Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι αναμφισβήτητα ο πιο γνωστός και πλέον μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας στην Κίνα. Το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε στα κινέζικα είναι ο Καπετάν Μιχάλης, το 1982, με τον τίτλο Ελευτερία ή Θάνατος. Η μετάφραση, από τα γαλλικά, είναι του Wang Zhenji και είναι πολύ καλή. Ακολούθησε Ο τελευταίος πειρασμός, το 1991, από τα αγγλικά, σε μετάφραση των Dong Leshan και Fu Weici. Ο Καζαντζάκης ευτύχησε να έχει σε αυτό το έργο του δύο από τους καλύτερους Κινέζους μεταφραστές· οι δυο τους συνεργάστηκαν και άλλες φορές, για παράδειγμα στο 1984 του Όργουελ, με επιτυχή πάντα αποτελέσματα, όπως δηλώνουν οι εγκωμιαστικές κριτικές στον Τύπο και η θερμή υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό. Μολονότι ακολούθησαν διάφορες άλλες μεταφράσεις του Τελευταίου πειρασμού(Li Liying, Zhang Yue, Yang Chunyan), αυτή των Dong Leshan και Fu Weici παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστη. Και στον Έλληνα Ζορμπά, όπως είναι στα κινέζικα ο τίτλος του Βίος και Πολιτεία του ΑλέξηΖορμπά, είχαμε διαφορετικές μεταφραστικές προσεγγίσεις (Wang Zhenji και Fan Zhong Liang, Li Chenggui). Ξεχωρίζει, όμως, η μετάφραση από τα ελληνικά του Li Chenggui, ο οποίος ανήκει στην πρώτη γενιά ελληνομαθών Κινέζων, σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στα Τίρανα και εργάστηκε στην Αθήνα ως απεσταλμένος του Πρακτορείου Ειδήσεων Xinhua. Ο ίδιος μετέφερε στην ιδεογράμματη κινέζικη γραφή και το Ταξιδεύοντας Κίνα (από το Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα) και την Ασκητική, ενώ έχει ολοκληρώσει και τη μετάφραση του Φτωχούλη του Θεού, του Συμποσίου και κάποιων θεατρικών έργων του Καζαντζάκη, ήτοι Βούδας, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Σόδομα και Γόμορρα. Τον κατάλογο των εκδοθέντων στην Κίνα έργων του Νίκου Καζαντζάκη συμπληρώνει ένα μικρό απόσπασμα από την Οδύσεια, σε μετάφραση από τα αγγλικά του ποιητή Ma Gaoming. Τυπώθηκε σε ένα ολιγοσέλιδο έντυπο από τις εκδόσεις Yilin το 2004. Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει προσφέρει σε καλαίσθητες εκδόσεις όλα τα μεταφρασμένα στα κινέζικα βιβλία του Καζαντζάκη και έχει συστήσει στο κινεζικό κοινό, από τη δεκαετία του ’80, μεγάλους συγγραφείς από όλο τον κόσμο, όπως τους Φουκώ, Πίντερ, Λέσινγκ, Κούτσι, Νάιπουλ και Άμος Οζ. Προξενεί εντύπωση ο μεγάλος αριθμός των επανεκδόσεων των βιβλίων του Καζαντζάκη στην Κίνα, ιδιαίτερα του Ζορμπά. Δεν μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια του αριθμού των επανεκδόσεων, λόγω της τεράστιας έκτασης της χώρας, της ύπαρξης πολλών μικρών εκδοτικών οίκων και της απουσίας ενός συστήματος καταγραφής της κινεζικής εκδοτικής παραγωγής καθώς και πληροφοριών για εκδοτικές εταιρείες. Στη δυσκολία αυτή συντελεί και το σύστημα χορήγησης του ISBN: δίνεται στους μεγάλους κρατικούς εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι, στη συνέχεια, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι, το πωλούν στους μικρούς ανεξάρτητους εκδότες.
Η ιστορία της μετάφρασης του Ζορμπά από τον Li Chenggui έχει ενδιαφέρον γιατί αντανακλά το κλίμα της εποχής. Ήταν η περίοδος της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης και ο μεταφραστής εργαζόταν στο Λιμάνι του Τιαντσίν (επίνειο του Πεκίνου) ως διερμηνέας. Τότε βρήκε σε ένα ελληνικό καράβι, που η Κίνα είχε αγοράσει για παλιοσίδερα, τέσσερα βιβλία του Καζαντζάκη, τα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αδερφοφάδες, Ασκητική και Συμπόσιον. Αψηφώντας τον κανονισμό που απαγόρευε την είσοδο στην Κίνα ξένων βιβλίων —για να αποτραπεί η εισβολή των καπιταλιστικών ιδεών και του ‘‘κιτρινισμού’’, δηλαδή της πορνογραφίας—, αντί να τα παραδώσει στην πυρά, όπως όφειλε, τα κράτησε, αφού διασφάλισε προηγουμένως με μεγάλες προσπάθειες και κίνδυνο της ζωής του τη συναίνεση του φύλακα. Δεν ήταν εύκολη η αναμέτρηση με το κείμενο. Παιδεύθηκε πολύ· ήταν μια πρόκληση γι’ αυτόν, όπως βεβαιώνει, τόσο ως προς τη γλώσσα όσο και το περιεχόμενο. Μπόρεσε, τελικά, να ολοκληρώσει τη μετάφραση μετά από πολλά χρόνια και πρόσφερε το χειρόγραφο στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά (Βαρβάρους) Κρήτης. Οι δυσκολίες στη μετάφραση και έκδοση των βιβλίων του Καζαντζάκη είναι αυτές που συναντάμε στη μετάφραση κάθε λογοτεχνικού έργου από τα ελληνικά στα κινέζικα· δηλαδή, εύρεση εκδότη, αμοιβή μεταφραστή, έλλειψη μεταφραστών και επιμελητών λόγω της χαμηλής αμοιβής τους και, τέλος, έλλειψη κατάλληλων ελληνοκινεζικών λεξικών.
Η πρώτη εκδήλωση για τον Καζαντζάκη στην Κίνα ήταν μια διάλεξη του Γιώργου Στασινάκη, προέδρου της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 2002 στο ιστορικό και όμορφο κτήριο του Κινεζικού Συνδέσμου Φιλίας με Ξένες Χώρες (ΚΣΦΞΧ), σε απόσταση αναπνοής από το Beijing Hotel, όπου έμεινε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην κινεζική πρωτεύουσα. Στην εκδήλωση παρευρέθησαν Κινέζοι διανοούμενοι και διπλωμάτες, οι πρέσβεις της Ελλάδας και της Ελβετίας και ενθουσιώδεις αναγνώστες του έργου του. Σε αυτή την εκδήλωση έγιναν γνωριμίες που εξελίχθηκαν σε ειλικρινείς φιλίες και καλές συνεργασίες που απέδωσαν καρπούς. Τότε συζητήθηκε πρώτη φορά η ίδρυση ενός κινεζικού τμήματος της ΔΕΦΝΚ, αν και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να πραγματοποιηθεί. Είχα φθάσει στο Πεκίνο την προηγούμενη χρονιά και, περπατώντας στους δρόμους και τα παραδοσιακά σοκάκια, τα χουτόνγκ, στους κήπους και τα παλιά Τείχη, προσπαθούσα με τα μάτια της φαντασίας μου να δω την πόλη όπως ήταν όταν την πρωτοαντίκρισε ο Καζαντζάκης καθώς έμπαινε από τη νότια πύλη. Έψαχνα για παλιές φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, ενδεχομένως για κάποια μαρτυρία ή απόκομμα εφημερίδας που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να μάθω κάτι περισσότερο για την παραμονή του στην κινεζική πρωτεύουσα. Διάβαζα τον «κινέζο Γκόρκι», όπως αποκαλεί ο Καζαντζάκης τον Λου Σουν, και έψαχνα να βρω αναλογίες ανάμεσά τους. Αργότερα, οι Κινέζοι φίλοι του καζαντζακικού έργου ονόμασαν τον σπουδαίο συγγραφέα «Κινέζο Καζαντζάκη» και τον Καζαντζάκη «Έλληνα Λου Σουν» και το 2012 έγινε η αδελφοποίηση του Μουσείου Καζαντζάκη με το Μουσείο Λου Σουν στην πατρίδα του συγγραφέα, το Σαοσίγκ, στην επαρχία Τζετσιάγκ, νότια της Σαγκάης.
Ακολούθησαν ομιλίες, ημερίδες, συνέδρια, εκθέσεις, προβολές ταινιών, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, μεταφράσεις, εκδόσεις και επανεκδόσεις των έργων του, λογοτεχνικοί διαγωνισμοί με τη συμμετοχή φοιτητών των ελληνόγλωσσων πανεπιστημιακών τμημάτων, η ίδρυση του κινεζικού Τμήματος της ΔΕΦΝΚ, καθώς και η έκδοση των εισηγήσεων των ομιλητών του συνεδρίου «Νίκος Καζαντζάκης: 60 χρόνια μετά», το οποίο διοργανώθηκε από το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πεκίνου το 2017 με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 ετών από τον θάνατο του συγγραφέα. Βασικοί συντελεστές των εκδηλώσεων αυτών ήταν η ΔΕΦΝΚ και το κινεζικό Τμήμα της, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πεκίνου, το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Διεθνών Σπουδών Σαγκάης, η Έδρα Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ξένων Σπουδών Πεκίνου και η Ελληνική Πρεσβεία. Ο Καζαντζάκης διδάσκεται πλέον στα πανεπιστήμια· οι φοιτητές εκπονούν τις πτυχιακές και μεταπτυχιακές εργασίες τους πάνω στο έργο του μεγάλου Κρητικού. Κατά τη διδασκαλία, ανάλογα με τις κατευθύνσεις σπουδών, δίνεται έμφαση στη γλώσσα και τα διαπολιτισμικά ή λογοτεχνικά στοιχεία, τη μετάφραση, τις φιλοσοφικές ιδέες, το ιστορικό πλαίσιο και την κινηματογραφική μεταφορά τους. Είναι ενδιαφέρουσα, φερ’ ειπείν, η ανάλυση των κινεζικών και ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων και πολιτιστικών παρανοήσεων, εκ μέρους του συγγραφέα και του μεταφραστή στα Ταξιδεύοντας Κίνα και Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που κάνει η Hu Jingjing στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών Σαγκάης. Η ανάλυση των στοιχείων αυτών, όπως βεβαιώνει η ίδια, πέρα από τη γνώση των κρητικών παραδόσεων και των ηθών και εθίμων που προσφέρει, συμβάλλει ώστε να εξοικειωθούν οι φοιτητές με τις διάφορες στρατηγικές μετάφρασης. Στο Πανεπιστήμιο Πεκίνου, αντίθετα, δίνεται έμφαση στη φιλοσοφική σκέψη του Καζαντζάκη· έτσι, ο καθηγητής Φιλοσοφίας Wu Fei έχει συμπεριλάβει τον Τελευταίο πειρασμό στη βιβλιογραφία που προτείνει στους φοιτητές του. Η δε ταινία Ζορμπάς του Μιχάλη Κακογιάννη, μία από αυτές που, επί αρκετά εξάμηνα, διδάχθηκαν οι φοιτητές στο μάθημά μου Ελληνική Ιστορία και Κινηματογράφος, γίνεται η αφορμή για μια φιλοσοφική προσέγγιση αυτής της εμβληματικής φιγούρας. Οι συζητήσεις που ακολουθούν είναι πάντα ενδιαφέρουσες και γόνιμες. Τα ερωτήματα που τίθενται αντανακλούν, ενίοτε, αντιλήψεις, ιδέες και προβληματισμούς που απηχούν μια κοινωνία με διαφορετικά πνευματικά θεμέλια και προσανατολισμούς. Η απορία, αίφνης, των φοιτητών γιατί στην κινηματογραφική διασκευή του Τελευταίου πειρασμού από το Μάρτιν Σκορσέζε, ο, κατά Καζαντζάκη, τελευταίος πειρασμός του Χριστού καταγγέλλεται ως βλασφημία· ή γιατί η ταινία προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις από την Εκκλησία και κρίθηκε «ανοσιούργημα». Στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την προβολή της ταινίας στο Πανεπιστήμιο Πεκίνου τέθηκαν πολλά άλλα ζητήματα, όπως οι αντιθετικές έννοιες καλό-κακό, αρετή-κακία, ύλη-πνεύμα, ανθρώπινο-θεϊκό· πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις επειδή τίθενται στο εσωτερικό ενός κόσμου που, παραδοσιακά, δεν γνώρισε δυισμούς αυτού του είδους ούτε το ηθικό πρόβλημα της αμαρτίας. Ο Τελευταίος πειρασμός προβαλλόταν τακτικά σε κινηματογραφικές λέσχες τα είκοσι χρόνια που έμεινα στο Πεκίνο. Ακόμη και τώρα, με τις υπερσύγχρονες αίθουσες προβολής και την έκρηξη του Διαδικτύου, εξακολουθεί να συγκεντρώνει θεατές σε γνωστό καφέ των σινεφίλ στην περιοχή του βουδιστικού Ναού των Λάμα· εκεί όπου ο Καζαντζάκης θυμήθηκε πόσο αγάπησε τον βουδισμό στη νιότη του, ζητώντας πειθαρχία. «Οι Δυτικοί δεν μπορούν να γίνουν ποτέ αληθινοί βουδιστές, γιατί ο Βούδας προστάζει να παρατήσουμε τα πάντα, ενώ οι Δυτικοί θέλουμε να καταχτήσουμε τα πάντα», παρατηρεί. Ενδιαφέρουσες συζητήσεις ακολούθησαν και μετά τη θεατροποιημένη εκδοχή της Ασκητικήςαπό το ΚΘΒΕ το 2018 στο Πεκίνο. Η πυκνότητα του κειμένου, ο φιλοσοφικός λόγος, οι μεταφυσικές προεκτάσεις και η αγωνία του συγγραφέα δυσχέραιναν την κατανόηση, όμως τροφοδότησαν τις συζητήσεις μας και διεύρυναν τη θεματική τους.
Ο Καζαντζάκης θα ήταν σίγουρα ιδιαίτερα ευτυχής αν μπορούσε να ακούσει τους προβληματισμούς των φοιτητών του Πανεπιστημίου Πεκίνου· του πανεπιστημίου που επισκέφθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούνη του 1957 και όπου εγώ είχα την αγαθή τύχη να διδάξω. Ένιωθα ιδιαίτερη συγκίνηση στη σκέψη ότι ο Καζαντζάκης είχε περπατήσει σε εκείνους τους πανέμορφους κήπους και τον φανταζόμουνα γελαστό και κατενθουσιασμένο ανάμεσα στις χαριτωμένες φοιτήτριες που τον είχαν κυκλώσει μιλώντας του στα γαλλικά και γερμανικά, όπως ο ίδιος αφηγείται. Μία από αυτές, η Φουτ-Λουρή, είχε αναλάβει να τον προσέχει, να τον υποβαστάζει, να του κάνει αέρα με τη βεντάλια. «Μωρέ, ξέρω εγώ πολύ καλά πως δεν έχω πράμα […], μα έλα που μου αρέσει…», σχολίαζε γελώντας ο Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, 1969, σ. 291). Από τις επισκέψεις εκείνες δεν υπάρχει, δυστυχώς, κανένα γραπτό στοιχείο, καμία φωτογραφία· καμία αναφορά εκτός από εκείνες του Καζαντζάκη. Δεν βρήκα τίποτα ούτε στο Πανεπιστήμιο Πεκίνου ούτε στον Κινεζικό Σύνδεσμο Φιλίας με Ξένες Χώρες, όπου επανειλημμένως απευθύνθηκα. Τα αρχεία τους είχαν όλα καταστραφεί στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Και οι Κινέζοι αναγνώστες χρειάστηκε να περιμένουν για να διαβάσουν τα βιβλία που τους χάρισε ως τη δεκαετία του ’80, όταν άρχισαν να επουλώνονται οι πληγές εκείνης της οδυνηρής εποχής και η χώρα να ζει μια πρωτόγνωρη πνευματική άνοιξη με τα βιβλία που μεταφράζονταν, τις ταινίες που προβάλλονταν και τις μουσικές που ακούγονταν. Ο Κινεζικός Σύνδεσμος Φιλίας με Ξένες Χώρες, η άλλοτε Επιτροπή Ειρήνης, είχε αναλάβει το έργο των πολιτιστικών επαφών και ανταλλαγών με τις χώρες που δεν είχαν ακόμη εγκαθιδρύσει διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Μεταξύ των άλλων είχε αναλάβει και την πρόσκληση και φιλοξενία των ξένων συγγραφέων· και ήταν αρκετοί αυτοί που επισκέφθηκαν την Κίνα, ιδιαίτερα μετά τη Διάσκεψη του Μπαντούνγκ, το 1955, όταν ο πρωθυπουργός Τσου Ενλάι απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση με το «ελάτε να δείτε». Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Αλμπέρτο Μοράβια, ο Χόρχε Αμάντο και ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ανάμεσα σε εκείνους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Η μεγαλύτερη, όμως, επίσημη αναγνώριση και απόδοση τιμής σε αυτόν που αγάπησε την Κίνα τόσο ώστε να ήθελε να ζήσει εκεί για κάποιο διάστημα, και θα το έκανε αν δεν είχε προλάβει ο θάνατος, όπως μας μεταφέρει η Ελένη Καζαντζάκη, ήταν η αναφορά του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην επιστολή του που δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, κατά την επίσημη επίσκεψή του στη χώρα μας τον Νοέμβριο του 2019. Ο Κινέζος Πρόεδρος αναφέρεται στον «σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κίνα δύο φορές» και τη ρήση του: «Ο Κομφούκιος και ο Σωκράτης είναι δύο μάσκες που σκεπάζουν το ίδιο πρόσωπο: το φωτερό πρόσωπο της ανθρώπινης λογικής».
Η περίπτωση Καζαντζάκη στην Κίνα αποδεικνύει πως η αξία του συγγραφικού έργου υπερβαίνει τα εμπόδια που θέτουν οι πολιτισμικές διαφορές και οι δυσκολίες της μετάφρασης, με τις αναπόφευκτες σαφώς ‘‘παραποιήσεις’’ όπως αποτυπώνονται στο γνωστό ιταλικό λογοπαίγνιο traduttore-traditore. Γιατί, όμως, ο Καζαντζάκης αρέσει στους Κινέζους; Τι εκτιμούν στο έργο του; Τη λογοτεχνική του αξία ή τις φιλοσοφικές του ιδέες; Ή μήπως συμβάλλει η αγάπη του συγγραφέα προς τη χώρα και τους κατοίκους της και το γεγονός ότι έχει γράψει γι’ αυτήν με βαθιά γνώση και αγάπη; Στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε από πού πηγάζει αυτή η προτίμηση προς τον Έλληνα συγγραφέα, διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι που εξηγούν την προτίμηση των Κινέζων για το έργο του Καζαντζάκη. Σύμφωνα με τον μεταφραστή του, Li Chenggui, είναι οι ιδέες του και, ιδιαίτερα, η «λεύτερη κραυγή» του Ζορμπά. Η ελευθερία του, που υψώνεται πάνω από πατρίδες, θρησκείες, ιδεολογίες και έθνη, είναι κάτι που εκπλήσσει και αρχικά τρομάζει τους Κινέζους. Αυτή η πρωτόγνωρη, για τον σινικό κόσμο, ελευθερία γίνεται η αφορμή ώστε να μυηθούν στο καζαντζακικό σύμπαν. «Ο Καζαντζάκης μ’ έμαθε να είμαι ελεύθερος», τονίζει ο Li Chenggui· και, συμπληρώνει: «αυτή η ελευθερία φέρει τ’ αχνάρια του Ζορμπά». Η ανάγνωση του Ζορμπάβοηθάει στη γνώση και κατανόηση ενός άλλου πολιτισμικού μοντέλου, πιστεύει ένας φίλος δημοσιογράφος της Λαϊκής Ημερησίας. Ο Ζορμπάς, που είναι τόσο διαφορετικός από τα πρόσωπα της κινεζικής λογοτεχνίας, βοηθάει τον Κινέζο αναγνώστη να αγγίξει την ελληνική ψυχή. Ο Λου Σουν και άλλοι συγγραφείς του 20ουαιώνα έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να σπάσουν τα δεσμά της ανελευθερίας και της καταπίεσης, εξηγεί. Το πρόβλημα είναι πώς θα διασφαλίσουμε την ελευθερία μαζί με τη διατήρηση της κινεζικής κουλτούρας, η οποία έχει ανάγκη να μπολιαστεί από άλλες κουλτούρες και πρώτα απ’ όλα από την ελληνική. Οι περιγραφές, ιδιαίτερα της κρητικής φύσης με τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τους ήχους, τις μελωδίες της μητρικής λαλιάς, και η δίψα των Κρητικών για ελευθερία συγκινούν περισσότερο την Κινέζα ελληνίστρια Xu Kai. Την εντυπωσιάζουν, επίσης, τα όσα γράφει ο Καζαντζάκης για τη σημασία του κινεζικού ιδεογράμματος ‘‘γυναίκα’’ και τις λέξεις με αρνητική σημασία που έχουν ως συνθετικό αυτή τη ρίζα και ομολογεί ότι δεν τις γνώριζε όλες. Ο Καζαντζάκης εντοπίζει εκατόν τριάντα πέντε ιδεογράμματα που γράφονται με τη ρίζα ‘‘γυναίκα’’ και από αυτά, «τα τριάντα πέντε εκφράζουν τις μεγαλύτερες ντροπές και προστυχιές της γλώσσας» (Ν. Καζαντζάκης, ό.π., σ. 190.), για παράδειγμα, μπαγαπόντης, πρόστυχος, προδότης ή μοιχεία, ραδιουργία, ξετσιπωσιά. Εντυπωσιάζουν, επίσης, η αγάπη του για την Κίνα και η βαθιά γνώση του της ιστορίας, του πολιτισμού, της θρησκείας, των παραδόσεων, και της κοινωνικής και πολιτικής της κατάστασης. Το μαρτυρούν το Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα, οΒραχόκηπος, ο Βούδας, οι Τερτσίνες, αλλά και οι διάσπαρτες αναφορές σε άλλα έργα του. Η Xu Kai επισημαίνει, επίσης, τον Κοσμά, στον Καπετάν Μιχάλη, ο οποίος πηγαίνει σε μια βιβλιοθήκη να δανειστεί Τα κινέζικα τραγούδια της δυναστείας των Σογκ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καζαντζάκης τα είχε διαβάσει και του άρεσαν, παρατηρεί με ικανοποίηση.Υπάρχουν, όμως, και οι διασκευές του Ιουλίου Βερν, Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα, Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 μέρες, Από τον Καύκασο στο Πεκίνο, καθώς και τα βουδιστικού ενδιαφέροντος λήμματα στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, και τα κινηματογραφικά σενάρια Βούδας και Μια έκλειψη ηλίου. Και, σαφώς, υπάρχει το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, που χρησιμοποιεί στο πρώτο του κιόλας βιβλίο, το Όφις και κρίνος, το 1906. Όλα μαρτυρούν το ενδιαφέρον του για την Κίνα, τον απωανατολικό κόσμο και τον βουδισμό· ενδιαφέρον που δεν έπαυσε ποτέ. Η σχέση του Καζαντζάκη με τον σινικό κόσμο, αλλά και γενικότερα τον απωανατολικό, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, φερ’ ειπείν, μια έρευνα για τα βιβλία για την Κίνα που υπήρχαν στην προσωπική του βιβλιοθήκη (αλλά και για την Ιαπωνία και την Ινδία, την οποία δεν μπόρεσε να επισκεφθεί), μολονότι η γνώση μας θα ήταν και πάλι ανεπαρκής αφού θα έλειπαν εκείνα που δανείστηκε από βιβλιοθήκες στις διάφορες χώρες που έζησε, γιατί γνωρίζουμε από επιστολές του πως δανειζόταν πολλά βιβλία από βιβλιοθήκες.
Επιστρέφοντας στους λόγους για τους οποίους οι Κινέζοι αγαπούν τον Έλληνα συγγραφέα, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν και εκείνοι που προτάσσουν τις ιδέες και τα οράματά του για την ανθρωπότητα. Οράματα που αρχικά είχε ταυτίσει με τη Σοβιετική Ένωση ενώ, όταν το σοβιετικό όνειρο έσβησε, στράφηκε προς την Κίνα. Σε αυτή την έντονη πορεία και τις ακραίες ιδεολογικές μετατοπίσεις, ποια θέση κατέχει η ‘‘καταστροφή’’ στο φιλοσοφικό του σύστημα; Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς η βίαιη ανατροπή και η καταστροφή του παλαιού κόσμου εντάσσονται στην υπηρεσία της πνευματικής του δημιουργίας και την ανέλιξη του ανθρώπου, παρατηρεί μια φίλη. Για κάποιους άλλους ο Καζαντζάκης είναι ένα παράθυρο στη σύγχρονη Ελλάδα, την ελληνική ψυχή και την κρητική ματιά, η οποία απλώνεται και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Ο Καζαντζάκης εκφράζει μια ελληνικότητα η οποία ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας και αποκτάει οικουμενική διάσταση γιατί συγκινεί τον αναγνώστη ανεξάρτητα από ποια χώρα προέρχεται. Έτσι, ξεπερνάει τα ελληνικά σύνορα και συγκινεί και τον Κινέζο, τον Ιάπωνα, τον Κορεάτη, και την κάθε ευαίσθητη ψυχή. Τέλος, υπάρχουν και εκείνοι που γοητεύονται από τη γραφή του επειδή ρίχνει φως στις πιο σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής και προσφέρεται για προβληματισμούς και στοχαστικές αναζητήσεις.
Ο Νίκος Καζαντζάκης επισκέφθηκε την Κίνα δύο φορές, το 1935 και το 1957. Κατά την παραμονή του στο Πεκίνο, αλλά και στις άλλες πόλεις που επισκέφθηκε, συνάντησε συγγραφείς, καλλιτέχνες, και υψηλούς αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και τον τότε πρωθυπουργό Τσου Ενλάι. Από τη συνάντηση εκείνη έχουμε δύο φωτογραφίες στις οποίες, εκτός από τον Κινέζο πρωθυπουργό και τον συγγραφέα, διακρίνουμε τη σύζυγό του, Ελένη Καζαντζάκη, και τον Χρυσό και τη Νέλλη Ευελπίδη, φιλικό ζευγάρι που τον συνόδευε στο δεύτερο ταξίδι του στην Κίνα. Υπάρχει, επίσης, μια φωτογραφία των τεσσάρων με τον Πρόεδρο της Κινεζικής Βουλής, μία με Κινέζους συγγραφείς και μία άλλη στην οικία του ζωγράφου και καλλιγράφου Qi Baishi, τον οποίο ο Καζαντζάκης είχε γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά στη Βιέννη, όπου είχαν τιμηθεί και οι δύο με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Στα δύο ταξίδια του στην Κίνα ο Καζαντζάκης συνάντησε τους μεγάλους Κινέζους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, Hu Shi, Mao Dun, Guo Moruo (ο οποίος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Ειρήνης, έστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην Ελένη Καζαντζάκη όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του) και παρακολούθησε παράσταση Όπερας του Πεκίνου με τον Mei Lanfang, τον σπουδαιότερο Κινέζο ηθοποιό όλων των εποχών. Ο Hu Shi αναφέρει εν συντομία τη συνάντησή τους στο ημερολόγιό του με ημερομηνία 2 Μαΐου 1935: «Ο Schierlitz κάλεσε εμένα και τον κ. Νίκο Καζαντζάκη σε δείπνο. Ο Καζαντζάκης είναι ένας Έλληνας συγγραφέας· συζήτησε μαζί μου το ζήτημα της ελληνικής λογοτεχνίας στη δημοτική, το οποίο παρομοιάζει με τη σημερινή κινεζική κατάσταση, δηλαδή οι συντηρητικοί οπισθοδρομούν επιμένοντας στη χρήση της αρχαϊζουσας, ενώ οι καινοτόμοι προτιμάνε τη χρήση της ζωντανής δημώδους γλώσσας σε όλα τα λογοτεχνικά είδη.»*Ο Καζαντζάκης αφηγείται με ζωντάνια τη συζήτησή τους για το γλωσσικό ζήτημα, τονίζοντας ότι «η ίδια ιδέα μας έσμιγε», αφού και οι δύο ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της γλώσσας του λαού· ο Καζαντζάκης της δημοτικής στην Ελλάδα και ο Hu Shi της πέι χουά, της δημώδους κινεζικής, στην Κίνα. Στο τέλος του δεύτερου ταξιδιού του, χαρούμενος και συγκινημένος από τη θερμή φιλοξενία που οι Κινέζοι απλόχερα του πρόσφεραν, ο Καζαντζάκης θέλησε να τους ευχαριστήσει με μια ασυνήθιστη χειρονομία: χαρίζοντας τα βιβλία του στους Κινέζους συγγραφείς. Και το έκανε, προς μεγάλη έκπληξη όλων. Στην ερώτηση της Ελένης Καζαντζάκη, ποια βιβλία θα τους ενδιέφεραν περισσότερο, απάντησε: «Φαντάζομαι ο Καπετάν Μιχάλης, ο Χριστός Ξανασταυρώνεται κι ο Ζορμπάς.» Και δεν είχε άδικο. Οι Κινέζοι αναγνώστες υποδέχονται με ενθουσιασμό το έργο του· νιώθουν την αγάπη του για την «αλαργινή χώρα» τους και τον θαυμασμό του για τον όλο «ποίηση και ευαισθησία» πολιτισμό τους. Και τα ανταποδίδουν. Ωστόσο, έχουν να γίνουν ακόμη πολλά.
* Τσεν Γίγκσουε, «Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα και οι κινέζοι λόγιοι των αρχών του 20ού αι. –Με αφορμή τη συνάντηση του Νίκου Καζαντζάκη με το Χου Σι», σε Ε. Αβραμίδου (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης Η απωανατολική ματιά, Θεσσαλονίκη, Ένεκεν, 2019 , σ. 118.