Είναι γνωστό ότι οι χάρτες αποτελούν σημαντική οπτική γνωστική πηγή σχετικά με την απεικόνιση των χωρικών σχέσεων που υφίστανται στο γεωγραφικό περιβάλλον. Ένας χάρτης που δεν προσφέρει επιστημονικό γνωστικό αποτέλεσμα για τις γεωγραφικές σχέσεις δύκολα θα μπορούσε –τουλάχιστον για τους ειδικούς στο αντικείμενο– να θεωρηθεί ως «κανονικός» χάρτης. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χαρτογραφική εικόνα, με όλες τις γνωστικές ιδιότητες που διαθέτει η εικόνα, μέσα από τη νοητική διαδικασία της θέασης. Οι χάρτες, όμως, είναι κάτι παραπάνω από χαρτογραφικές εικόνες, αφού μόνον αυτοί απεικονίζουν μεθοδολογικά, συμβολικά και αριθμητικά τις διάφορες ποσοτικοποιήσεις των σχέσεων που υπάρχουν στον γεωγραφικό χώρο, φυσικό ή/και ανθρωπογενή, για χάρη της σύγκρισης και της ερμηνείας, προωθώντας έτσι τη σκέψη από το επίπεδο της πληροφόρησης στο επίπεδο της γνώσης.
Όμως, οι ποσοτικοποιήσεις των σχέσεων στον γεωγραφικό χώρο δεν έρχονται μόνο με τους χάρτες, αλλά και με άλλα μέσα οπτικής γνωστικής επικοινωνίας, που άρχισαν να εμφανίζονται από τον 17ο αιώνα και μετά: των γραφημάτων, των γραφικών παραστάσεων, που οπτικοποιούν τις πληροφορίες του γεωγραφικού χώρου και τις κάνουν γνώση. Τα δεδομένα του γεωγραφικού χώρου επεξεργάζονται ώστε να μετασχηματιστούν σε οπτικοποιημένες πληροφορίες και αυτές με τη σειρά τους να δημιουργήσουν γνώση. Σήμερα αυτά τα γραφήματα συνθέτουν ό,τι είναι γνωστό με τον όρο infographics (την πληροφορική γραφημάτων), θεμελιώδη στοιχεία της οπτικής επικοινωνίας. Προσφέρουν και αυτά εικόνες, ποσοτικοποιημένες ή όχι, σχετικά με τον γεωγραφικό χώρο, όπως οι χάρτες (και οι χαρτογραφικές εικόνες). Τι είναι, όμως, εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει μια εικόνα ως μέγιστης αξίας; Είναι όταν (κατά τον John Tukey) η θέασή της «μας αναγκάζει να προσέξουμε κάτι το οποίο δεν περιμέναμε ποτέ να δούμε».
Είναι παλιά η ιδέα και πρακτική της οπτικοποίησης των γεωγραφικών και χωρικών δεδομένων, ώστε μέσω της θέασης (του «βλέπειν») να μετασχηματιστούν σε πρώτο βαθμό σε πληροφορίες, κατόπιν σε γνώση και ίσως τελικά σε σοφία. Σήμερα αποτελεί στοιχείο της γνωστής στην πληροφορική «πυραμίδας DIKW» όπως ωραία περιγράφει, ίσως πρώτος, ο ποιητής της Έρημης Χώρας, T. S. Eliot στα χορικά του «Βράχου» του (1934): «Πού είναι η Ζωή που ζώντας έχουμε χάσει; / Πού είναι η σοφία που έχουμε χάσει στη γνώση; / Πού είναι η γνώση που έχουμε χάσει μέσα στις πληροφορίες;»
Τα γραφήματα αυτού του τύπου αναπτύχθηκαν σε υψηλά επίπεδα τον 19ο αιώνα, με την ανάπτυξη της στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων, της παιδαγωγικής στην εκπαίδευση, αλλά και της σχεδιαστικής τεχνικής στις επιστήμες των μηχανικών. Το απόλυτο αριστούργημα των πληροφορικών γραφημάτων, σε γεωγραφικό περιβάλλον αναφοράς, αποτελεί το πρωτοποριακό έργο του μηχανικού Charles Joseph Minard (1781–1870), ένα χρόνο πριν τον θάνατό του. Απεικονίζει τη Ναπολεόντεια εκστρατεία στη Ρωσία και είναι ένα ανυπέρβλητο πρώιμο έργο (1869) επιστημονικού πληροφορικού γραφήματος. Γνωστό ως το «διάγραμμα Minard», το γράφημα απεικονίζει τις απώλειες που Ναπολεόντειου στρατεύματος κατά την επίπονη εκστρατεία του 1812-1813 μέσω έξι μεταβλητών παραγόντων. Η σχεδίαση, βασισμένη στη χρήση του γραμμικού αναλογικού συμβολισμού, γνωστή στην θεματική χαρτογραφία, αποδίδει: α) το αρχικό αριθμητικό μέγεθος του στρατεύματος, β) τις μεταβολές του, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, γ) τη γεωγραφική του θέση κάθε φορά, σε ένα συμβατικό καρτεσιανό ορθογώνιο σύστημα, δ) τον χρόνο της πορείας, ε) την κατεύθυνσή της, και στ) την θερμοκρασία που αντιμετώπιζε το στράτευμα στην πορεία του. Στο γράφημα του Minard η αναλογική μεταβολή του πάχους του γραμμικού συμβόλου, που είναι το κύριο οπτικό στοιχείο της εικόνας, απεικονίζει την αριθμητική –φθίνουσα– δύναμη του στρατεύματος, κατά τη μακρά του πορεία, ενώ η κατ’ άξονα καταγραφή της θερμοκρασίας παρακολουθεί τις θέσεις του στρατεύματος στην πορεία του. Οι μεταβολές του γραμμικού συμβόλου προσφέρουν οπτικά την κύρια συγκριτική πληροφορία, ως προς τον χρόνο και τη θέση του στρατεύματος και η θερμοκρασία υπονοεί σαφώς την αιτία των απωλειών της δύναμής του. Αυτή η γραφική απεικόνιση πολλών μεταβλητών στις δύο διαστάσεις, περιγράφει ένα ιστορικό γεγονός, που γίνεται αμέσως αντιληπτό μέσω του μηχανισμού της οπτικής αντιληπτικότητας, ενισχυμένης με τη χρήση κατάλληλης χρωματικής έμφασης και με την παράθεση πηγών των δεδομένων, ώστε να κάνει το γράφημα συνάμα και αξιόπιστο. Είναι τέτοια η πληρότητα και η δύναμη του γραφήματος Minard, της εκστρατείας του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ώστε δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς τον Edward Tufte (1983) όταν λέει ότι «θα μπορούσε να είναι το καλύτερο στατιστικό γράφημα που σχεδιάστηκε ποτέ».
Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς ότι ο πολιτικός μηχανικός Minard, πριν το μνημειώδες γράφημά του, είχε ήδη αναπτύξει από νωρίς τις γραφικές παραστάσεις δεδομένων, όπως το περίφημο χρονοδιάγραμμα της συντήρησης των πεζοδρομίων στο Παρίσι του 1825 και το πρωτοποριακό χαρτογραφικό του έργο με τους θεματικούς χάρτες που απεικονίζουν με αναλογικά γραμμικά σύμβολα τον κυκλοφοριακό φόρτο μεταξύ της Ντιζόν στη Βουργουνδία και Μυλούζης στην Αλσατία (1845) και με αναλογικά σημειακά σύμβολα τα βοοειδή που στέλνονται για κατανάλωση στο Παρίσι από όλες τις περιοχές της Γαλλίας (1858).
Ανάλογα παραδείγματα γραφημάτων έχουμε και σε άλλες χώρες τον 19ο αιώνα, όπως στις ΗΠΑ, όπου η έμφαση στην οπτικοποίηση των δεδομένων του χώρου μέσω πληροφορικών γραφημάτων, δίνεται στον τομέα της συστηματικής διδακτικής και της εκπαίδευσης, κυρίως γεωγραφικής. Σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο William Channing Woodbridge (1794 –1845) και η Emma Hart Willard (1787–1870), προσέφεραν πολλά στην ιστορία των πληροφορικών γραφημάτων, από μια άλλη σκοπιά. Ιδιαίτερα η Willard, η οποία συνεργάστηκε στενά με τον Woodbridge, συγγράφοντας ένα σημαντικό βιβλίο γεωγραφίας με χάρτες, ήταν γνωστή σπουδαία παιδαγωγός και έμπρακτα υποστηρικτής των δικαιωμάτων των γυναικών στη ισότιμη μόρφωση και ιδιαίτερα στην ανώτερη εκπαίδευση, χωρίς όμως να ενταχθεί στο μαχητικό φεμινιστικό κίνημα της εποχής της. Προώθησε την ιστορική και γεωγραφική εκπαίδευση χρησιμοποιώντας καινοτομικά γραφήματα, επηρεάζοντας με αυτά μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών από το 1820 μέχρι τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865). Έτσι συμπύκνωνε μεγάλο όγκο γνωστικών δεδομένων σε κείμενα, κυρίως ιστορικού περιεχομένου, μετασχηματίζοντάς τα σε μορφές εικόνων. Με την οπτικοποιημένη γνωστική διαδικασία κατόρθωνε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των Αμερικανών νέων, που γεμάτοι ενέργεια για δράση δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στα ευρωπαϊκά πρότυπα και στην παράδοση της πειθαρχίας που απαιτεί η ανάγνωση των βιβλίων. Τα πληροφορικά γραφήματα εδώ έπαιζαν τον ρόλο της εκλαΐκευσης της μετάδοσης των πληροφοριών και αποκτούσαν ευρύτατη αποδοχή στο αμερικανικό κοινό, το οποίο από τότε έκανε πρωταρχικά δικό του πρότυπο την γνωστική δύναμη της εικόνας, την οποία αναπτύσσει συνεχώς μέχρι σήμερα, ως επιστήμη και τεχνολογία αιχμής, κυρίως στη Δυτική Ακτή.
Η Willard, γεννημένη λίγο μετά την Αμερικανική Επανάσταση, συνέβαλε στη μαζικοποίηση του (κυρίως) αμερικανικού φαινομένου της κυριαρχίας της εικόνας στη δομή της «πυραμίδας DIKW» ή τουλάχιστον της μεγάλης επιρροής της. Η οπτικοποίηση των δεδομένων, η οπτική της πληροφορίας, η γνωστική οπτική, το «βλέπειν», οι «χώροι θέασης» (seeing rooms) στην εκπαίδευση, την έρευνα, την επιχειρηματικότητα, την άσκηση διοίκησης, στους τομείς διακυβέρνησης, την καθημερινότητα και σε άλλες πτυχές της αμερικανικής ζωής, αποτελεί μια σαφή αμερικανική παράδοση που κυριαρχεί και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα, με τεράστιες προοπτικές μεγέθυνσης. Η Willard πίστευε, από το αποδεικτικό της πείρας, ότι «το οπτικό, ως εργαλείο διδασκαλίας, προηγείται του προφορικού, γιατί διευκολύνει την απομνημόνευση, εφόσον μέσω της όρασης συνάπτονται οι εικόνες στο μυαλό», προφανώς σε αντίθεση με το προφορικό, εφόσον μέσω της ακοής συνάπτονται δυσκολότερα οι ήχοι στο μυαλό, απ’ ότι οι εικόνες.
Αυτά βέβαια, περί των γραφημάτων οπτικής πληροφορίας και της γνωστικής τους αξίας, ισχύουν και στην υπόθεση των χαρτών, που ανήκουν άλλωστε στην ίδια οικογένεια σκέψης και ενασχόλησης. Ιδιαίτερα οι χάρτες, που ξαναέγιναν τόσο επίκαιροι στις μέρες μας και στη γειτονιά μας. Σε αυτά τα θέματα επενδύονται σήμερα μεγάλες ερευνητικές προσπάθειες, αναζητώντας ξεχασμένα πρότυπα απόκτησης της αντίληψης και γνώσης του χώρου, για να ενσωματωθούν δημιουργικά στις νέες διαδικασίες που προσφέρει η ψηφιακή επανάσταση της εικόνας, ως γνωστικού μέσου και οπτικής ρητορικής, όπως γίνεται σήμερα στη γειτονιά της χώρας.
Άλλωστε, δεν είναι σπάνιο να βρίσκει κανείς στη σύγχρονη προωθημένη βιβλιογραφία την «ανακάλυψη του τροχού» ως νέα ιδέα και πρόταση! Η σύγχρονη σοβαρή ενασχόληση (ιδίως στα θέματα του χώρου) ξεκινάει πάντα από την αναψηλάφηση της περασμένης γνώσης, για να είμαστε βέβαιοι ότι έχει γίνει από άλλους στο παρελθόν η ανακάλυψη του τροχού!