11
(μετά από πολλά χαρισμένα χρόνια· χαρισάμενα)
— Οπότε, αγάπη μου, εμείς γιατί δε χωρίζουμε;
— Εμείς ξεχωρίζουμε, μωρό μου!
27
11
(μετά από πολλά χαρισμένα χρόνια· χαρισάμενα)
— Οπότε, αγάπη μου, εμείς γιατί δε χωρίζουμε;
— Εμείς ξεχωρίζουμε, μωρό μου!
27
Ήμουν αφηρημένος, χαζεμένος σχεδόν. Γυρνούσα σπίτι μου, στον Πειραιά. Εμφανίστηκε ξαφνικά. Τράβηξε αμέσως το βλέμμα μου. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως είχε μπει στο σταθμό Βικτώρια. Στάθηκε δίπλα στην πόρτα. Ο ηλεκτρικός ξεκίνησε. Θεωρητική γυναίκα: μεσόκοπη και πολύ ψηλή –μικρό παιδί θα πρέπει να έδειχνα στα μάτια της–, με ωχρή επιδερμίδα, ελαφρά σκούρους κύκλους γύρω από τα πράσινα μάτια της, πράσινο φόρεμα. Σκέφτηκα πως, λογικά, θα έπρεπε να τη λένε Όλγα. Όταν ήμουν μικρό παιδί, ένας κοντός θείος μου με οξυμένη την αίσθηση του χιούμορ, αποκαλούσε Βασίλισσα Όλγα —πασών των Ρωσιών, εννοείται— την αριστοκρατική και αυταρχική πεθερά του. Ήταν και αυτή θεωρητική. Μια Ελληνίδα από τη Ρωσία, από τη Μαριούπολη.
Στο ελαφρώς ανοιχτό ντεκολτέ της κρεμόταν ένα χρυσογάλαζο βαρύ κόσμημα. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάνας ρώσικος σταυρός. Όχι όμως. (Δε βλέπω καθόλου καλά, θα πρέπει να κάνω εγχείριση καταρράκτη). Ήταν κάτι σαν ένας κόκκινος αιγυπτιακός σταυρός, ένα «ανκχ», το κλειδί της ζωής. Και στο οβάλ τμήμα του, στη «θηλιά», νόμισα πως διέκρινα τον αετό των Αστέκων. Την κοίταζα. Κίνησα διστακτικά προς το μέρος της, ίσως για να τη ρωτήσω σχετικά. Οι πόρτες άνοιξαν και κατέβηκε. Στον αμέσως επόμενο σταθμό, στην Ομόνοια.
Φτάνοντας στον Πειραιά και βγαίνοντας, από τους πρώτους, από τις δεξιά πόρτες του συρμού, ένιωσα ένα ζεστό βλέμμα να διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Γύρισα και την είδα να περιμένει να μπει, μόλις θα άνοιγαν οι αριστερά πόρτες, στο πίσω βαγόνι. Χάζεψα. Πότε πρόλαβε να έρθει και πώς; Σε ώρα αιχμής μάλιστα! Και γιατί αυτό το μπες-βγες στον ηλεκτρικό; Αυτά σκεφτόμουν περπατώντας για το σπίτι. Θα μπορούσα βέβαια να είχα κάνει μεταβολή για να μπω στο πίσω βαγόνι από τις δεξιά πόρτες του συρμού ενόσω ήταν ανοιχτές, γιατί έβγαινε ακόμη κόσμος. (Η εκ των υστέρων σκέψη). Είπαμε όμως, είχα χαζέψει.
50
Παραξενεύτηκα. Ήταν 20:40. Για πρώτη φορά έβλεπα τους δυο μονίμως αμίλητους γέρους του συνοικιακού καφενείου στο σούπερ μάρκετ. Ποτέ δεν τους είχα δει εκτός καφενείου, σε κάποιο κατάστημα, αν και είμαι χρόνια στη γειτονιά. Περπατούσαν μαζί, δίπλα δίπλα, σα ζευγάρι. Παραξενεύτηκα τόσο που τα έχασα. Ρώτησα μια υπάλληλο πού είναι τα ζυμαρικά ελευθέρας βοσκής. (Τώρα τελευταία προσπαθώ να μυηθώ στην υγιεινή διατροφή και τα μυστικά της). Τα γερόντια στράφηκαν και με κοίταξαν. Το έκαναν αυτό αριά και πού και στο καφενείο, αλλά τώρα χαμογελούσαν ειρωνικά. Δεν ήταν ιδέα μου.
Την επομένη είδα ξανά τα γερόντια μαζί, στο κρεοπωλείο. Παραξενεύτηκα και πάλι, αν και ίσως δεν υπήρχε πια λόγος. Ζήτησα από τον χασάπη κοτόπουλο ολικής αλέσεως. Τα δυο γερόντια με κοίταξαν σαρκαστικά και είπαν δυνατά, εν χορώ: «Και πού να σφίξουν οι ζέστες!». Παραξενεύτηκα που μίλησαν τελικά οι δύο γέροι.
Triana : "Sé de un lugar" (1975) - Bing video
Ναι, είναι πράγματι βιβλιοκριτική τα τρία παραπάνω μικροαφηγήματα. Ή, έστω, μια κριτική παρουσίαση μιας συλλογής μικροαφηγημάτων που έχουν γραφεί στη διάρκεια είκοσι χρόνων. Κατά μία παλαιά κινεζική παράδοση, ταοϊστικής εμπνεύσεως κυρίως, η κριτική ενός έργου τέχνης, αν το έργο είχε αρέσει, κατά κάποιον τρόπο, στον κρίνοντα ομότεχνο, αν του «είχε πει κάτι», έπρεπε να γίνει η αφορμή για να δημιουργήσει και αυτός κάτι ανάλογο. Δηλαδή ένα έργο εμπνεόμενο από τον κρινόμενο, μια «εξέλιξή» του, μια απάντηση σε αυτό, ένα φόρο τιμής. Απλά πράγματα. Τότε, προφανώς, δεν επικρατούσαν νοσηρά «κολλήματα» σχετικά με τη λογοτεχνική «λογοκλοπή» ούτε και η άκριτη εξιδανίκευση της πρωτοτυπίας. Ο «κριτικός» με το έργο του έπρεπε να προσπαθήσει να καταδείξει στον εν δυνάμει ή τον επίδοξο αναγνώστη τι του είχε αρέσει στο κρινόμενο έργο. Τι άξιζε σε αυτό. Το έργο λόγου ή/και τέχνης ήταν ανοιχτό και ζωντανό, σχεδόν έμβιο. (Η κινεζική ζωγραφική απεχθάνεται τις κορνίζες. Στην κινεζική σκέψη το «ανθρώπινο» συνιστά ένα καθησυχαστικό συνεχές με το «φυσικό»). Άλλοι καιροί και άλλοι τόποι. Ίσως για το λόγο αυτό στην αρχαία Κίνα να μην αναπτύχθηκαν ποτέ κανονικά κάποιοι κανόνες για μια literary criticism.
Το βιβλίο Πλασμένοι [αφορμές] στάθηκε και η αφορμή για μια ανάλογη κριτική του, από μέρους μου. Δεν είμαι και τόσο (δηλωμένος) λάτρης των μικροαφηγημάτων, όσο ο Κωνσταντνος Παλαιολόγος. Με παρέσυρε όμως το μικρό βιβλίο του, (γύρω στις 60 σελίδες) Το οποίο (το) διατρέχει κάτι μεγάλο, όπως είναι η ζωή κάθε ανθρώπου. Μου έδωσε αφορμές ή μου ξύπνησε δικές μου. Οι δικές του [αφορμές] δεν έμειναν μαρμαρωμένες στο χρόνο συγγραφής τους. Κι εγώ πάλι δεν ήθελα να αφήσω τις δικές μου αφορμές να κακοφορμίσουν. Οι [αφορμές] του λειτούργησαν ως έναυσμα για τα δικά του μικροαφηγήματα. Όσο και για τα δικά μου, εξ αντανακλάσεως, θέλω να πιστεύω. Που είναι όμως υφολογικά διαφορετικά. (Το ύφος είναι ο άνθρωπος, όπως λένε). Και μόνο για δείτε τις ποικίλες [αφορμές] αξίζει τον κόπο να διαβάσετε το βιβλίο. Είμαι βέβαιος πως, παρότι αισθητά ανυπόκριτο και προσωπικό όσο και λεπτοδουλεμένο αυτό βιβλίο, —όπως και κάθε αξιανάγνωστο εγχείρημα στο βασίλειο των γραμμάτων στις μέρες μας—, μπορεί να δώσει αφορμές σε πολλούς και πολλές. Αφορμές όχι μόνο για συγγραφή.
Τα τρία αυτά μικροαφηγήματα, αν διαβαστούν προσεχτικά από την αρχή, παραπέμπουν με ασφάλεια στο αντίστοιχο συζυγές τους αφήγημα του βιβλίου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στην [αφορμή] τους.