στο εκκλησίασμα, καθώς του Χριστού το σώμα μες στο στόμα της μετάληψης. Ο κόσμος γύρισε την πλάτη του στο επί μέρους. Στην ήσυχη γωνιά της σκηνής χαμογελούσε το Πλήρες Ένα, ό,τι και να ‘ταν αυτό. Έτσι όπως με τον μαχητή. Έτσι όπως και με τον σοφό.
[Αργότερα έμαθα πως η εφορία κατάσχεσε τα δύο πιάνα του Μικελάντζελι. Κι αυτό ξάφνου τον έκανε στα μάτια μου ακόμα πιο εξωπραγματικά πραγματικό.]

81
Ο σοφός δεν έχει ανάγκη να μαζεύει·
όταν τα δώσει όλα στους άλλους
θα έχει περισσότερα…

Το ΤΑΟ του Ουρανού είναι ακονισμένο αλλά δεν πληγώνει.


Μονό μαστίγιο

Ο μουσικός που εγώ αγαπώ δεν έχει σώμα. Έχει κατεδαφίσει το από αιώνες ορθωμένο Σινικό τείχος που μοιράζει το μέσα με το έξω της χώρας του, το εδώ με το εκεί. Κι αυτό το χέρι που στο τέλος σφίγγεις για τα συχαρίκια είναι μονάχα μια παροδική ενσάρκωση, βαλμένη εκεί για το κοινό, να μην πεθάνει από τον τρόμο του. Ο μουσικός προσποιείται πως υπάρχει. Αυτό θα εννοούσε κάποτε ο Καρούζος όταν έστελνε το περίφημο σημείωμά του στον Τσιτσάνη, που, ανυποψίαστος, έπαιζε στο πάλκο το μπουζούκι του:
«Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις».

50
Έχω ακούσει πως αυτός που κρατάει γερά τη ζωή του
δεν συναντά ρινόκερους ή τίγρεις σαν ταξιδεύει στη στεριά
και δεν τον αγγίζουν τα όπλα του εχθρού σαν μπαίνει στη μάχη.
Γιατί; Γιατί το σώμα του δεν έχει «σημεία θανάτου».

56
Δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
ούτε ν’ απομακρυνθείς.
Δεν μπορείς να τον κολακέψεις
ούτε να τον προσβάλλεις.
Γι’ αυτό τον τιμούν όλα τα όντα του κόσμου.


Αρπάζοντας την ουρά του σπουργιτιού

Υπάρχει μέσα στο ΤΑΟ μια εξαίσια εικόνα: Η εικόνα ενός ουρανού που είναι κάτω από τη γη και τη στηρίζει· μιας πνευματικότητας που με ένα πικρό χαμόγελο γονιμοποιεί τις παραδοχές μας. Κι ακούω τον -δικό μας- Παπαδιαμάντη ήσυχα να γυρίζει πλευρό στο κρεβάτι του [«δικός μας», όσο μπορεί χωρίς προσπάθεια να είναι πια δικός μας]:

«… εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Το καμίνι»).

Οι δυο μας κόσμοι συναντώνται, χωρίς ποτέ να έχουνε συναντηθεί. Λες κι όσο εμβαθύνεις με τίμιες προθέσεις, τόσο ξυπνά ο τρόμος κι η ελπίδα να βρεθείς στην απέναντι πλευρά της γης, στην από κάτω Κίνα, αγκαλιά με το Απόλυτο Άπειρο, που είναι η πρώτη και η τελευταία στάση σε κάθε φόρμα του Τάι Τσι. Ο μουσικός δεν μπορεί παρά να παίζει μέσα σε αυτό [και μέσα από αυτό] το Απόλυτο Άπειρο, εκεί που όλα είναι σταθερά μες στη ρευστότητά τους.

Το ότι αυτό είναι με ακρίβεια η πραγματικότητα του κόσμου μας είναι μια λεπτομέρεια που κάποτε θα μας πανικοβάλει.

66
Δεν ανταγωνίζεται κανέναν
και γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να τον ανταγωνιστεί.

42
Αυτός ο λόγος είναι ο πατέρας μου.


[Και κάτι ακόμα: Οι Κινέζοι γνώριζαν το μπαρούτι πολύ πριν απ’ τους Ευρωπαίους· αλλά το μεταχειρίζονταν μόνο για βεγγαλικά.]


* Τα αποσπάσματα προέρχονται απ’ το Ταό Τε Κινγκ του Λα Τσου, σε μετάφραση Μάνιας Σεφεριάδη, εκδ. Ερμής 1971. Οι αριθμοί αντιστοιχούν στα κεφάλαια. Οι επί μέρους τίτλοι είναι ονομασίες κινήσεων του Τάι Τσι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: