Περπατώ σημαίνει δεν έχω τόπο

Νυφικό
Νυφικό
Μέσα από τις χαραμάδες της πόλης

Στα κράσπεδα και στα φρεάτια, στους δρόμους· κάθε λογής αντικείμενα με κοιτούν πριν καν τα δω:

πεταμένα τραπουλόχαρτα, πιπίλες, τεμπεσίρια
κορδέλες ζαχαροπλαστείων, γάζες μες στο αίμα
μισοκαπνισμένα πούρα, κουβαρίστρες, στραπατσαρισμένοι χαρταετοί
τάματα, λογαριασμοί
μια τρωκτικοκτόνος παγίδα μιας χρήσης
ομπρελίνια παγωτού, κλειδιά, μπουλόνια
σφουγγάρια, περούκες, κηδειόχαρτα, μπαλόνια
σακουλάκια χάρτινα για κόλλυβα, σαλιάρες
ασφάλειες ρεύματος, σκούφοι, μπιτόνια
πινέλα και βερνίκια, σερπαντίνες, σκασμένες μπάλες, μανταλάκια
η πλαστικοποιημένη εικόνα ενός αγίου
κλήσεις της τροχαίας, κούκλες, περιτυλίγματα ανθέων
σελιδοδείκτες, ροδάκια, ένα βεγγαλικό
φιτίλια, φωτογραφίες (άλμπουμ ολόκληρα πεταμένα), μισοφαγωμένα γλυκά
βραχιόλια, τσιρότα, κορδέλες εργοταξίου, κορδέλες της αστυνομίας (ποιο έγκλημα έγινε εδώ)
αγκίστρια, ποτήρια, βελόνες, πινέζες, κουτιά από βιταμίνες, χάπια χύμα
παζλ, τετράδια, ελατήρια, σπασμένες πορσελάνες (να δω τη μάρκα από κάτω)

Κι έπειτα, τόσα αντικείμενα που ’χουν να κάνουν ειδικά με τα ανθρώπινα άκρα:

γάντια χειρουργικά, γάντια χειμωνιάτικα, γάντια βαριάς εργασίας, λαβές ποδηλάτου, κάλτσες,
βραχιολάκια, προφυλακτικά, παπούτσια μονά, ψεύτικα νύχια

Κι άλλα που ’ναι υπολείμματα οργανικής κοπής –
κελύφη σαλιγκαριών, ψαροκόκκαλα, λειωμένες κάμπιες
φτερά πουλιών
μια άδεια φωλιά (θα ’πεσε απ’ το δέντρο, τσαλαπατήθηκε)
φλέματα και ούρα
κομμένα νύχια


Η συνάντηση


Σ’ έναν στύλο της ΔΕΗ· ένα παλιό νυφικό για πούλημα
Τόσο προσωπικό αντικείμενο σε δημόσια θέα
Άδειο από σώμα κι από μνήμες
Το γεμίζουν πέρα ως πέρα η βία των αυτοκινήτων, ο θόρυβος κι οι κόρνες, τα καυσαέρια, η βρoμιά του δρόμου
Παραδίδεται στο βλέμμα του πάσα ένα
Απομεινάρι ενός άγνωστου κορμιού, μια κοινή πατσαβούρα
Μήπως λυτρώνεται επιτέλους από κάθε πάθος που ’χε περιβάλει
Αδειάζει απ’ τη ματαιοδοξία του δέρματος κι από κάθε επίδειξη –πράγμα ολωσδιόλου παράξενο εν προκειμένω, γιατί ένα νυφικό είναι εξ ορισμού μέρος μιας επίδειξης–
Καταντά ένα έσχατο αντικείμενο
Κι έτσι κάνει τη δουλειά που θα ’πρεπε να κάνουν η ανώτατη εκπαίδευση κι η πολιτική, η θρησκεία και το θεάτρο:
Σταματά την προγραμματισμένη διαδρομή μου απόψε

(Έστω για λίγα λεπτά)

Χαλάει τα αναγκαστικά πλέγματα του λόγου

(Έστω για λίγα μέτρα)

Αφαιρεί προστιθέμενες αξίες από το μηδέν των ανθρώπων
Και με ρίχνει πάλι πίσω καθαρό
Στην κίνηση του δρόμου που με σπρώχνει παρακάτω.
Πόση ώρα να σε κρατήσει ένα σάβανο εν μέση οδώ;

Σημείωση στα παραπάνω, Πέμπτη 22.ΙΧ.21 (φθινοπωρινή ισημερία)


Αντικείμενα χωρίς χρήση παραπέμπουν συχνά σε τόπους και καταστάσεις που έχουν παρέλθει – γεννούν μια αιφνίδια αμφιβολία αν ο χρόνος είναι γραμμικός και η λογική κοινή. Τέτοια αντικείμενα χωρίς χρήση είναι άγκιστρα ή συντομεύσεις· κάποτε μάλιστα υπόγειες σήραγγες ή μονοπάτια φραγμένα, από εκείνα που προχωράς κάμποσα μέτρα προτού παραδεχθείς το αδύνατο της περαιτέρω προόδου, τόσο είναι εθιστικά. Τ’αφήνεις πίσω όλο απογοήτευση που δεν σε πάνε ακόμη παρακάτω –ακόμη βαθύτερα– με την ελπίδα να τα συναντήσεις κάπου αλλού, σώα κι ακέραια σαν έναν αληθινό τόπο. Μυρίζει το γιασεμί.

Περπατώ σημαίνει δεν έχω τόπο


Παντού κνήσματα και περιτμήματα της ανθρώπινης παρουσίας
Υποδηλώνουν μια συνύπαρξη αδιαπέραστη από φιλοσοφίες και θεολογίες
Κομμάτια μιας ιστορίας αδιήγητης που κανείς δεν καταγράφει
Μιας ιστορίας χωρίς μεγάλα γεγονότα
Αντιμάχονται αιώνες τώρα
Τις μεθόδους των ιστορικών
Τα τοπογραφικά συστήματα
Τους κανόνες της γλώσσας και της κυκλοφορίας
Την πολεοδομία και τις τεχνοδομές
Την τοπική αυτοδίοικηση, τις αρχές και τους πολιτικούς
Τον νόμο και την τάξη που θέλουν τις πόλεις καθαρές
Την ακινησία των μουσείων και της γεωγραφίας (αν κι είναι τα ίδια ένα μουσείο διαρκές και φευγαλέο και μια γεωγραφία παρείσακτη)
Όλα ανατρέπονται απ’ τα πιο ελάχιστα απομεινάρια όταν περπατάς κι έχεις τον νου σου
Με τον τρόπο εκείνου του ιησουΐτη κι ιστορικού των μυστικών ρευμάτων που διακήρυξε πως
«Περπατώ σημαίνει δεν έχω τόπο»
(Μισελ ντε Σερτώ)
Αυτός έγραψε κάπου ότι περπατώντας μόνος η πόλη γίνεται

Μια απέραντη κοινωνική εμπειρία της στέρησης τόπου

Καθώς πορευόμαστε με λείψανα νοημάτων κι υπολείμματα μεγάλων φιλοδοξιών
Τα επίσημα νοήματα αποσαθρώνονται
Κρέμονται απ’ τις πινακίδες οδών και πλατειών:

«Πλατεία Συντάγματος», «Βασιλέως Κωνσταντίνου», «Πλατεία Ορθοδοξίας»

Το κράτος βάζει ονόματα και αριθμούς
Ενώ ο αληθινός τόπος
Δεν θα ’πρεπε να σημαίνει τίποτα
Κι ούτε να ’ναι αφιερωμένος σε κανέναν.

Φωλιά
Φωλιά
Σημείωση για το σπίτι μου, 19.ΙΧ.21

Ο δρόμος που κατοικώ έχει μετατραπεί σε άτυπο ουρητήριο. Είναι σκοτεινός και στενός, κι απ’ τη μια του άκρη τυφλός. Οπωσδήποτε, μια στρατηγική επιλογή για τους αγνώστους που εσχάτως περνούν τις νύχτες τους στην περιοχή και ουρούν δημοσίως. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για ένα-δυο πρόσωπα, ή για περισσότερα. Παλιότερα δεν το τολμούσε κανείς γιατί λειτουργούσε ένα ταβερνάκι στο ισόγειο. Το μισούσα εκείνο το ταβερνάκι. Τα κλιματιστικά έκαναν θόρυβο. Τώρα που έκλεισε «το μαγαζί» (σιχαμένη νεοελληνική έκφραση: «το μαγαζί»), δεν περνά ψυχή. Τα πρωινά, η αποφορά είναι φριχτή. Μήπως η τιμωρία μου; Η ανθρώπινη δυσωδία· ένα σημείο ακόμη, όπου η εγγύτητα γίνεται ανυπόφορη – ένα σύνορο αδιαπέραστο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: