Μετά την επαναστατική και καποδιστριακή περίοδο, η κατάσταση στο νέο ελληνικό κράτος συνέχιζε σε κλίμα έντονης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύσπνοιας. Σε μία χώρα με ανύπαρκτες τεχνολογικές υποδομές και χωρίς προοπτική αλλαγής στο θεμελιώδες αυτό θέμα, κύριος κοινός παρονομαστής πολλών δεινών παρέμενε από το 1821 το άλυτο πρόβλημα των εθνικών γαιών και η ανυπαρξία γεωμετρικής, απεικονιστικής και νομικής τους τεκμηρίωσης και τακτοποίησης. Το θέμα των εθνικών γαιών ταλάνιζε τους Έλληνες, κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό, πολυπληθέστερο, πολυπαθέστερο, συμπαθέστερο και ίσως πλέον ανιδιοτελή τότε. Όπως σημειώνει το 1838 ο Peytier, με τη μακρά εμπειρία χαρτογραφήσεων επί του πεδίου στη χώρα, «λίγοι μόνο ιδιοκτήτες στην Ελλάδα έχουν τίτλους ιδιοκτησίας γης· πολλοί δεν είναι σίγουροι αν είναι οριστικοί ιδιοκτήτες. Έγιναν αρκετές πωλήσεις τις οποίες ακύρωσε η κυβέρνηση, επαναφέροντας στο κράτος την ιδιοκτησία που πουλήθηκε. Είναι μεγάλο λάθος από την πλευρά της κυβέρνησης που δεν έχει ακόμη αποφασίσει για το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Ζημίωσε τη γεωργία και μείωσε τα κρατικά έσοδα». Το απεικονιστικό ζήτημα των γαιών (η χαρτογράφηση), προαπαιτούμενο ανάπτυξης και σχετιζόμενο με την τεχνολογία για την οργάνωση, λειτουργία και πρόοδο ενός νέου κράτους ―κατά τα ευρωπαϊκά καθιερωμένα ήδη από την Α΄ βιομηχανική επανάσταση― δεν έτυχε προσοχής και παρέμεινε χρόνια ελλειμματικό, παρότι είχε τεθεί από τον Καποδίστρια το 1827 και με την ίδρυση το 1834 του τελικά ατελέσφορου Γραφείου δημόσιας οικονομίας. Αντίθετα, η χαρτογράφηση ήταν το πρώτο που απασχόλησε τους Βέλγους ―μαζί με το σύνταγμα― όταν απέκτησαν ανεξάρτητο κράτος το 1831, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Έλληνες. Οι ηγεσίες των Ελλήνων, από την αρχή του νέου κράτους τους, εκ των πραγμάτων σε μεγάλη απόσταση από την τεχνολογία και από τα ζητήματα περί γαιών και τεχνικών υποδομών, συνέχιζαν εξαντλημένες τις διχαστικές τους εντάσεις και αντιπαλότητες. Αυτό ενισχύθηκε στο περιβάλλον της βαυαρικής διακυβέρνησης, τελικά αναποτελεσματικής, αυτοϋπονομευόμενης και ανεπαρκούς, ιδιαίτερα στα τεχνικά έργα υποδομών. Η πρακτική ανικανότητα των κυβερνώντων και η υστερόβουλη συμπεριφορά του ημεδαπού συστήματος γύρω τους, δεν επέτρεπαν την υπέρ των αγροτών ―ακτημόνων ή όχι― αξιοποίηση των πολλών διαθέσιμων ακαλλιέργητων γαιών και την ανάπτυξη απαραίτητων υποδομών, όπως του ―ανύπαρκτου ακόμη― οδικού δικτύου. Απέτρεπαν επιπλέον την προσέλκυση πόρων και πληθυσμών εκτός της επικράτειας, ελληνικών και άλλων, με ευσεβείς πόθους συμβολής σε ένα νέο ευρωπαϊκό κράτος που αναδύθηκε στον ασταθή οθωμανικό χώρο με προσδοκίες παραδείγματος. Τα μόνα ελάχιστα έργα υποδομής που υπήρχαν ήταν ό,τι σποραδικά πρόλαβαν να κατασκευάσουν οι Γάλλοι στρατιωτικοί μηχανικοί από το 1829 μέχρι το 1832, πέραν εκείνου της σημαντικής χαρτογράφησης των γεωγράφων του Dépôt· τα αναφέρει ο Finlay, ενώ ο Peytier καταγράφει τα επείγοντα αναγκαία τεχνικά έργα, που δεν γίνονται, θύματα των εμμονών του επικεφαλής κυβερνητικού Βαυαρού στρατιωτικού μηχανικού.
Κανένα σημαντικό έργο δεν φαινόταν στο ορίζοντα, ούτε μπορούσε να γίνει λόγω της χρόνιας τεχνολογικής καθυστέρησης και της πολιτικής αδιαφορίας για την ανάπτυξη τεχνολογίας, παρά την ύπαρξη των πόρων του δανείου. Η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων από το εσωτερικό στις ακτές του Αιγαίου και Ιονίου, ‘προστάτευε’ πρακτικά τη ληστεία και σε συνδυασμό με τη διατήρηση της οθωμανικής φορολογίας των αγροτών ―της δεκάτης― διαιώνιζε τη φτώχια και υπανάπτυξη της χώρας. Ακόμα και στους διαρκώς μειούμενους φιλέλληνες, οι αναμνήσεις των ηρωικών πρώτων χρόνων της Επανάστασης είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν· είχε παίξει ρόλο και η δύστροπη, έως εχθρική, διαχείριση των σχέσεων με τις Δυνάμεις, κυρίως με τη Γαλλία ―την πλέον γενναιόδωρη προς τους Έλληνες, κατά τον Finlay και άλλους. Το νέο κράτος, στο οποίο παραχωρήθηκε ανεξαρτησία, μέχρι και ένοπλη προστασία, άρχισε τώρα να απογοητεύει· η ελπίδα να λειτουργήσει ως ευρωπαϊκό παράδειγμα στις εξελίξεις του Ανατολικού ζητήματος εξασθενούσε συνεχώς. Τα χρήματα του δανείου του 1832 ξοδεύονταν από τη βαυαρική διακυβέρνηση σε μισθοδοσίες, μη παραγωγικές δαπάνες και πολυέξοδα ταξίδια στελεχών στο Μόναχο. Χωρίς τη δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος αποτύγχανε κάθε προσπάθεια εφαρμογής τεχνολογιών δοκιμασμένων αλλού, που θα ανέπτυσσαν τις υποδομές, προς όφελος κυρίως των αγροτών και των βιώσιμων έργων παραγωγής πλούτου για τους πολλούς. Χωρίς αναπτυξιακές προοπτικές και με αδυναμία όχι μόνο μερικής ένταξης στις ύστερες φάσεις της Α΄ βιομηχανικής επανάστασης αλλά και παρακολούθησής της, οι Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από την εσωστρέφεια των διχαστικών τους συνδρόμων και της στρεβλής σχέσης με το κράτος που καλλιέργησαν οι εμφύλιοι ανταγωνισμοί και η βαυαρική διακυβέρνηση. Αλλά και η επερχόμενη Β΄ βιομηχανική επανάσταση φαινόταν άπιαστη εφόσον θα απαιτούσε εντατική, συστηματική και κοπιώδη προσπάθεια και εργασία για δημιουργία υποδομών και παραγωγή συγκεκριμένου έργου. Το ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’ των Ελλήνων θα έπρεπε τώρα ―τουλάχιστον― να ισορροπήσει με το δύσκολο ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’ της ευρωπαϊκής πρακτικής, προωθητικής της τεχνολογικής πρόοδου. Όμως η ροπή στην άγονη αντιπαράθεση, η πολιτική ίντριγκα και διαφθορά, η καλλιέργεια πελατειακής νοοτροπίας και η χρόνια ιδιοσυγκασιακή υπεροχή των λόγων έναντι των έργων εμπόδιζε ―μέχρι αποτροπής― τη στροφή των Ελλήνων προς τις πειθαρχίες της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Η ‘άποψη’ με άγνοια του θέματος, αντί της γνώσης από την επεξεργασία δεδομένων, παγίωσε την καθόλου αθώα νοοτροπία της ασάφειας, του ‘περίπου’ στα πάντα και κυρίως στα δύσκολα. Η ανάπτυξη σε ‘φιλοσοφία ζωής’ του αργόσχολου εισοδηματισμού, η ψύχωση για την ‘κατσίκα του γείτονα’, η καταπάτηση των απεικονιστικά ατεκμηρίωτων γαιών και ιδιοποίησή τους, κάθε άλλο παρά πορεία προς ευρωπαϊκό κράτος έδειχναν ή προοπτική σοβαρής ένταξης στη Β΄ βιομηχανική επανάσταση που ανέτειλε. Να πήγαιναν άραγε καλύτερα τα πράγματα με βασιλιά τον Λεοπόλδο, αντί του Όθωνα;
Το ερώτημα σχετίζεται με δύο κυρίως λόγους, για τους οποίους υπήρξε μια ιστορική ‘νοητή διασταύρωση’ της Ελλάδας με το Βέλγιο, δέκα χρόνια μετά την ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο πρώτος ήταν η σχεδόν ταυτόχρονη ανακήρυξή τους σε ανεξάρτητα κράτη στο Λονδίνο από τις ίδιες εγγυήτριες μεγάλες Δυνάμεις και ο δεύτερος η επιλογή του ίδιου προσώπου για ηγεμόνα των δύο χωρών, πρώτα ανεπιτυχώς για την Ελλάδα και μετά επιτυχώς για το Βέλγιο. Η ανεξαρτησία τους ήταν αποτέλεσμα του επαναστατικού αγώνα και των δύο χωρών με κοινό στόχο την ελευθερία, αλλά με διαφορετικούς όρους, ένταση, διάρκεια και θυσίες. Βασική παράμετρος και στις δύο περιπτώσεις, το θρησκευτικό υπόβαθρο της εξέγερσης ―ίσως πιο καταπιεσμένο στην περίπτωση των Βέλγων. Το πρόσωπο που προτάθηκε από τις Δυνάμεις για πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας ήταν ο έμπειρος, πολιτικά χειραφετημένος και ‘πολλαπλώς’ δραστήριος βρετανοστραφής σαραντάχρονος Λεοπόλδος Α΄, γιος του δούκα της Σαξονίας–Κοβούργου. Εύστροφος, κατάλαβε γρήγορα την πραγματικότητα και παραιτήθηκε από τον προτεινόμενο θρόνο της Ελλάδας αποδεχόμενος το στέμμα του Βελγίου· προτίμησε το βροχερό πεδινό τοπίο με τη μικρή ανιαρή ακτή στον Ατλαντικό και τους πρακτικούς κατοίκους, δίγλωσσους και καθολικούς, από το άλλο, το ηλιόλουστο, με τα ψηλά βουνά, τις ατέλειωτες δαντελωτές ακτές της Μεσογείου και τους ζωηρούς κατοίκους, επίσης (τότε) δίγλωσσους ―με επικρατούσα την ελληνική― και ορθόδοξους. Για την Ελλάδα, ως δεύτερη λύση, επιλέχθηκε ένας έφηβος πρίγκιπας από το Μόναχο, ο δεκαεπτάχρονος Όθων. Ο Λεοπόλδος, μέχρι το 1865 που έζησε, έβαλε τις βάσεις ενός ισχυρού κράτους (κυρίως οικονομικά) με πρώτη φροντίδα, ήδη το 1831, το σύνταγμα και την ίδρυση χαρτογραφικής υπηρεσίας για την τοπογράφηση της επικράτειάς του.