Μετρό Βίλα Μανταλένα, Σάο Πάουλο, Βραζιλία
Κατέτε, Ρίο ντε Ζανέιρο, Βραζιλία
Δεν είναι και λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως στη Βραζιλία η πληθυσμική επιμειξία και η πολιτιστική ποικιλία, με την πάροδο του χρόνου, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του φλερτ και του πειράγματος. Τα έχουν αναβαθμίσει και τα έχουν αναγάγει σε εθνικό σπορ, σε σεβαστή επιστήμη. Υψηλή τέχνη της καθημερινότητας, προσιτή σε όλους. Καθοριστική. Δεν έχουν κι άδικο, νομίζω.
*
Mπήκε φουριόζα στο σταθμό Σουμαρέ. Κυριλέ συνοικία. Χώθηκε στη δροσιά του αιρ κοντίσιον αλαλιασμένη από τον αδυσώπητο ήλιο των τροπικών και τη ρύπανση της μεγαλούπολης. Εγώ είχα μπει δυο στάσεις πριν, στο σταθμό Κονσολασάο. Είχα ήδη κάπως συνέλθει.
Την κοίταξα. Μαζί μ' εμένα και το μισό βαγόνι. Φάτσα ερωτόπληκτης. Όχι δεν ήταν η μουλάτα με τα τορνευτά οπίσθια, τα ίδια πάντα σε όλες. Έργο τορναδόρων από την ίδια «σχολή», όπως μου είχε πει κάποτε κάποιος Βραζιλιάνος. Τη μεγάλη του έθνους σχολή της πλαστικής χειρουργικής. Τελικά οι μουλάτες φαίνεται πως υπάρχουν για να αρέσουν στους ξένους. Αυτή εδώ όμως ήταν τύπος που αρέσει στους Βραζιλιάνους. Ψηλή, με υπόλευκο θαμπό δέρμα που φέγγιζε, αδιόρατα σπαστά κατάμαυρα μαλλιά κομμένα κοντά, γωνιώδη ζυγωματικά, πράσινα μάτια. Ελαφρώς σχιστά. Καλό κράμα. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε αυτάρεσκα τον ιδρώτα από το πρόσωπό της, τα μπράτσα της, τα μπούτια της κάτω από σορτς. Με αυτή τη σειρά.
Κατέβηκε στον επόμενο σταθμό, τον τερματικό. Βίλα Μανταλένα. Την ακολούθησα από μικρή απόσταση· διακριτικά, για να δω τις αντιδράσεις του (αντρικού) πληθυσμού. Στα τραπεζάκια της καφετέριας διέκρινα μια αντροπαρέα. Χυμένοι τους όλοι -οι χλέμπουρες- στις πλαστικές καρέκλες κάτω από τις ομπρέλες. Στράφηκαν και την κοίταξαν. Μπαϊλντισμένοι. Απολάμβαναν (;) τη ραστώνη του μεσημεριού. Ένας τους, ο πιο ανοικονόμητος από όλους, θαρρείς από καθήκον, μπήκε στον κόπο και της πέταξε:
– Για πού;
Περίμενα να τη δω να ταχύνει, αδιάφορη τάχα, το βήμα είτε να του αμολάει καμιά χοντράδα. Στάθηκε, στράφηκε προς το μέρος του, τον κοίταξε, χαμογέλασε και του είπε:
– Για εκεί που εσύ ποτέ δε θα ‘ρθεις.
*
Περπατούσα πρωί στο Κατέτε. Μια μεσοαστική και εμπορική γειτονιά του κέντρου. Εύκολα θα έβρισκα κάποιο κατάστημα υποδημάτων. Γιατί τα αθλητικά μου είχαν ανοίξει μετά τη χθεσινή νεροποντή. Μπήκα σε ένα μικρό συνοικιακό και κάπως παλιοκαιρίτικο μαγαζί. Οι δυο υπάλληλοι – το γένος θηλυκό– χύμηξαν καταπάνω μου. Σα να είχαν πολύ καιρό να δουν πελάτη. Η μία, στα σαρανταφεύγα, με κοψιά και φορεσιά ζουρλοπαντιέρας, με ρώτησε όλο νάζι τι θέλω. Η άλλη, τριανταπεντάρα, με αδιάφορο ντύσιμο, με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και μου έδειξε πού είναι τα αθλητικά. Της ένευσα να με συνοδεύσει.
– Φυσικά όλα εδώ είναι κινέζικα, μου είπε αφοπλιστικά.
– Δε με εκπλήσσει, απάντησα (αφοπλιστικά).
Σα να πρόσεξε την προφορά μου, με ρώτησε από πού είμαι. Της είπα. Στο μεταξύ είχα διαλέξει κάτι πράσινα, τα ζήτησα στο νούμερό μου, τα δοκίμασα και ρώτησα την τιμή.
– Όμορφο χρώμα, είπε.
Μετά μου είπε και την τιμή. Ακριβούτσικα για κινέζικα.
– Όμορφο πράσινο σαν της σημαίας, απάντησα.
– Όμορφο σαν τα μάτια σας, είπε ήρεμα. (Δεν έχω πράσινα μάτια).
– Θα μου κάνετε και μια όμορφη τιμή; απάντησα γελώντας. Δεν είμαι σίγουρος αν θα τα πάρω.
– Θα έχετε έκπτωση αν κι εσείς με πάρετε μαζί σας στην Ελλάδα!
Και με οδήγησε με το βλέμμα της στο ταμείο. Ήταν προφανές πως ταμίας ήταν το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης.
– Κάντε μια έκπτωση στον κύριο από δω, για να με πάρει μαζί του στην Ελλάδα, αξίζει τον κόπο, είπε κοιτώντας με.
(Ποιος, τι αξίζει;)
– Αν μου κάνετε καλή έκπτωση, δε θα την πάρω μαζί μου. Είναι πολύ καλή πωλήτρια… να μη σας τη στερήσω.
Πωλήτρια και αφεντικό με κοίταξαν· με κατανόηση (;). Τα πήρα τα παπούτσια, ο ταμίας μου έκοψε το τριάντα τοις εκατό.
Με την πωλήτρια ανταλλάξαμε ευχαριστώ.
Προς ακρόαση, 45’’ μετά την ανάγνωση: