Αύγουστο του ’78, ήρθαμε στην Ελλάδα. Δυο μήνες πριν τις εκλογές. Ο περιβόητος «επαναπατρισμός» για τους γονείς μου σήμαινε για τον πατέρα μου να βρεθεί από τη «Φωνή της Αλήθειας» στον Ριζοσπάστη και για τη μάνα μου από το ρουμάνικο Υπουργείο Δημοσίων Έργων σε μια μεγάλη τεχνική εταιρία που έκανε έργα στη Μέση Ανατολή. Για μένα, που από την τεράστια πολυκατοικία στο Βουκουρέστι όπου με φώναζαν (χαϊδευτικά) «ελληνάκι» βρέθηκα σε μια εξίσου άσχημη –απλώς λίγο μικρότερη– πολυκατοικία στα Σεπόλια όπου με φώναζαν (καθόλου χαϊδευτικά) «ρουμανάκι», τα πράγματα ήταν μάλλον πιο περίπλοκα. Η πρώτη είχε τουλάχιστον έναν τεράστιο κήπο και παίζαμε με τα άλλα παιδάκια, ενώ η δεύτερη δεν είχε παρά ένα στενό πεζοδρόμιο και τα παιδάκια με παίζανε μόνο όταν τους χάριζα τα παιχνίδια μου. Κι αφού δε μ’ έπαιρναν μαζί τους στο Κόμμα γιατί ήμουν, λέει, μικρή, κι άρχισαν και να μειώνονται επικίνδυνα τα παιχνίδια μου, κάποια στιγμή, κλείστηκα κι εγώ στο σπίτι κι έκανα παρέα μόνο με μεγάλους. Επίσης, καθώς ο πεντάχρονος εαυτός μου ήθελε να τα ξέρει όλα και μέχρι τότε νόμιζε ότι τα ήξερε όλα, το ότι ήρθαμε στην «πατρίδα» που όλα ήταν ανάποδα με φλόμωσε στις απορίες.
Καταρχάς, πώς γίνεται κάποιος να είναι εργάτης και φτωχός και να είναι ταυτόχρονα δεξιός. Διότι οι περισσότεροι στην πολυκατοικία μας, στη λαϊκή γειτονιά των Σεπολίων, ήταν και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι και φανατικοί νεοδημοκράτες. Είχαμε μάλιστα και δυο ακροδεξιούς: έναν «βασιλικό» (από αυτούς που καμαρώνουν κάθε χρόνο για την ευχετήρια κάρτα-φωτογραφία του Κοκού και της λοιπής Οικογενείας) κι έναν «χουντικό» (από αυτούς που κάθε φράση τους τελειώνει μ’ ένα «α-ρε-Παπαδόπουλος-που-σας-χρειάζεται»). Εντάξει, ο χουντικός ήταν πρώην στρατιωτικός, αυτό μου φαινόταν φυσιολογικό κατά κάποιον τρόπο, αλλά οι άλλοι; Οικοδόμος ο ένας, μπογιατζής ο άλλος, ένα συνοικιακό κωλομάγαζο είχε ο τρίτος. Ο ένας να φοβάται ότι θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα του πάρουν το σπίτι, ο άλλος να λέει πως «θα βγει αυτό το τσογλάνι ο Αντρέας και μας κάνει Σοβιετία», ο τρίτος να βρίζει τους συμμορίτες και τα κομμούνια που είναι και αντίχριστοι...
– Μα καλά, πως γίνεται να είναι δεξιοί όλοι αυτοί; Χαζοί είναι; Ρώτησα μια μέρα.
Άδραξε ο πατέρας μου την ευκαιρία, μ’ έβαλε κάτω για κανα δίωρο και μου εξηγούσε τα περί ψευδούς συνείδησης και αλλοτρίωσης και κυρίαρχης ιδεολογίας, πολύ ωραία πέρασα... Πάνω που είχε αρχίσει να μου διαβάζει αποσπάσματα από τη Γερμανική Ιδεολογία, κι εγώ τον κοίταγα σα χάνος καταγοητευμένη χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, επέστρεψε η μάνα μου από τη δουλειά και μας το ’κοψε: «Ρε Πετσίνη, Αϊνστάιν νομίζεις ότι το έκανες που του διαβάζεις Μαρξ πέντε χρονών;» Κι έτσι ό,τι πρόλαβα να καταλάβω ήταν πως ο καπιταλισμός με κάποιον τρόπο χαζεύει τον κόσμο κι αυτό το λένε «αλλοτρίωση».
Μετά μου προέκυψε ζήτημα ορισμών.
– Δεν είναι «λαός» οι άλλοι στην πολυκατοικία, ε; ξαναρώτησα λίγο αργότερα.
– Πως σου ’ρθε αυτό, ρε θυγατέρα; Φυσικά και είναι λαός!
– Μα πώς είναι λαός; Ο λαός είναι καλό πράγμα. Είναι δημοκρατικός. Είναι..., είναι... Δε λέμε «λαϊκός αγώνας», «λαϊκή δημοκρατία»; «Λαϊκός στρατός» εμείς και «Εθνικός στρατός» οι άλλοι;
Κάτι προσπάθησαν να μου εξηγήσουν αλλά εγώ δεν μπορούσα να το χωνέψω. Κι έτσι κατέληξα στο εξής σχήμα: όσο οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι τους γίνεται είναι «κόσμος», άμα καταλάβουν γίνονται «λαός». Οπότε είναι «ο κόσμος» στα Σεπόλια και «ο λαός» στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Όταν καταβαίνουν στις διαδηλώσεις είναι λαός, όταν κάθονται στα καφενεία είναι κόσμος. Κάπως έτσι.
– Είδες, γυναίκα, το παιδί είναι στη γραμμή του Κόμματος! είπε γελώντας ο πατέρας μου.
– Τέτοια λέγε, Πετσίνη, και θα σε διαγράψουν μια μέρα, τον αποπήρε η μάνα μου.
Κι οι δύο δίκιο είχαν.
Έπειτα άρχισα να μαθαίνω και νέες (πολιτικές) κατηγορίες. Στο δικό μου το σύμπαν μέχρι τότε υπήρχαν αριστεροί και δεξιοί, δημοκράτες και φασίστες, προοδευτικοί και συντηρητικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές και καπιταλιστές. Και ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΣ, βεβαίως: Αυτοί που μας είχαν κλέψει το αρχείο στο Βουκουρέστι κι είχαν διασπάσει το Κόμμα λίγο πριν γεννηθώ εγώ, και μισούσαν εμάς περισσότερο από τη Δεξιά. Ακούω λοιπόν τη μάνα μου μια μέρα να λέει «στη δουλειά έχουμε ένα σωρό ΕΚΚΕτζήδες».
– Τί είναι «ΕΚΚΕτζήδες»; πετάγομαι.
– Αυτοί που είναι με το ΕΚΚΕ.
– Και τί είναι «ΕΚΚΕ»;
– Μια οργάνωση. «Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας».
– Α, δηλαδή σαν και μας; Κομμουνιστές;
– Όχι, αυτοί είναι αριστεριστές.
– Τι είναι «αριστεριστές»;
– Λοιπόν, έχει γράψει ένα βιβλίο ο Λένιν....
Πήγε να αρχίσει ο καημένος ο πατέρας μου, τον διέκοψε όμως η μάνα μου κι έκλεισε το θέμα με συνοπτικές διαδικασίες:
– Είναι κάτι κουλτουριάρηδες που νομίζουν ότι είναι πιο αριστεροί από μας...
[«Τι είναι κουλτουριάδηδες;» «μόνο στη δουλειά της μαμάς έχει ΕΚΚΕτζήδες;» «Ποιο είναι το βιβλίο που έλεγες; Μπαμπά το βιβλίο, έλα, δώσε μου το βιβλίο, μην την ακούς αυτή, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΗ, ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩΩΩΩ!....». Μου το έδωσε, εννοείται, παρίστανα για μέρες ότι το διάβαζα και του ζωγράφιζα στα περιθώρια σφυροδρεπανάκια και γατούλες.]
Τους ΕΚΚΕτζήδες τους συμπαθούσα. Ήταν κυρίως αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, έμεναν σε μέρη όπως τα Εξάρχεια και η Πλάκα, έκαναν ωραία γλέντια, είχαν χιούμορ και μας έφερναν ωραίους δίσκους άλλων ΕΚΚΕτζήδων, όπως τα Πολιτικά του Μικρούτσικου, που πολύ μου άρεσαν. Επίσης έκαναν σαματά στις πορείες και συνήθως μας την έπεφτε η αστυνομία και τρέχαμε και είχε πολύ πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, επηρεασμένη από το βιβλίο που λέγαμε –Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού– τους είχα στο μυαλό μου κάπως σαν μικρά παιδιά με ιλαρά. Αλλά, εντάξει, για να νομίζουν ότι είναι πιο αριστεροί από μας, λίγο βλαμμένοι θα ήταν, δε χώραγε συζήτηση.