Μία ποιητική επιφανείας

Βαγγέλης Αλεξόπουλος, «Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής», εκδόσεις Οδός Πανός 2020

Μία ποιητική επιφανείας


Αρ­γό­τε­ρα με­τα­κό­μι­σα / σε ένα διώ­ρο­φο στο Πέ­ρα­μα / Βρέ­θη­κα να συ­γκα­τοι­κώ / με τον Να­πο­λέ­ο­ντα Βο­να­πάρ­τη / δου­λεύ­ο­ντας στο ίδιο ερ­γο­στά­σιο / αντί­θε­τες βάρ­διες // Κά­πο­τε χτύ­πη­σε την πα­λά­μη του / Από τό­τε την κρύ­βει / μέ­σα στο σα­κά­κι του («Με­τά τον Johann Sebastian Bach»)


Ο υπερ­ρε­α­λι­σμός αντι­προ­σω­πεύ­ει το πιο προ­φα­νές αλ­λά και το πιο πρω­τό­τυ­πο γνώ­ρι­σμα του ποι­η­τι­κού βι­βλί­ου του Βαγ­γέ­λη Αλε­ξό­που­λου. Προ­φα­νές, από την άπο­ψη ότι ήδη στον τί­τλο ανα­γνω­ρί­ζε­ται το κα­θιε­ρω­μέ­νο υπερ­ρε­α­λι­στι­κό πα­ρά­θε­μα από τον Isidore Ducasse: «… ωραί­ος… σαν την τυ­χαία συ­νά­ντη­ση πά­νω σε ανα­το­μι­κό τρα­πέ­ζι μί­ας ρα­πτο­μη­χα­νής και μί­ας ομπρέ­λας!». Επι­πλέ­ον, στη διάρ­θρω­ση της συλ­λο­γής, η οποία απο­τε­λεί έναν συν­δυα­σμό θε­α­τρι­κής και κει­με­νι­κής ορ­γά­νω­σης, και σε αρ­κε­τά από τα ποι­ή­μα­τα, δια­κρί­νο­νται η εκ­κε­ντρι­κή πό­ζα και τα παί­γνια του πα­ρα­δο­σια­κού σου­ρε­α­λι­σμού. Πρω­τό­τυ­πο, από την άπο­ψη ότι, εδώ, απα­ντά ένας «αφο­μοιω­μέ­νος υπερ­ρε­α­λι­σμός» –όπως τον ονο­μά­ζει, στη σε­λί­δα 67, ο ίδιος ο ποι­η­τής– ο οποί­ος εν­σω­μα­τώ­νει τον ρε­α­λι­σμό και πρι­μο­δο­τεί μία αντι­συ­ναι­σθη­μα­το­λό­γο διά­θε­ση. Η τε­λευ­ταία λαμ­βά­νει τη μορ­φή της ψευ­δο­α­ντι­κει­με­νι­κής πα­ρα­τή­ρη­σης των γε­γο­νό­των, αφή­νο­ντας τον λυ­ρι­σμό να πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ψήγ­μα­τα και την τρα­γι­κό­τη­τα να πα­ρα­μέ­νει υπόρ­ρη­τη. Ωστό­σο, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εί­ναι ότι αυ­τή η πρω­τό­τυ­πη εκ­δο­χή του υπερ­ρε­α­λι­σμού ανοί­γε­ται προς μία εντε­λώς σύγ­χρο­νη κα­τεύ­θυν­ση.  

Ο Vilém Flusser στο δο­κί­μιό του «Στο σύ­μπαν των τε­χνι­κών ει­κό­νων» (Ins Universum der technischen Bilder) επι­ση­μαί­νει τη ρι­ζι­κή με­τα­βο­λή την οποία επι­φέ­ρει, στο γνω­στι­κό, το ηθι­κό, το αι­σθη­τι­κό επί­πε­δο, σε κά­θε, εν γέ­νει, πτυ­χή της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, η κυ­ριαρ­χία της τη­λε­μα­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η γραμ­μι­κή, ιστο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση, η δια­μορ­φω­μέ­νη και πα­ρα­γό­με­νη από τα κεί­με­να, εντο­πί­ζε­ται σε έναν κό­σμο ο οποί­ος απαι­τεί να εξη­γη­θεί, να απο­κω­δι­κο­ποι­η­θεί και να ερ­μη­νευ­θεί. Όμως η ψη­φια­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αντι­προ­σω­πεύ­ει τη με­τά­βα­ση από την ανά­γκη για συ­νο­χή, εξή­γη­ση, απα­ρίθ­μη­ση και αφή­γη­ση, από τον ιστο­ρι­κό, δη­λα­δή, επι­στη­μο­νι­κό, κει­με­νι­κό και γραμ­μι­κό τρό­πο σκέ­ψης, σε μία συ­νεί­δη­ση με κα­τα­στα­τι­κά στοι­χεία τη δια­σπο­ρά, την ει­κο­νι­κό­τη­τα και την επι­φά­νεια. Κα­τά συ­νέ­πεια, κα­τη­γο­ρί­ες όπως αλη­θι­νό-ψευ­δές, φυ­σι­κό-τε­χνη­τό, αυ­θε­ντι­κό-απο­μί­μη­ση, στα­δια­κά, εγκα­τα­λεί­πο­νται, κα­θώς στη θέ­ση τους προ­κρί­νο­νται άλ­λες, όπως το αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος αφη­ρη­μέ­νο-συ­γκε­κρι­μέ­νο. Ο Flusser υπο­γραμ­μί­ζει ότι το διαρ­κώς εξα­πλού­με­νο τη­λε­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον κα­θι­στά ανε­νερ­γή την επι­στη­μο­λο­γι­κή κρι­τι­κή της προ­σέγ­γι­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας· απο­φορ­τί­ζει από την πί­ε­ση να επι­τευ­χθεί αυ­τή η ίδια η προ­σέγ­γι­ση. Επο­μέ­νως, ο άν­θρω­πος απο­δε­σμεύ­ε­ται από το κα­θή­κον της νοη­μα­το­δό­τη­σης του κό­σμου.

Η ποί­η­ση του Βαγ­γέ­λη Αλε­ξό­που­λου ανή­κει, εξ ολο­κλή­ρου, στη σύγ­χρο­νη και με­ταϊ­στο­ρι­κή, κα­τά τον Flusser, επο­χή. Συμ­μορ­φώ­νε­ται προς τις με­τα­βο­λές τις οποί­ες συ­νε­πά­γε­ται η γι­γα­ντιαία διεύ­ρυν­ση του ψη­φια­κού δι­κτύ­ου. Δια­τη­ρεί τη γραμ­μι­κό­τη­τα μό­νο ως ανα­γκα­στι­κό όρο και εξω­τε­ρι­κή σύμ­βα­ση. Μά­λι­στα, την ενι­σχύ­ει, φαι­νο­με­νι­κά, αφού τα ποι­ή­μα­τα αντι­προ­σω­πεύ­ουν, στο με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό, αφη­γη­μα­τι­κές πρά­ξεις. Πρό­κει­ται, όμως, για αφη­γή­σεις εί­τε με ένα, εξαρ­χής, πα­ρά­λο­γο πε­ριε­χό­με­νο εί­τε με ένα πε­ριε­χό­με­νο το οποίο κα­τα­λή­γει πα­ρά­λο­γο μέ­σα από τε­χνι­κές πα­ρα­μόρ­φω­σης. Οι αι­τιώ­δεις σχέ­σεις διαρ­ρη­γνύ­ο­νται ή πα­ρω­δού­νται, κα­θώς τα γε­γο­νό­τα συν­δέ­ο­νται με τον πιο απροσ­δό­κη­το τρό­πο. Έτσι, η λο­γι­κή απο­σα­θρώ­νε­ται και η προ­σπά­θεια για την πα­ρα­τή­ρη­ση και για την ερ­μη­νεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ακυ­ρώ­νε­ται δια­κω­μω­δού­με­νη. Εν προ­κει­μέ­νω, ση­μα­ντι­κή λει­τουρ­γία επι­τε­λούν οι τί­τλοι, στους οποί­ους, σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις, συ­μπυ­κνώ­νε­ται η πα­ρά­λο­γη αφή­γη­ση των ποι­η­μά­των ή, σε άλ­λες, συ­νε­χί­ζε­ται η εξι­στό­ρη­ση των απροσ­δό­κη­τα εξε­λισ­σο­μέ­νων γε­γο­νό­των.

Εφαρ­μό­ζε­ται, λοι­πόν, μία ποι­η­τι­κή επι­φα­νεί­ας, με την έν­νοια ότι η ανα­ζή­τη­ση για κά­ποιο αυ­θε­ντι­κό νό­η­μα στον κό­σμο ή στη ζωή μα­ταιώ­νε­ται και ότι η αλή­θεια ταυ­τί­ζε­ται, απο­κλει­στι­κά, με την κα­τα­σκευή του εκά­στο­τε ποι­ή­μα­τος. Κα­τά συ­νέ­πεια, το αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος αλη­θι­νό-ει­κο­νι­κό και τα υπό­λοι­πα αντί­στοι­χα ζεύ­γη υπο­χω­ρούν μπρο­στά στις κα­τη­γο­ρί­ες του αφη­ρη­μέ­νου και του συ­γκε­κρι­μέ­νου. Πλέ­ον, προ­έ­χει το πό­σο συ­γκρο­τη­μέ­να ανα­δει­κνύ­ε­ται η δια­σπο­ρά του χά­ους, πό­σο, δη­λα­δή, συ­γκε­κρι­μέ­να και ρε­α­λι­στι­κά απο­δί­δε­ται το πα­ρά­λο­γο. Η κα­τα­γω­γή του τε­λευ­ταί­ου εντο­πί­ζε­ται στο άρ­ρη­το. Το άρ­ρη­το, πά­λι, ισο­δυ­να­μεί με τον άφα­το αν­θρώ­πι­νο πό­νο, μπρο­στά, για πα­ρά­δειγ­μα, στο εν­νιά­χρο­νο κο­ρί­τσι που κά­νει χη­μιο­θε­ρα­πεία. Άρα, μπο­ρεί να ση­μειω­θεί το εξής: ότι η συλ­λο­γή του Βαγ­γέ­λη Αλε­ξό­που­λου δεν πα­ρα­πέ­μπει σε κά­ποιο πραγ­μα­το­λο­γι­κό πε­ρι­βάλ­λον, για­τί τα ίδια τα πράγ­μα­τα διεισ­δύ­ουν επι­θε­τι­κά σε αυ­τή, με μία συ­γκλο­νι­στι­κή έντα­ση, ώστε να χρειά­ζο­νται οι τε­χνι­κές της αντι­συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας, της πα­ρα­μόρ­φω­σης, της πα­ρω­δί­ας, της πα­ρα­μο­νής στην επι­φά­νεια και της ει­κο­νι­κό­τη­τας, για να κα­τα­στούν, όσο το δυ­να­τόν, ανε­κτά και υπόρ­ρη­τα.

Κά­φτρα τσι­γά­ρου / που εκτε­λεί βο­λή / με μέ­γι­στο βε­λη­νε­κές / η πτή­ση Air France 447 / απο­γειώ­θη­κε στις 22:03 UTC / από το Ρίο ντε Τζα­νέι­ρο προς Πα­ρί­σι / και πνί­γη­κε στις 02:14 UTC ακρι­βώς / 300 χι­λιό­με­τρα ανα­το­λι­κά των νή­σων Φερ­νά­ντο ντε Νο­ρό­νια / προς την κα­τεύ­θυν­ση Ντα­κάρ, στη Σε­νε­γά­λη // σε αχαρ­το­γρά­φη­τα νε­ρά του Ατλα­ντι­κού // Τα τε­λευ­ταία λό­για του πι­λό­του: // «Σκα­τά, εί­μα­στε νε­κροί!» // Ένε­κα ο ύπνος και ο έρω­τας («Πτή­ση Air France 447»)

Η διείσ­δυ­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας συ­ντε­λεί­ται εί­τε άμε­σα, με την αυ­το­ψία, εί­τε έμ­με­σα. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δια­κρί­νε­ται ένα επι­πλέ­ον βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συλ­λο­γής: η συ­νάρ­τη­σή της με τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης αλ­λά και η φλεγ­μα­τι­κή στά­ση της απέ­να­ντι στον πα­νί­σχυ­ρο και επι­θε­τι­κό λό­γο τους. Με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα επέ­χουν τον ρό­λο αναρ­τή­σε­ων με fake news σε απρό­σμε­να ψύ­χραι­μο τό­νο, ενώ ένα επα­νερ­χό­με­νο μο­τί­βο, αυ­τό του επι­βα­τι­κού αε­ρο­σκά­φους το οποίο συ­ντρί­βε­ται αύ­ταν­δρο, αντα­πο­κρί­νε­ται, με ει­ρω­νία, στη βου­λι­μι­κή κα­τα­στρο­φο­λο­γία των ει­δή­σε­ων. Οι Οδη­γί­ες χρή­σης ιπτά­με­νης ρα­πτο­μη­χα­νής προ­βάλ­λουν τη σύν­θε­τη σχέ­ση τους με την τη­λε­μα­τι­κή κυ­ριαρ­χία και κυ­ρί­ως με τη θα­να­το­λό­γο τε­χνο­λο­γία της ενη­μέ­ρω­σης. Επι­κε­ντρώ­νο­νται στην κα­τά­στα­ση του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που, ο οποί­ος, σε αντί­θε­ση με το πα­ρελ­θόν, ει­σπράτ­τει τον τρό­μο και την τρα­γω­δία μέ­σα από τη μι­ντια­κή με­γέ­θυν­ση, με απο­τέ­λε­σμα να αρ­κεί­ται στην επι­λο­γή της πα­ραί­τη­σης από την προ­σπά­θεια να πα­ρέμ­βει τό­σο στον κό­σμο του όσο και στην πο­ρεία της δι­κής του ζω­ής. Η συλ­λο­γή του Βαγ­γέ­λη Αλε­ξό­που­λου, με­τα­ξύ των άλ­λων, συ­νι­στά, επο­μέ­νως, και ένα συ­γκρα­τη­μέ­να πι­κρό σχό­λιο για το πλή­θος αυ­τών οι οποί­οι προ­τι­μούν να πα­ρα­κο­λου­θούν τα ει­κο­νι­κά τε­κται­νό­με­να από το να ζουν, επει­δή η συ­γκε­κρι­μέ­νη προ­τί­μη­ση εξα­σφα­λί­ζει την απα­θή αδρά­νειά τους.                

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: