Χώρα «ηπίων ηθών»: έτσι αρέσκονται, καταπώς λέγεται, να βλέπουν τη χώρα τους οι Πορτογάλοι. Στη χώρα αυτή ο αυτοσαρκασμός των ποιητών, άλλοτε υπαινικτικός και λεπταίσθητος και άλλοτε απερίφραστα κατεδαφιστικός, είναι απροσδόκητα συχνός. Ενίοτε δε και αρκετά δριμύς. Ίσως να απηχεί έναν λανθάνοντα «εθνικό/λαϊκό αυτοσαρκασμό», ή/και τη βουβή πλην αξιοπρεπή αυτοσυνείδηση (μήπως και αυτολύπηση;) ενός λαού, που η απλή αναφορά της χώρας του οδηγεί τον «ξένο», αυτόματα σχεδόν, σε συνειρμούς με περασμένα μεγαλεία και του φέρνει στον νου την ανήμπορη μελαγχολία του fado. Ο ολιγογράφος πλην επιδραστικότατος Πορτογάλος ποιητής Carlos Queiroz Ribeiro (Κάρλους Κεϊρόζ Ριμπέιρου), σημαντικός εκπρόσωπος του κύματος του δεύτερου πορτογαλικού μοντερνισμού, το οποίο εκφράσθηκε, κατά κύριο λόγο, μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνικής επιθεώρησης Presença
(1927-1940), στη (μοναδική) ποιητική συλλογή που εξέδωσε, το 1948, με τίτλο Desaparecido - Breve Tratado de Não-Versificação (Eξαφανισθείσα – Σύντομη Πραγματεία περί Μη-Στιχουργικής), δηλώνει επιγραμματικά σε ένα ποίημα: «Português e vivo / É diminutivo. // Só fazemos bem / Torres de Belém / = Ζωντανό και πορτογαλικό / Είναι υποκοριστικό // Μήπως καλά δε φτιάχνουμε τάχα / Πύργους του Μπελέμ μονάχα;». Παραπέμποντας, με τους στίχους αυτούς που έχουν γίνει ψωμοτύρι και εύκολο άλλοθι, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως, στα χείλη πολλών Πορτογάλων, αξίων και αναξίων, στο πασίγνωστο εμβληματικό αρχιτεκτόνημα, της δεύτερης δεκαετίας του 16ου αιώνα. Έναν αμυντικό πύργο χτισμένο στο απόγειο των πορτογαλικών ανακαλύψεων και της εντυπωσιακής αποικιακής εξάπλωσης ο οποίος κοσμεί τη βόρεια όχθη του ποταμού Τάγου, στη Λισσαβώνα. Επιπλέον, θα μπορούσε εύκολα να σκεφτεί κανείς, πως ο ποιητικός αυτός αυτοσαρκασμός πορεύεται συχνά αντάμα, και κάπως αντιστικτικά, με την ηπίως τραγική –όσο και μυστική– (συν)αίσθηση της saudade, μιας πορτογαλικής λέξης ουσιαστικά αμετάφραστης, που αποτελεί στοιχείο της λεγόμενης εθνικής ταυτότητας. Saudade είναι η νοσταλγία για κάτι που κάποιος για πολύ καιρό φαντάστηκε και λαχτάρησε και που ποτέ δεν είχε, φτάνοντας καμιά φορά, με το πέρασμα του χρόνου, να απωλέσει και αυτήν ακόμη τη λαχτάρα. Saudade είναι η θύμηση για κάτι που δεν είχαμε, ενώ το είχαμε θελήσει. Saudade είναι τελικά η νοσταλγία για την ίδια τη λαχτάρα… Επισημαίνουμε πως η saudade έδωσε το όνομα, στις αρχές του 20ού αιώνα, στο άκρως πορτογαλ(οκεντρ)ικό ύστερο μετασυμβολιστικό ποιητικό κίνημα του saudosismo, το οποίο δεν άφησε αδιάφορο ούτε και τον F. Pessoa.
Ο ποιητικός αυτός αυτοσαρκασμός συνοδεύεται, συχνά πυκνά, και από ένα πικρό χιούμορ. Θα έλεγε κανείς ο ποιητικός αυτοσαρκασμός είναι πιο συχνός από ό,τι ο συγκαταβατικός, συνήθως, σαρκασμός του Πορτογάλου ποιητή για τον «άλλον» ή για τα «άλλα». Και ίσως, βέβαια, απλώς να τον συμπληρώνει.
Εδώ, παρουσιάζουμε δειγματοληπτικά κάποια ποιήματα του πορτογαλικού αυτοσαρκασμού, νηφάλια και στοχαστικά, ποικίλης εμπνεύσεως και προελεύσεως. Το τελευταίο εξ αυτών θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως «ανεπαισθήτως» αυτοπαρωδιακό, είναι δε σαφώς «καβαφογενούς» εμπνεύσεως.
Και προς ακρόαση, πριν ή (καλύτερα) μετά την ανάγνωση: