Με την πλειοψηφία των Κινέζων συγγραφέων να επιλέγουν την «πολιτική» προσέγγιση, τα νέα κείμενα huaju που γράφονται αυτή την περίοδο βρίθουν διακειμενικών αναφορών και «συναγωνίζονται» μεταξύ τους για την πλέον έγκυρη ερμηνεία της τραγικής ιδέας.
Το νέο είδος θεατρικής γραφής φτάνει στην ωριμότητά του τη δεκαετία του 1930 με τον Τσάο Γιου,[4] τον θεωρούμενο πατέρα της σύγχρονης κινεζικής θεατρικής γραφής και από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς στην ιστορία του κινεζικού θεάτρου.
Το πρώτο του έργο Η Καταιγίδα (Λεϊγιού) «το πιο διάσημο δραματικό έργο της προπολεμικής περιόδου και πιθανώς το έργο με τη μεγαλύτερη θεατρικότητα στο σύγχρονο κινέζικο θέατρο»,[5] λέγεται ότι το έγραψε σε μια νύχτα το 1933, όταν ήταν ακόμη 23 ετών και στο τελευταίο έτος των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1934 και αμέσως παρουσιάστηκε σε παραστάσεις στην Ιαπωνία και στην Κίνα.
Την ίδια χρονιά, στις 16 Οκτωβρίου 1934, ο Μάο Τσε Τουνγκ,[6] επικεφαλής 25.000 ανδρών, ξεκινά τη «μεγάλη πορεία» για το Πεκίνο, που θα τον φέρει 15 χρόνια αργότερα στην εξουσία.
Ο συγγραφέας μέσα από περίπλοκες διαπροσωπικές σχέσεις και δραματικές ανατροπές, εμπλέκει στην πλοκή μια σειρά μοιραίων γεγονότων με ερωτικά τρίγωνα, διαμάχη ανάμεσα σε πατέρα και γιους, πάθη, αιμομιξίες, αυτοκτονίες, ταξική πάλη, εκδίκηση, τιμωρία και έκπτωση αξιών, που διαλύουν μια πατριαρχική οικογένεια.[7]
Η κριτική είδε την Καταιγίδα ως «ένα μείγμα πολλών διάσημων δραμάτων», από τον Ιππόλυτοτου Ευριπίδη και τη Φαίδρα του Ρακίνα – δάνεια για την αιμομικτική ιστορία μεταξύ θετής μητέρας και θετού γιου και την ψυχολογική περιγραφή του γυναικείου χαρακτήρα της Φαν Γι ως γυναίκας που οδηγείται από έντονη επιθυμία για εκδίκηση – έως τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, τα Φαντάσματα και το Κουκλόσπιτο του Ίψεν και τους Πόθους κάτω από τις Λεύκες του Ο’ Νιλ. Άλλοι εξέλαβαν το έργο ως μια μοιρολατρική τραγωδία (mingyun beiju), με μεγάλη ομοιότητα με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Στην άποψη αυτή που κυριάρχησε τη δεκαετία του 1930, η έννοια της μοίρας διαφοροποιείται από την αρχαιοελληνική, καθώς σε αυτό το έργο το μοιραίο και η τραγική κατάληξη δεν παρουσιάζεται ως ανταπόδοση από τους ουρανούς, αλλά ως παρόρμηση για εκδίκηση[8] –πρώτα στην Φαν Γι και μετά στον Ντα Χάι– που χρησίμευσε ως «η κρυφή κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της πλοκής». Αντίθετα, άλλοι μελετητές, επέκριναν τη χρήση της έννοιας της μοίρας ως «παλιομοδίτικη αντίληψη του τραγικού στην αρχαιοελληνική τραγωδία και το δυτικό αστικό δράμα», που δεν ταίριαζε πλέον στη σύγχρονη εποχή, όπου «οι άνθρωποι έχουν ήδη γίνει κύριοι της τύχης τους».[9] Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η τοποθέτηση, για την έννοια της μοίρας στην Καταιγίδα, την χαρακτήρισε στην ουσία ως πνευματικό κληρονόμο των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, τις οποίες θεώρησαν ξεπερασμένες και ακατάλληλες για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
Από αυτή την πλευρά της κριτικής η Καταιγίδα αντιμετωπίστηκε ως κοινωνική τραγωδία, που θα έπρεπε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο όχι μόνον το θέμα «της διαπλοκής μεταξύ συγγενών», αλλά και «της αντιπαράθεσης μεταξύ δύο κοινωνικών τάξεων», προκειμένου να προκαλέσει «την κατάρρευση ενός φεουδαρχικού συστήματος».
Ωστόσο, ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας δεν δέχτηκε αυτές τις απόψεις. Δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του έργου, ο Τσάο αναφέρθηκε σε αυτές τις αναγνώσεις και κριτικές ως «πολύ πέρα από τη δική μου κατανόηση αυτού του θεατρικού έργου», επειδή «δεν ήταν πρόθεσή μου να διορθώσω, να επικρίνω ή να σατιρίσω οτιδήποτε». «Αυτό που έγραψα ήταν ένα ποίημα –ένα αφηγηματικό ποίημα που, […] παρά την εμπλοκή του με πραγματικά γεγονότα που αντιμετωπίζουμε στην κοινωνία (όπως η απεργία), σε καμία περίπτωση δεν είχε την πρόθεση να δώσει λύσεις». Αντίθετα, ο συγγραφέας επέμεινε στην ανησυχία του για τον μάταιο αγώνα των ανθρώπων υπό την κυριαρχία μιας μυστηριώδους εξωτερικής δύναμης: «Απεικόνισα το σύμπαν [yuzhou] στην Καταιγίδα ως ένα βαθύ πηγάδι [canku de jing] που, αν πέσεις μέσα του, όσο και να πονάς και να φωνάζεις, δεν θα μπορέσεις να βρεις τρόπο να ξεφύγεις από τη σκοτεινή αυτή τρύπα».[10] Απέρριψε επίσης εμφατικά κάθε ιδέα συσχετισμού του έργου με οποιοδήποτε άλλο ξένο έργο ή συγγραφέα: «Για να είμαι ειλικρινής, αυτή η ιδέα ότι είμαι οπαδός του Ίψεν και ότι ορισμένα μέρη του έργου είναι εμπνευσμένα από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη ή τη Φαίδρα του Ρακίνα, λίγο πολύ με εκπλήσσει. […] Είμαι ο εαυτός μου, ένας μικροσκοπικός εαυτός… Τα τελευταία χρόνια διάβασα αρκετά θεατρικά έργα, αλλά όσο κι αν το σκέπτομαι, δεν υπάρχει σκόπιμη μίμηση οποιουδήποτε συγγραφέα σε αυτό το έργο».
Από την άλλη όμως, λίγο πριν από αυτή τη δήλωση, ο ίδιος είχε παραδεχτεί το χρέος του στην αρχαία ελληνική γραμματεία: «Υποστηρίχτηκε ότι υπάρχουν ιψενικές επιρροές στο έργο, αλλά θα έλεγα ότι η επιρροή προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία». Σε ένα μεταγενέστερο άρθρο του, εξήγησε περαιτέρω αυτή την επιρροή και αναφέρθηκε στη χρήση του Προλόγου και του Επιλόγου του έργου «ώστε να λειτουργήσει περισσότερο ή λιγότερο ως αρχαιοελληνικός χορός και να οδηγήσει το κοινό σε μια πλατιά θάλασσα συναισθημάτων και σκέψεων».[11] Ωστόσο, ο Πρόλογος και ο Επίλογος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν μετά τις πρώτες παραστάσεις, τόσο λόγω της διάρκειας του έργου όσο και λόγω του ότι θεωρήθηκε ότι δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα. Στη διαγραφή αυτή συνηγόρησε η άποψη που υποστήριξε ότι καλό θα ήταν να μην δημιουργηθεί σκόπιμα μια «συναισθηματική απόσταση» μεταξύ του κοινού και του έργου, και είναι προτιμότερο «απλώς να αφήσουμε το κοινό να φοβηθεί, να συγκλονιστεί από την αμαρτία που ξετυλίχτηκε μπροστά του και να φωνάξει όπως μπροστά στον ερχομό μιας καταιγίδας που ταρακουνάει τα πάντα!».[12]
Ο διάλογος γύρω από τον συγγραφέα και το έργο του τονίζει το «παράδοξο» της διάστασης ανάμεσα στην καλλιτεχνική πρακτική και τον λόγο περί της ανάγνωσης και υποδοχής του τραγικού στη δεκαετία του 1930, περίοδο κατά την οποία η έμφαση στην «κοινωνική λειτουργία της λογοτεχνίας και των τεχνών» απαιτούσε «μια κριτική παρουσίαση» των κοινωνικών προβλημάτων στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής είχε αξιοσημείωτη επιρροή η άποψη που έδωσε έμφαση στις κοινωνικές αναφορές της Καταιγίδας και στον συσχετισμό με τα κυρίαρχα κοινωνικά ζητήματα. Υποστηρίχτηκε ότι το γεγονός αυτό όχι μόνο καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δημοτικότητα του έργου, αλλά άλλαξε και την αρχική στάση του συγγραφέα, που έγινε σταδιακά λιγότερο κατηγορηματικός ως προς την άρνηση των κοινωνικών αναφορών στο έργο του: «Πολύ πιθανόν να με κατέλαβε ένα ξαφνικό πάθος να δυσφημίσω το παραδοσιακό κινεζικό οικογενειακό και κοινωνικό σύστημα, πάθος τόσο μεγάλο και καταλυτικό που δεν μπορούσα παρά να το ακολουθήσω όσο πλησίαζα προς το τέλος του έργου».
Η Καταιγίδα του Τσάο Γιου, εμβληματικό έργο του νέου ομιλούντος δράματος στην Κίνα, έχει κληρονομήσει χαρακτηριστικά από την ελληνική αντίληψη περί μοίρας και λειτουργεί ως υποδειγματικό παράδειγμα υποδοχής της ελληνικής αντίληψης της τραγωδίας στον κινεζικό λογοτεχνικό λόγο της δεκαετίας του 1930.
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ, για να πω ότι το στοιχείο που πρόβαλε προνομιακά η Δύση από την αρχαιοελληνική τραγωδία ήταν το έλλογο και όχι το μυθώδες. Είδε την Τραγωδία ως απόσταγμα έλλογης σοφίας και όχι ως θυμόσοφο λαϊκό είδος, που πράγματι είναι. Είδε τον Μύθο ως κατασκευασμένο ψέμα και όχι ως συμπύκνωση μιας αλήθειας λαϊκής, κοινά παραδεδεγμένης. Είδε τα πρόσωπα της Τραγωδίας αποκομμένα από τον Μύθο τους, ως εξατομικευμένους χαρακτήρες που ζητούν τη δικαίωσή τους μέσα σε ιστορικό, ευθύγραμμο χρόνο. Αλλά ο χρόνος της Τραγωδίας είναι μυθικός και κυκλικός. Ο Οιδίπους, η Φαίδρα, ο Ιππόλυτος είναι αναπόσπαστοι από τον Μύθο τους. Πρόσωπα και προσωπεία γνωστά σε ένα κοινό που πηγαίνει να τα δει στο θέατρο για να κοινωνήσει τον μυθικό χρόνο τους, σβήνοντας την Ιστορία.
Η οικειοποίηση του τραγικού από τη γενιά του 1930 στην Κίνα διαποτίστηκε από μια περίπλοκη και μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ αισθητικής και λογοτεχνικού ρεαλισμού, που συνέδεσε το τραγικό με την πραγματικότητα και όχι με απρόβλεπτες δυνάμεις, που απομάκρυναν την τραγωδία από την καθημερινή εμπειρία. Οι Κινέζοι μελετητές, σε αντίθεση με την παράδοση της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να εξερευνήσουν τη λειτουργία της. Με άλλα λόγια, ρώτησαν ποια είναι η χρήση της τραγωδίας, παρά τι είναι στην πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η χρήση του τραγικού στην κινεζική λογοτεχνία, και στην πλειοψηφία των κείμενων του νέου θεατρικού είδους huaju, δεν παρείχε στο κοινό έλεος και φόβο για να εξαγνίσει το μυαλό και την ψυχή του, αλλά χρησιμοποιήθηκε ως δίοδος μεταφοράς συναισθημάτων θλίψης και αγανάκτησης και με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Η κινεζική πρόσληψη του τραγικού, σε αυτή την περίπτωση, λειτούργησε ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης της σχέσης μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής που πολιορκούσε τον σύγχρονο κινεζικό λογοτεχνικό λόγο στον τόπο και τον χρόνο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Cao, Yu. Leiyu.Wang Tso-liang and A.C. Barnes, μτφρ. Foreign Languages Press, Πεκίνο 1978.
Cao, Yu. Thunderstorm, Preface, Research Retrospective of Cao Yu. Wang Xingping, Liu Sijiu and Liu Wenbi (επιμ.), The Straits Literature and Art Press, 1985.
Chen, Xiaomei. "Performing the Nation: Chinese Drama and Theater" στο The Columbia Companion to Modern East Asian Literature, σσ. 437-445. Columbia University Press, Nέα Yόρκη 2003.Eberstein, Bernd. "Introduction: Thespis in the Peargarden: The Rise of Modern Chinese Drama." Στο A Selective Guide to Chinese Literature 1900-1949: Τόμ. 4. Eπιμ. Bernd Eberstein, E.J. Brill, Nέα Yόρκη 1990. 3
Li, Ruru. "The Bard in the Middle Kingdom." Asian Theatre Journal, τόμ. 12 τχ. 1 (Άνοιξη 1995).
McDougal, Bonnie S. & Kam Louie. "Drama: Writing Performance – Cao Yu (1910-96)." Στο The Literature of China in the Twentieth Century, σσ. 177- 81. Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1997.
——— "Drama: Performing for Politics – Cao Yu (1910-96)." Στο The Literature of China inthe Twentieth Century, σσ. 305-7. Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1997.
Tian, Benxiang, Liu Yijun (επιμ.). The Complete Works of Cao Yu (τόμ. 5). Huashan Literature and Art Press, 1996.
Liang, Bingkun. Beside Cao Yu. China Theatre Press, 1999.
Zhou Cezong's Research, Guide to the May Fourth Movement: Intellectual Revolution in Modern China, 1915-1924, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1963.
Reflections on the May Fourth Movement: A Symposium, Benjamin I. Schwartz, επιμ., Harvard University Press, Κέμπριτζ 1972.
Vera Schwarcz's, The Chinese Enlightenment: Intellectuals and the Legacy of the May Fourth Movement of 1919, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1986.