CACERES 4 km, Κάθερες, Ισπανία
Είχα χάσει το τρένο. Δεν μπορούσα να περιμένω το επόμενο, θα έφτανα κατόπιν εορτής. Αποφάσισα να πάω με ωτοστόπ στη Μαδρίτη. Ήξερα πως στα πρώτα διόδια έξω από τη Λισσαβώνα περνούσαν πάντα πολλά φορτηγά. Πήγα. Με πήρε ένας Βάσκος. Με κατέβασε σε ένα μοτέλ της συμφοράς, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ήθελε να κοιμηθεί δυο τρεις ώρες και να το βγάλει σερί ως τη Γένοβα. Αποφάσισα να μην περιμένω. Βρήκα γρήγορα άλλο φορτηγό. Δεν πρόλαβα να δω την προέλευσή του στις πινακίδες. Ο οδηγός δεν καταλάβαινε λέξη αγγλικά. Ούτε ισπανικά, πορτογαλικά ή κάποια άλλη σχετικά οικεία σε μένα γλώσσα. Μου μίλαγε όμως ακατάσχετα σε έντονο ύφος συνοδευόμενο από ερωτηματικούς μορφασμούς. Ένιωθα αναγκασμένος να απαντώ σε κάθε μορφασμό. Σα να το απαιτούσε, σα να μου το επέβαλλε (ή έτσι ένιωθα). Απαντούσα, αναγκαστικά, με ένα yes ή ένα no. Αυτός, αδιαφορώντας, συνέχιζε ακάθεκτος. Σε μια στιγμή πλησίασε επικίνδυνα το πρόσωπό του στο δικό μου — φοβήθηκα· δεν κοίταζε το δρόμο και τρέχαμε. Με πολύ πιο έντονο και παθιασμένο τώρα ύφος έκανε μια ακόμα ερώτηση. Ένιωσα πιο ακίνδυνο να απαντήσω με ένα yes. (Δεν ξέρω τι συνέπειες θα είχε ένα nο). Όμως, μετά από την απάντησή μου το μάτι του θόλωσε. Πέρασε αστραπιαία το δεξί του χέρι από μπροστά μου για να ανοίξει την πόρτα δεξιά μου. Με ένα απότομο δυνατό χτύπημα με πέταξε στο δρόμο. Δεν κατάλαβα ποτέ το γιατί.
Δεν είχα χτυπήσει σοβαρά. Κοίταξα γύρω μου. Μες στη μαύρη νύχτα ένα διερχόμενο αυτοκίνητο φώτισε μια πινακίδα: Cáceres 2 km. Αποφάσισα να το κάνω με τα πόδια.
Προς ακρόαση: