我们
如何不存在地存在于所有时间
如何存在地不存在于所有时间
前者是阅读者和表达者
后者是爱发呆的焦虑性恋旧癖与看不见的支配者
《存在与不存在》
Εμείς,
Πώς να υπάρχουμε κάθε στιγμή χωρίς να υπάρχουμε
Πώς δεν υπάρχουμε κάθε στιγμή αν και υπάρχουμε;
Της πρώτης κατηγορίας είν’ ο αναγνώστης κι ο εκφραστής
Της δεύτερης, ο αγχωμένος φετιχιστής του παρελθόντος που πάντα αφαιρείται,
και O αόρατος Kυρίαρχος.
«Ύπαρξη και ανυπαρξία»
Τρία σχεδόν χρόνια έχουν περάσει απ’ όταν έγραψα τα παραπάνω λόγια και από τη σκηνή τού διλήμματος, «πώς να διηγηθώ μια κοινή ανθρώπινη τραγωδία χωρίς να την εξευτελίσω με ένα μονοδιάστατο αδρό περίγραμμα και ταυτόχρονα να μη φανώ πολύ ανεπαρκής και αδέξια, και φανούν ο θυμός και η πίκρα που ορμούν στην καρδιά μου ρουτινιάρικα και τετριμμένα, όπως άλλες χαρές και λύπες στον κόσμο». Μόλις είχα χάσει έναν φίλο που θεωρούσα (μια σημείωση, εδώ, στα κινέζικα, το ρήμα είναι «θεωρώ», σε ενεστώτα, δηλαδή οι ομιλητές της κινεζικής μιλάνε για τον πεθαμένο με τον ίδιο τρόπο όπως όταν ήταν εν ζωή) οδηγό και φάρο στη δική μου ζωή. Καθόμουν σ’ ένα καφέ στη Θεσσαλονίκη που κάπως έλειπε ο φωτισμός. Μιλούσα την ίδια γλώσσα με το άτομο απέναντι και τους ανθρώπους γύρω μου. Έντονη αίσθηση κενού, ακύρωσης και θρυμματίσματος συνέχιζε ν’ αντηχεί μέσα μου. Ωστόσο, η κοινή γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε με έκανε ανήμπορη να την εκφράσω.
Στην αρχή, όπως ο συνομιλητής απέναντι, νόμισα πως αυτό το αίσθημα αδυναμίας επικοινωνίας ήταν συνέπεια είτε του «δεν μπορώ» είτε του «δεν θέλω». Γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι και δεν μπορούσα και δεν ήθελα.
Αντιμέτωπη με έναν υπομονετικό συνομιλητή που μιλάει άπταιστα ελληνικά («ακροατής» φαίνεται πιο κατάλληλη περιγραφή, γιατί τον περισσότερο χρόνο εκείνου του απογεύματος, μόνο εγώ παραπατούσα αδιάκοπα στις λέξεις και καταλήξεις) προσπαθούσα ν’ αναπτύξω το θέμα «για μένα τι σημαίνει η αυτοκτονία ενός φίλου» περιγράφοντας τη ζωή και την προσωπικότητά του, μα δεν μπορούσα να συνδυάσω τα ρήματα με χρόνους παρελθόντος και την υποτακτική. Με το δεν μπορώ, ως φοιτήτρια γλωσσολογίας, αισθανόμουν βαθιά δυστυχισμένη. Επειδή δεν μπορούσα να κλίνω τα ρήματα με ακρίβεια που νόμιζα κατεκτημένη. Το δύσθυμο αυτό τελετουργικό συναισθηματικής κατάθεσης γινόταν απελπιστικά κωμικό. Ως φίλη του νεκρού, λίγο-λίγο άρχισα ν’ αγχώνομαι και να θυμώνω. Δεν θέλω. Μέσα μου, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι στην παράσταση του τραγικωμικού αυτού μονόλογου με ατάκες ελληνικές, η αρχική πρόθεση «να καλυφθούν τα κενά που άφησε ο φίλος στην πραγματικότητα με λέξεις που ξαναζωντανεύουν το απόν» δεν θα επιτευχθεί ποτέ όπως στη μητρική μου γλώσσα, χωρίς εξαίρεση. Μου ήταν αδύνατο να αποτρέψω τον διασυρμό αυτής της τεράστιας απώλειας. Η όποια αυτοπεποίθησή μου στην Ελληνική δεν έφτανε για να καλύψω το κενό, ούτε να τον ξαναφέρω στη ζωή έστω για λίγο, με την αφήγησή μου, ώστε να υπάρξει ξανά ο φίλος για μια στιγμή, κι ας μην υπάρχει. Χειρότερα, με τα λόγια μου ο θάνατός του επαναλήφθηκε για άλλη μια φορά, στη σκηνή μιας άλλης άκρης του κόσμου, το Αιγαίο, επιβεβαιώνοντας την ανυπαρξία του και λεκτικά, μέσα από χρόνους παρελθοντικούς και μελλοντική υποτακτική.
Αργότερα, όταν επέστρεψα σπίτι, πήρα τηλέφωνο μια φίλη στην Κίνα. Αναζητώντας συναισθηματική αποζημίωση διηγήθηκα ξανά τη ζωή και τα πάντα σχετικά με τον φίλο που έφυγε, μόνο αυτήν τη φορά προστατευμένη από την τάφρο της μητρικής μου γλώσσας, της οποίας τα ρήματα δε γεμίζονται με παρατατικούς. Μετά το τηλεφώνημα, έγραψα τα λόγια στην αρχή τούτου του κειμένου, και πρόσθεσα στο τέλος:
Ανακούφιση, λείπει πια το πέδικλο των χρόνων που καθιστά,
παρά τη θέληση, την ανυπαρξία σαφή.