Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/metafrash/enas-sxedon-aiwnas-aytosarkasmoy-sthn-portogalikh-poihsh
Χώρα «ηπίων ηθών»: έτσι αρέσκονται, καταπώς λέγεται, να βλέπουν τη χώρα τους οι Πορτογάλοι. Στη χώρα αυτή ο αυτοσαρκασμός των ποιητών, άλλοτε υπαινικτικός και λεπταίσθητος και άλλοτε απερίφραστα κατεδαφιστικός, είναι απροσδόκητα συχνός. Ενίοτε δε και αρκετά δριμύς. Ίσως να απηχεί έναν λανθάνοντα «εθνικό/λαϊκό αυτοσαρκασμό», ή/και τη βουβή πλην αξιοπρεπή αυτοσυνείδηση (μήπως και αυτολύπηση;) ενός λαού, που η απλή αναφορά της χώρας του οδηγεί τον «ξένο», αυτόματα σχεδόν, σε συνειρμούς με περασμένα μεγαλεία και του φέρνει στον νου την ανήμπορη μελαγχολία του fado. Ο ολιγογράφος πλην επιδραστικότατος Πορτογάλος ποιητής Carlos Queiroz Ribeiro (Κάρλους Κεϊρόζ Ριμπέιρου), σημαντικός εκπρόσωπος του κύματος του δεύτερου πορτογαλικού μοντερνισμού, το οποίο εκφράσθηκε, κατά κύριο λόγο, μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνικής επιθεώρησης Presença
(1927-1940), στη (μοναδική) ποιητική συλλογή που εξέδωσε, το 1948, με τίτλο Desaparecido - Breve Tratado de Não-Versificação (Eξαφανισθείσα – Σύντομη Πραγματεία περί Μη-Στιχουργικής), δηλώνει επιγραμματικά σε ένα ποίημα: «Português e vivo / É diminutivo. // Só fazemos bem / Torres de Belém / = Ζωντανό και πορτογαλικό / Είναι υποκοριστικό // Μήπως καλά δε φτιάχνουμε τάχα / Πύργους του Μπελέμ μονάχα;». Παραπέμποντας, με τους στίχους αυτούς που έχουν γίνει ψωμοτύρι και εύκολο άλλοθι, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως, στα χείλη πολλών Πορτογάλων, αξίων και αναξίων, στο πασίγνωστο εμβληματικό αρχιτεκτόνημα, της δεύτερης δεκαετίας του 16ου αιώνα. Έναν αμυντικό πύργο χτισμένο στο απόγειο των πορτογαλικών ανακαλύψεων και της εντυπωσιακής αποικιακής εξάπλωσης ο οποίος κοσμεί τη βόρεια όχθη του ποταμού Τάγου, στη Λισσαβώνα. Επιπλέον, θα μπορούσε εύκολα να σκεφτεί κανείς, πως ο ποιητικός αυτός αυτοσαρκασμός πορεύεται συχνά αντάμα, και κάπως αντιστικτικά, με την ηπίως τραγική –όσο και μυστική– (συν)αίσθηση της saudade, μιας πορτογαλικής λέξης ουσιαστικά αμετάφραστης, που αποτελεί στοιχείο της λεγόμενης εθνικής ταυτότητας. Saudade είναι η νοσταλγία για κάτι που κάποιος για πολύ καιρό φαντάστηκε και λαχτάρησε και που ποτέ δεν είχε, φτάνοντας καμιά φορά, με το πέρασμα του χρόνου, να απωλέσει και αυτήν ακόμη τη λαχτάρα. Saudade είναι η θύμηση για κάτι που δεν είχαμε, ενώ το είχαμε θελήσει. Saudade είναι τελικά η νοσταλγία για την ίδια τη λαχτάρα… Επισημαίνουμε πως η saudade έδωσε το όνομα, στις αρχές του 20ού αιώνα, στο άκρως πορτογαλ(οκεντρ)ικό ύστερο μετασυμβολιστικό ποιητικό κίνημα του saudosismo, το οποίο δεν άφησε αδιάφορο ούτε και τον F. Pessoa.
Ο ποιητικός αυτός αυτοσαρκασμός συνοδεύεται, συχνά πυκνά, και από ένα πικρό χιούμορ. Θα έλεγε κανείς ο ποιητικός αυτοσαρκασμός είναι πιο συχνός από ό,τι ο συγκαταβατικός, συνήθως, σαρκασμός του Πορτογάλου ποιητή για τον «άλλον» ή για τα «άλλα». Και ίσως, βέβαια, απλώς να τον συμπληρώνει.
Εδώ, παρουσιάζουμε δειγματοληπτικά κάποια ποιήματα του πορτογαλικού αυτοσαρκασμού, νηφάλια και στοχαστικά, ποικίλης εμπνεύσεως και προελεύσεως. Το τελευταίο εξ αυτών θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως «ανεπαισθήτως» αυτοπαρωδιακό, είναι δε σαφώς «καβαφογενούς» εμπνεύσεως.
Και προς ακρόαση, πριν ή (καλύτερα) μετά την ανάγνωση:
Mário de Sá-Carneiro (Μάριου ντε Σα-Καρνέιρου)
Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα το 1890. Συνοδοιπόρος στις λογοτεχνικές αναζητήσεις του Φερνάντο Πεσόα, μέχρις ενός σημείου. Συνιδρυτής μαζί του της θρυλικής επιθεώρησης Orpheu (1915), με την οποία έκανε την εμφάνισή του ο πορτογαλικός μοντερνισμός. Πέρα από το μικρό πλην πολυποίκιλο και πολύ αναγνωρίσιμο ποιητικό του έργο, έγραψε και πεζά, με σημαντικότερο έργο τη νουβέλα A Confissão de Lúcio (μεταφρασμένη στα ελληνικά από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο με τον τίτλο Η εξομολόγηση του Λούσιο, εκδ. Νήσος 2012). Σε τέσσερις στίχους μας δίνει την αυτοπροσωπογραφία του:
Εγώ δεν είμαι εγώ μήτε κι αυτό το άλλο,
Είμαι το ο,τιδήποτε μιας άλλης ιστορίας:
Πυλώνας είμαι στο γεφύρι της ανίας
Που από μένα πάει ίσαμε τον Άλλο.
Το δεύτερο ποίημά του που παραθέτουμε υπήρξε, κατά τα φαινόμενα, και το τελευταίο του. Αυτοκτόνησε με στρυχνίνη στο Παρίσι το 1916. Είχε προαναγγείλει την αυτοκτονία του με επιστολή στον Πεσόα. Καθυστέρησε ένα μήνα περίπου να την πραγματοποιήσει. Η καθυστέρηση αυτή, κατά πολλούς, οφείλεται στον έρωτά του προς μια γυναίκα για την οποία ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Όταν ζήτησα από τον Zé António d’ Almeida (θα πούμε και γι’ αυτόν παρακάτω) να μου εξηγήσει τα αίτια αυτής της καθυστέρησης, μου απάντησε: «Ο ποιητής αυτός ήταν πάντα αναβλητικός».
Κι εγώ που είμαι βασιλιάς σ’ αυτήν την αταξία,
Εγώ, που ’μαι κυκλώνας, ποθώ να τη διορθώσω
Γυρίζω ώσπου να φύγω... Μου ξεγλιστράνε ωστόσο
Όλα μες την αχλή και μες στην υπνηλία.
Στα χέρια μου αν πέσει ψήγμα από χρυσό,
Γίνεται αμέσως ευτελές... το ρίχνω παραπέρα…
Πεθαίνω από τη χλεύη μου προς κάθε θησαυρό,
Πεθαίνω λόγω στέρησης, που παραπήρα αέρα.
Το χρώμα με λαμπρύνει, λόγω λιποθυμίας,
Τα χέρια τείνω από καρδιάς – τη σύσπασή τους δε νικώ!...
Και με περνώ από κόσκινο– σκέτο μηδενικό..
Ακόμη όμως με δονεί το φως της αγωνίας.
Να με νικήσω ατύχησα, να συντριβώ είμαι ικανός,
–Πτώση και νίκη ενίοτε το ίδιο είναι γεγονός–
Και όπως είμαι ακόμη φως, γοργά πισωπατώ,
Κορώνω μέχρι τέλους, με ιδανική οργή:
Κοιτώ τον πάγο αφ’ υψηλού, στον πάγο αυτό θε να ριχτώ...
.....................................................................................
Έπεσα...
Και μόνος απομένω, στον εαυτό μου πάνω έχοντας συντριβεί!...
Από τη συλλογή Dispersão (Διασπορά). Ποίημα γραμμένο στο Παρίσι το 1913.
Άμα πεθάνω νταούλια πιάστε και βαράτε,
Με νταβαντούρια να ξεσαλώστε–
Καμτσίκια στον αέρα να χτυπάτε,
Παλιάτσους κι ακροβάτες συγκεντρώστε.
Να πάτε το κιβούρι πάνω σε γαϊδούρι
Με γύφτικα πλουμίδια στολισμένο:
Χατίρι δε χαλάς στον πεθαμένο,
Κι εγώ ντε και καλά να πάω θέλω με γαϊδούρι...
Από τη συλλογή Últimos Poemas (Tελευταία ποιήματα). Πρόκειται για ποιήματα που περισυνέλεξε και εξέδωσε ο Πεσόα, στο περιοδικό Athena, τo 1924. Στον Πεσόα oφείλεται και ο τίτλος του ποιήματος.
Ο ψεύτικος μόνο χρυσός τα μάτια μου χρυσώνει·
Σφίγγα είμαι στο λιόγερμα, μυστήριο πουθενά.
Για όσα δεν υπήρξανε η θλίψη πάει και ζώνει
Τα βάθη της ψυχής μου, εκεί, στα σκοτεινά.
Ραγίζει μες στον πόνο μου κάθε λαχτάρας σπάθη,
Μες στη μαυρίλα μπλέκονται τα φωτερά βλαστάρια.
Των ίσκιων όσων φέρω εντός σβήνουν γοργά τα χνάρια,
Όμοιο με Χθες το Σήμερα, για εμέ, μακριά εχάθη.
Δεν ανατριχιάζω πλέον μπρός στο μυστικό·
Τίποτα πια δε με φαιδρύνει, τίποτα δε με τρομάζει:
Πάνω μου κυλά η ζωή μ’ αχό πολεμικό,
Κι ούτε ένα ρίγος τόσο δα, τίποτα δε με σκιάζει
Είμαι άστρο μεθυσμένο που’χασε τους ουρανούς.
Άμυαλη τρελή γοργόνα που ’χει αφήσει τα νερά·
Είμαι ετοιμόρροπος ναός που’ναι χωρίς θεούς,
Ψεύτικο είμαι άγαλμα που ορθώνεται λαμπρά...
Από τη συλλογή Dispersão(Διασπορά). Ποίημα γραμμένο στο Παρίσι το 1914.
António José Forte (Αντόνιου Ζουζέ Φόρτε)
Γεννήθηκε στην Πόβουα ντε Σάντα Ιρία, το 1931, και πέθανε στη Λισσαβώνα το 1988. Υπερρεαλιστικής έμπνευσης ποιητής, πριν την έκδοση της πρώτης συλλογής του, το 1958, είχε ήδη καταστρέψει επαρκές υλικό για δυο βιβλία. Δημοσίευσε ποιήματα σε επιθεωρήσεις, εφημερίδες και φέιγ-βολάν τα οποία, μαζί με τα προηγούμενα, συγκεντρώθηκαν στον τόμο A faca nos dentes (Το μαχαίρι στα δόντια).
Με το ρύγχος ανάμεσα σε δυο πολύ μεγάλα μάτια
πίσω από ακόμη πιο μεγάλα δάκρυα
ας είναι απ’ όλα το πιο καλό το πορτρέτο σου αυτό ως
νεαρού σκύλου που το μόνο που του λείπει είναι η λαλιά
νεαρού σκύλου που διασχίζει την πόλη
με ένα μαράζι εφηβικό
από γωνία σε γωνία κάθε φορά και πιο μεγάλη
καρδιοχτυπώντας γλυκά σε κάθε φεγγάρι
στρέφοντας το ρύγχος σε κάθε ελπίδα
δίχως να βγάζει δόντια ακόμα και στις πιο δυσάρεστες εκπλήξεις
προχωρώντας εντούτοις με σταθερό βήμα
προς ανεύρεση τροφής
αυτός είσαι ίδιος κι απαράλλαχτος
είσαι ακριβώς ο νεαρός εκείνος σκύλος που κανείς δεν περίμενε
ο σκύλος του τσίρκου για τις οικογενειακές Κυριακές
ο αδέσποτος σκύλος των λοιπών ημερών της εβδομάδος
ο σκύλος ο παντοτινός
όποτε τύχει και βρεθεί ένας νεαρός σκύλος
σε τούτο εδώ το μέρος της γης
Manuel de Castro (Μανουέλ ντε Κάστρου)
Γεννήθηκε το 1934 στη Λισσαβώνα όπου και πέθανε το 1971 μετά από προμελετημένη και συστηματική πορεία αυτοκαταστροφής. Αυτοδίδακτος και πολυμαθής ποιητής, ακολούθησε το πορτογαλικό ρεύμα του abjeccionismo, ένα συνδυασμό της υπερρεαλιστικής αισθητικής και της ανυποταξίας απέναντι σε κάθε καθιερωμένο κανόνα, αρχή και αντίληψη. Εγκατέλειψε το σεμινάριο όπου φοιτούσε –δεν ήθελε να γίνει ιερέας– και αφοσιώθηκε στη μελέτη (σχεδόν) παντός του επιστητού. Ειδικότερα δε στη μελέτη της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και στη μελέτη γλωσσών –μιλούσε επτά γλώσσες και εργάσθηκε ως μεταφραστής της αστυνομίας στη Γερμανία. «Η υπέρβαση κάποιου ορίου είναι (…) μια αλλαγή κατάστασης, ποτέ μια συνέπεια», είχε γράψει κάπου τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει. Δημοσίευσε τα έργα Paralelo W (Παράλληλος W), το 1958, και A estrela rutilante (Το απαστράπτον άστρο), γύρω το 1960.
Πιο κει από την κουρτίνα παραπέρα από τη λάθος πόρτα
σιωπηλός και μόνος κάθεται
και διαβάζει σε ένα παλιό βιβλίο
τη δική του ιστορία.
Zé António d’ Almeida (Ζε Αντόνιου ντ’ Αλμέιντα)
Ελάχιστα βιογραφικά του είναι γνωστά. Γεννήθηκε στην Μπέιζα και είναι γύρω στα 60. Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά. Το ποίημα που ακολουθεί, γράφτηκε στις αρχές τις δεκαετίας του ’90·
Είχε εντρυφήσει στην ενατένιση των αγαλμάτων
ελλήνων εφήβων σε άχροο μάρμαρο
και στην ανάγνωση ποιητών και φιλοσόφων
ατέγκτου και απαρασαλεύτου πλατωνικού προσανατολισμού,
είχε ενδιατρίψει σε αγγεία με εραστάς και ερωμένους
και σε βίους θητευσάντων στο σωκρατικό έρωτα,
και με το που σταματά αντίκρυ σε έναν άγνωστο μπούστο
(όμοιο με το στήθος των σειρήνων στα βράχια)
πλάι στο στύλο ενός κόκκινου σηματοδότη
στην άσφαλτο των Νέων Λεωφόρων
βλέπει μέσα στο αυτοκίνητο δυο στήθη,
αναστατωμένος από τη λαχτάρα να δοκιμάσει
την απαγορευμένη γεύση του θηλυκού σαν τον Εβραίο
που του απαγορεύεται διά νόμου να φάει χοιρινό.