1987: Με αφορμή την μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου του Μιλάν Κούντερα (με τον οποίο είχα φιλιώσει σε λογοτεχνικό συνέδριο στον Καναδά) H Τέχνη του Μυθιστορήματος, που μου είχε αναθέσει η Εστία και, χάρη στη μεσολάβηση του Λάκη Προγκίδη, φίλου του Κούντερα και μελετητή του έργου του, πέτυχα να με δεχτεί ο Μιλάν στο διαμέρισμά του, οδός Saint André des Arts-Μονπαρνάς, τελευταίος όροφος. Ήξερα πως απέφευγε τις συναντήσεις, πως δεν άντεχε τα εγκώμια και πως όλα γίνονταν υπό το βλέμμα της συζύγου του, της Κουντέροβα, η οποία, αφού με εξέτασε από πάνω μέχρι κάτω, είπε, ως επιβεβαίωση αποδοχής, πως η γραβάτα μου ήταν «μοδάτη». Την έλυσα και την πρόσφερα στον Μιλάν: η ατμόσφαιρα είχε γαληνέψει. Τα πράγματα πήγαν στραβά, όταν κατεβαίνοντας, ο Μιλάν και εγώ από τις σκάλες για να πάμε σε κοντινό βιετναμέζικο εστιατόριο, βρήκαμε παιχνίδι να πατάμε το κουμπί του ασανσέρ, το οποίο σταματούσε έτσι σε κάθε όροφο, οπότε η Κουντέροβα έφτασε στο ισόγειο και μας περιποιήθηκε αναλόγως. Όλα διορθώθηκαν στο εστιατόριο, όπου η συζήτηση πήγαινε παράλληλα προς τον πλούτο των εδεσμάτων, το κατάστημα πρόσφερε, ως χωνευτικό, ποτό σε τόσο δα φλυτζανάκι, το οποίο όταν άδειαζε, άφηνε να φαίνεται στον πάτο μια γυμνή νεαρή! Η Κουντέροβα ήταν πανευτυχής. Με ρώτησε πόσες μέρες ακόμα θα έμενα στο Παρίσι. «Ως το τέλος της βδομάδας», απάντησα. «Ωραία, ωραία», σχολίασε, «ο Μιλάν δεν θα είναι εύκαιρος ως το τέλος του μήνα».