Το πρόσφατο τελευταίο και χωρίς επιστροφή ταξίδι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που όσο ζούσε τόσο αποστρέφονταν τα ταξίδια και τις απουσίες από μόνιμο τόπο – πέτρα που κυλάει μαλλί δεν πιάνει έλεγε – έφερε στη μνήμη μου τον άγνωστο αυτοδίδακτο κατασκευαστή χαρτών και υδρογείων σφαιρών Σωτήρη Ζήση (1902-1989) που «γνώρισα» πριν από είκοσι πέντε χρόνια και πέντε μετά τον θάνατό του. Ομολογώ ότι ούτε ως ήδη αναγνωρισμένο σημαντικό λαϊκό ζωγράφο τον γνώριζα, τον καλύτερο της Μακεδονίας, όπως λέει ο Χριστιανόπουλος και οι σχετικοί έπαινοι των Κάρολου Τσίζεκ, Ηλία Πετρόπουλου και νωρίτερα του Βασίλειου Λαούρδα. Ήταν η ενασχόληση του Ζήση με τη ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη εκείνη που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, σε μάλλον προχωρημένη ηλικία, πολύ αργότερα από την χαρτοτεχνική του δραστηριότητα, που επίσης αγνοούσα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το 1994 έφτασε στα χέρια μου, από ευγενική προσφορά, ένας έντυπος δίχρωμος μονόφυλλος χάρτης στα ελληνικά, μικρών σχετικά διαστάσεων (20Χ38 εκ), εμφανές προϊόν χειροποίητης αυτοδίδακτης χαρτοτεχνίας. Απεικόνιζε μια κατά μεσημβρινό στενόμακρη ζώνη της ανατολικής Ευρώπης από τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Ο «Ακριβής Χάρτης Ανατολικής Ευρώπης», με γραφική κλίμακα ένα εκατοστό στον χάρτη να αντιστοιχεί σε περίπου εβδομήντα χλμ. στο έδαφος, κάλυπτε μια περιοχή από τη φινλανδορωσική Καρελία, το Ελσίνσκι [έτσι] και το Λένινγκραδ μέχρι την Κωνσταντινούπολη, κατά Βορρά-Νότο και από τη Βαρσοβία μέχρι τη Μόσχα και λίγο πιο πέρα, κατά Δύση-Ανατολή. Ο χάρτης ήταν αχρονολόγητος αλλά με σημειωμένα τρία σημαντικά στοιχεία–αφετηρίες για ιχνηλάτηση: «Έκδοσις Σωτ. Ζήσης», «Τύποις Ι. Μαρινέλη – Θες)νίκη» και «Τιμάται Δραχ 10» (με προσθήκη σε κόκκινο επικαιροποιημένης τιμής «Dr 30», από σφραγιδάκι, προφανώς για πωλήσεις αργότερες των αρχικών). Τα τρία αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του γεωγραφικού παράθυρου του χάρτη, θα μπορούσαν να δώσουν την περίοδο έκδοσης και περισσότερα για την ταυτότητα του χαρτοτέχνη (ή εμπειρικού χαρτογράφου). Η χρονολόγηση ενός αχρονολόγητου χάρτη είναι πάντα μια ελκυστική και μερικές φορές συναρπαστική διαδικασία, αλλά πάντα επίπονη και απαιτητική συνδυασμού πολλών στοιχείων που προσφέρει το χαρτογραφικό περιεχόμενο. Τέτοια είναι τα τοπωνύμα, η επιλογή του συγκεκριμένου γεωγραφικού παραθύρου και μερικά πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν. Απαιτούνται, γνώσεις, πείρα, υπομονή, έμπνευση, τύχη αλλά – κάποτε – γνωριμίες και δίαυλοι...
Η γνωριμία με τον Χριστιανόπουλο και η επικοινωνία μαζί του μου έδωσε τον Σωτήρη Ζήση. Τον είχε γνωρίσει γύρω στο 1960, ως κλισετζή και ρετουσέρ της εφημερίδας Μακεδονία, όπου εκεί πήγαινε ο ποιητής τα κλισέ της Διαγωνίου που άρχιζε τότε να βγάζει. Ο ίδιος θυμάται:
O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα
Πήγαινα εκεί συχνά [...]. Ο μπαρμπα-Σωτήρης κάθονταν περίπου στο κέντρο της αίθουσας και είχε πάντα στα μάτια του τους δύο τεράστιους επαγγελματικούς φακούς. Πλησίαζε τα εξήντα (είχε γεννηθεί το 1902), και ήταν ξερακιανός, με φάτσα γερασμένου προλετάριου –στο δρόμο κυκλοφορούσε πάντα με εργατική τραγιάσκα. Κατάγονταν από την Κουλακιά (Χαλάστρα), οι προγονοί του ήταν αγιογράφοι [...]. Από το 1959, όπως μου είπε, είχε αρχίσει να ζωγραφίζει. Ενδιαφέρθηκα αμέσως για τις ζωγραφιές του και με έκπληξη είδα ότι ήταν ωραίος λαϊκός ζωγράφος, και μάλιστα ζωγράφος του μακεδονικού αγώνα – μόνο που δεν του άρεζε να τον χαρακτηρίζουν λαϊκό ζωγράφο, γιατί θεωρούσε τον χαρακτηρισμό μειωτικό. Τον ρώτησα γιατί είχε αργήσει τόσο πολύ να καταπιαστεί με τη ζωγραφική, και τι έκανε παλαιότερα, και μου απάντησε ότι πριν πιάσει δουλειά (το 1937) στο τσιγκογραφείο της Μακεδονίας, είχε άλλα μεράκια και ασχολούταν με χάρτες. Επειδή οι χάρτες δεν με ενδιέφεραν, δεν θέλησα να τον ρωτήσω περισσότερα. Όπως μου είπε όμως ο στενός συνεργάτης μου Κάρολος Τσίζεκ, ο Ζήσης είχε καταπιαστεί όχι μόνο με κανονικούς χάρτες αλλά και με υδρόγειες σφαίρες, που τις σχεδίαζε αριστοτεχνικά. Έτσι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να μάθω περισσότερα γι’ αυτή τγν προπολεμική χαρτογραφική επίδοση του Ζήση, ενώ το ζωγραφικό του έργο, που το αγαπήσαμε και εγώ και ο Τσίζεκ, όπως και πριν από μας ο Βασίλειος Λαούρδας, το προβάλαμε με τόση επιμονή και θέρμη, ώστε σήμερα ο Ζήσης να θεωρείται ως ο καλύτερος λαϊκός ζωγράφος της Μακεδονίας [...].
Όμως ο Χριστιανόπουλος μου έδωσε και το τυπογραφείο. Άλλωστε ποιός καταλληλότερος από αυτόν στο ιστορικό σκανάρισμα των τυπογραφείων της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας; Συνεχίζοντας τις αναμνήσεις του λέει:
Όσο για το τυπογραφείο του Μαρινέλη, το συναντούμε στη Θεσσαλονίκη, κατά τη δεκαετία του 1930, πρώτα ως τυπογραφείο Παπαδοπούλου-Μαρινέλη και αργότερα ως τυπογραφείο Μαρινέλη. Στο τυπογραφείο αυτό πρωτοδούλεψε ο Σωτήρης Ζήσης όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1934 [...].
Όμως, και επειδή η εικόνα που είχε ο Χριστιανόπουλος για τον «μπαρμπα-Σωτήρη» με τα μεράκια του για τους χάρτες δεν του ήταν και πολύ σίγουρη, έσπευσε να προτείνει
«... ότι θα άξιζε πραγματικά μια επίσκεψη στο σπίτι του Ζήση, στον συνοικισμό Σαράντα Εκκλησιών, όπου ζει η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του. Ίσως αυτή θα ξέρει πολλά για τον αγαπημένο της πατέρα και θα μπορούσε να τα πει [...]. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ως η μοναδική κληρονόμος του, να έχει κρατημένους και τους ίδιους τους χάρτες». (Πάντως εγώ δεν θυμάμαι να τους είδα στις δύο επισκέψεις που έκανα στο σπίτι του περί το 1981)».
.
Οι επισκέψεις στο σπίτι του και οι αναμνήσεις που ακούσαμε εκεί στις αρχές του 2000 για τη ζωή του Σωτήρη Ζήση και τις χαρτοτεχνικές του δραστηριότητες πλούτισαν τις γνώσεις μας γι’ αυτόν και συμπλήρωσαν την εικόνα του, ως πρωτοπόρου σε άγνωστες σημαντικές πτυχές της χαρτογραφικής ιστορίας της χώρας, όπως ήταν η εκπληκτική επαγγελματική παραγωγή υδρογείων σφαιρών, για σχολική χρήση, που έκανε ο Ζήσης τη δεκαετία του ’50 με τις κόρες του, πριν ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Από αυτές μάθαμε ότι ο παππούς τους, πατέρας του Σωτήρη, ήταν μακεδονομάχος που φύλαγε ως πολύτιμο κειμήλιο επιστολή που του είχε στείλει, προς αναγνώριση της προσφοράς του, ο υπολοχαγός πυροβολικού Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν (γνωστός ανθυπολοχαγός στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού πριν φύγει για τη Μακεδονία). Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ο Ζήσης τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη Χαλάστρα και με εφόδιο την καλή του ορθογραφία και καλλιγραφία έμαθε την τεχνική και τέχνη της τσιγκογραφίας κοντά σε θείο του, που δούλευε τυπογράφος στη Θεσσαλονίκη. Η κόρη του θυμόταν ότι «ήταν και άνθρωπος ευχάριστος, δηλαδή το έλεγε το καλαμπούρι του όπου πήγαινε. Τον αγαπούσαν πολύ οι συνάδελφοι του».
Η πρώτη του δουλειά ήταν στο τυπογραφείο Ερμής, πριν επιστρατευτεί στα 17 του για την Μικρά Ασία, που υπηρέτησε μέχρι την Καταστροφή, έχοντας πάντα μαζί στον γυλιό του την επιστολή-κειμήλιο προς τον μακεδονομάχο πατέρα του, του συνταγματάρχη πλέον Μαζαράκη-Αινιάν διοικητή της Μεραρχίας Σμύρνης το 1919. Ο έφηβος Σωτήρης είχε ντραπεί να δείξει την επιστολή στον Μαζαράκη όταν τον συνάντησε, έχασε τον γυλιό του στην υποχώρηση και γύρισε με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη σχεδόν στα 22 του. Περιπλανήθηκε σε τυπογραφεία της Αλεξανδρούπολης, των Σερρών (για λίγο και στην Αθήνα) μέχρι να αρχίσει να εργάζεται το 1937 στην εφημερίδα Μακεδονία
της Θεσσαλονίκης και μάλιστα συνεταιριστικά στο τσιγκογραφείο, συνταξιοδοτούμενος το 1966.
Το 1937 ο τριανταπεντάρης Ζήσης ήταν πλέον σε ηλικία που έπρεπε να δει το μέλλον του ως οικογένεια. Οι συνθήκες δύσκολες. Δεν είχε εφόδια σπουδών μετά το δημοτικό, η εποχή ήταν οικονομικά και κοινωνικά στενόχωρη, οι ανάγκες άρχισαν να πιέζουν. Αν και ήταν σημαντικές (για την εποχή) οι επιδόσεις του στην ορθογραφία και καλλιγραφία όπως και η εμπειρία, η δεξιότητα και το ταλέντο του στην τεχνική και τέχνη της τσιγκογραφίας, δεν ήταν αρκετά για την βελτίωση των οικονομικών του σε μια εποχή τόσο δύσκολη όχι μόνο για την Ελλάδα. Τότε άρχισαν να αναδύονται κάποιες ιδιαίτερες ποιότητες που τον αναδεικνύουν σήμερα σε πρόσωπο άξιο γνωριμίας και προσοχής. Η δύναμη της γνωστικής αυτοβελτίωσης, μαζί με την ευφυΐα, την επινοητικότητα, την επιμονή και υπομονή καθώς και μια ιδιοφυή αντίληψη ενός ελλείμματος χαρτομάθειας στη χώρα, οδήγησαν τον Σωτήρη Ζήση σε μια καινοτόμο ιδέα που η πραγματοποίησή της θα μπορούσε να του αποφέρει επιπλέον πόρους για τα προς το ζην. Και ασφαλώς στη διαμόρφωση της ιδέας πρόσθεταν και τα μεράκια του, που λέει ο Χριστιανόπουλος, ίσως και η εσωτερική ποιότητα ιδιαίτερων ανθρώπων (συνήθως αποφέρει στην αργότερη πορεία του βίου) όπως εκείνη που είχε κάνει τον έφηβο στρατιώτη στην Μικρά Ασία «να ντραπεί» να δείξει στον επικεφαλής συνταγματάρχη του την επιστολή-κειμήλιο που είχε στον γυλιό του... Όλα αυτά φαίνεται να οδήγησαν τον Σωτήρη Ζήση «να δει», λίγο πριν ξεσπάσει ο Πόλεμος του 1940, ότι θα μπορούσε να αυξήσει τους πόρους της ζωής του κάνοντας κάτι απίστευτο για την εποχή: να κατασκευάσει πρώτος αυτός στην Ελλάδα υδρόγειες σφαίρες! Είχε ακούσει ότι δεν υπήρχαν ελληνικής κατασκευής υδρόγειες σφαίρες για τις σχολικές ανάγκες. Όσες κυκλοφορούσαν μέχρι τότε στη χώρα έρχονταν από το εξωτερικό με ξένη γραφή των τοπωνυμίων και επομένως με περιορισμένη κυκλοφορία. Η ιδέα του ήταν να φτιάξει αυτός τις πρώτες υδρόγειες σφαίρες στα ελληνικά και να προμηθεύσει τα σχολεία μέσω βιβλιοπωλείων. Δεν ήταν εύκολο γιατί δεν ήξερε πώς γίνονται οι σφαίρες, πώς γίνονται οι ατρακτοειδείς χάρτες που καλύπτουν τις σφαιρικές επιφάνειες (βλ. Χάρτης, 17) και πολλά άλλα τεχνικά που έπρεπε να σκεφτεί, όπως τα καλούπια για την κατασκευή των σφαιρών. Διάβασε εγκυκλοπαίδειες, το πρόσφατο «Σύμπαν» του Αναστασιάδη (1936), επισκέφτηκε μηχανουργεία και έδινε κατασκευαστικές οδηγίες, αρχικά για μικρού μεγέθους υδρογείους. Έτσι άρχισε το 1939 την κατασκευή των πρώτων ελληνικών υδρογείων σφαιρών στη Θεσσαλονίκη. Έφτιαξε μερικές, αλλά του έμειναν στο σπίτι αφού σε λίγο άρχισε ο Πόλεμος του ’40. Η τεχνογνωσία είχε όμως αποκτηθεί για να ξαναρχίσει η οικιακή παραγωγή των ελληνικών υδρογείων σφαιρών μετά την Απελευθέρωση και η εμπορική διάθεσή τους από βιβλιοπωλεία, με κορύφωση της έντονης επιτηδευματικής δραστηριότητας του «Χαρτοτεχνικού Εργαστηρίου» στο σπίτι του Ζήση στις Σαράντα Εκκλησιές, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και μετά.
Η ενασχόλησή του με τους χάρτες αρχίζει αμέσως μετά την έναρξη του Πολέμου του ’40, όταν ακούγονται τα τοπωνύμια των θεάτρων του νικηφόρου πολέμου, η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και άλλα. Ο κόσμος ζητούσε «να δει» πού βρίσκονται οι τόποι αυτοί και ο Ζήσης έφτιαξε για την εφημερίδα Μακεδονία έναν ολοσέλιδο χάρτη της Αλβανίας, ο οποίος ανέβασε πολύ την κυκλοφορία της όταν δημοσιεύτηκε. Χρησιμοποιούσε ως πρότυπο ξένους χάρτες τους οποίους μεταγλώτιζε, επέλεγε το γεωγραφικό παράθυρο που τον ενδιέφερε και τον επεξεργαζόταν, όπως έκανε και με την ιδιαίτερη περίπτωση του αχρονολόγητου χάρτη της αρχής του σημειώματος. Εκείνον με το «περίεργο» γεωγραφικό παράθυρο και τον ασυνήθιστο τίτλο «Ακριβής Χάρτης Ανατολικής Ευρώπης» με τον οποίο άρχισε η γνωριμία μου με τον σπουδαίο Σωτήρη Ζήση ως χαρτοτέχνη, πολύ πριν ασχοληθεί με την ζωγραφική του, για την οποία έγινε γνωστός. Η χρονολόγηση του χάρτη αυτού προσδιορίζεται από την ιδιαιτερότητα του περιεχομένου του, που είναι φανερό ότι «κάτι ήθελε να δείξει», εστιάζοντας στο συγκεκριμένο γεωγραφικό παράθυρο. Οι Γερμανοί είχαν ήδη καταλάβει τη Θεσσαλονίκη στις 6 Απριλίου του 1941, απαγόρευσαν την κυκλοφορία των εφημερίδων και κατάσχεσαν τα μηχανήματα της Μακεδονίας, ανάμεσά τους και το τσιγκογραφείο που είχε εκεί συνεταιριστικά ο Ζήσης. Ο ίδιος, που (κατά την αφήγηση της κόρης του) «...δεν τους χώνευε τους Γερμανούς και να δουλέψει για τους Γερμανούς δεν ήθελε...» έμεινε άνεργος. Έχοντας νωπή στο μυαλό του την επιτυχία του φύλλου της Μακεδονίας που είχε τον χάρτη της Αλβανίας άρχισε να φτιάχνει τον χάρτη της Ανατολικής Ευρώπης. Πότε όμως; Και εκτός της βιοποριστικής του ανάγκης, μήπως ενυπήρχε στον χάρτη αυτόν κάποια εκ μέρους του «οπτική ρητορική»; Ήταν αυτή εμφανής ή αφανής; Για το «πότε» και το «γιατί» η αφήγηση της κόρης του δίνει κάποιες απαντήσεις. Τοποθετεί την έκδοση του χάρτη το 1942 και αποδίδει την κατασκευή του στην κατάλληλη ιστορική συγκυρία. Ο κόσμος παρακολουθούσε την εξέλιξη του πολέμου ταραγμένος από τη μεγάλη ανατροπή που έφερνε η γερμανική επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο: «δίψαγε ο κόσμος, άκουγε Λονδίνο. Τότε, σκέφτηκε να κάνει κι ένα χάρτη της Ρωσίας, για να βγάλει και καμιά δεκάρα δηλαδή εδώ που τα λέμε. Κι έκανε αυτό τον χάρτη...» Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι το Μέτωπο αυτό, το γεωγραφικά μεγαλύτερο του Β΄ΠΠ, διήρκησε από τον Ιούνιο 1941 μέχρι τον Ιανουάριο 1942. Αυτός ακριβώς ο γεωγραφικός χώρος απεικονίζεται στον χάρτη του Ζήση, που φαίνεται να έτυχε καλής κυκλοφορίας, αν κρίνουμε από τις δύο τιμές πώλησής του, που σημειώνονται στον χάρτη. Οι τιμές αυτές, και η διαφορά τους, με δεδομένο το επίπεδο κόστους βασικής διατροφής (π.χ. το ψωμί) τον Απρίλιο του 1941 και τον πληθωρισμό τον Ιανουάριο του 1942 (αύξηση περ. 20 φορές) δείχνουν ότι ο χάρτης θα πρέπει να εκδόθηκε μεταξύ του τέλους του καλοκαιριού του 1941 και πριν την έναρξη της Μάχης της Μόσχας που άρχισε τον Οκτώβριο του 1941 (μέχρι τον Ιανουάριο 1942). Το γεωγραφικό παράθυρο του χάρτη απεικονίζει αυτόν ακριβώς το χώρο, αφήνοντας εκτός το Στάλινγκραντ και τον ανατολικότερο χώρο της γερμανικής επίθεσης εκεί, στις αρχές Μαΐου 1942. Όλα τα τοπωνύμια του Ανατολικού Μετώπου ήταν εκεί, στα ελληνικά, με την έμφαση να δίνεται στο σιδηροδρομικό δίκτυο, πρωτεύον και δευτερεύον. Ο χάρτης αυτός ήταν μια σιωπηλή προβολή της γεωγραφίας του μεγαλύτερου πολεμικού θεάτρου του Β΄ΠΠ και ίσως, σε συνδυασμό με τα ακούσματα από τα ερτζιανά του Λονδίνου, μια εξίσου σιωπηλή απάντηση στη γεωγραφική πολεμική προπαγάνδα της φιλοναζιστικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Νέα Ευρώπη/Das Neue Europa.
Μετά την Απελευθέρωση και την επανέκδοση της Μακεδονίας, ο Ζήσης επανήλθε στο τσιγκογραφείο της εφημερίδας και στα χαρτοτεχνικά του μεράκια με έμφαση στην σφαιροποιία, της οποίας ήταν ο άγνωστος πρωτοπόρος στην Ελλάδα. Στις αρχές του ’50 τον βρίσκουμε ήδη να ασκεί επιτηδευματική δραστηριότητα με «Χαρτοτεχνικό Εργαστήριο» στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές, με τις πρέσες και τα εργαλεία που επινόησε για την κατασκευή και την σημαντικά προσοδοφόρο παραγωγή των υδρογείων σφαιρών του, σε τρία μεγέθη, με μόνους βοηθούς τις κόρες του. Περί τις 2.000 υδρόγειες σφαίρες του μπαρμπα-Σωτήρη –με τη φίρμα των εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων που τις πουλούσαν– κυκλοφόρησαν σε όλη την Ελλάδα του ’50 και πολλοί μαθητές και δάσκαλοι τις έβλεπαν τότε στις τάξεις τους στα σχολεία της χώρας. Ο Ζήσης όμως προχώρησε και παραπέρα. Με τη δύναμη της δικιάς του πρώτα μορφωτικής αυτοβελτίωσης και τις προωθημένες πλέον δεξιότητητες που διέθετε, μαζί με την ευφυία, τα ταλέντα και τα μεράκια του, τον οδήγησαν να επινοήσει και κατασκευάσει, με γρανάζια και αλυσσίδα ποδηλάτου, χειροκίνητο ιδιοφυές «Εποπτικόν όργανον διδασκαλίας των κινήσεων της γης και σελήνης προς αλλήλας και εν σχέσει προς τον ήλιον», όπως γράφει το σχετικό κρατικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Δυστυχώς το σύστημα αυτό δεν είχε την επιτυχία και προσοδοφόρο τύχη των υδρογείων σφαιρών, ίσως λόγω κόστους, αλλά και πιθανόν λόγω του ...απολυτηρίου δημοτικού που μόνο αυτό διέθετε ο Ζήσης σε μια πόλη με ισχυρό πανεπιστήμιο.
Τα χρόνια περνούσαν, το επίπεδο χαρτομάθειας στη χώρα δεν σήκωνε πλέον ούτε καν τα μεράκια του Σωτήρη Ζήση και αυτός άρχισε να ζωγραφίζει, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ενώ συνέχιζε να εργάζεται στη Μακεδονία για την οποία έφτιαχνε οδικούς χάρτες και χαρτοδιαγράμματα για τη Διεθνή Έκθεση, όπως το ωραίο σχεδόν pop-art της 28ης ΔΕΘ του ταραγμένου 1963.
————————————
(Περισσότερα για τα χαρτογραφικά μεράκια του Σωτήρη Ζήση, με το πλήρες σημείωμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στο: Ε. Λιβιεράτος (Επιμ.): Ένας αυτοδίδακτος χαρτογράφος. Σωτήρης Ζήσης 1902-1989. Θεσσαλονίκη (2004), σελ. 117, ΕΚΕΧΧΑΚ, ISBN 960-7999-15-0).