Κοντά στην Καϊκάρα, Πολιτεία Μπολίβαρ, Βενεζουέλα
Από τη Σάντα Ελένα δε Ουαϊρέν στα σύνορα με την Βραζιλία, μέχρι τη Βαλένσια στην Καραϊβική είναι δεκάξι περίπου ώρες με το πολύχρωμο λεωφορείο. Είχαμε ξεκινήσει χαράματα. Νωρίς το απομεσήμερο το λεωφορείο σταμάτησε ξαφνικά σε ένα σημείο ελέγχου της τροχαίας. Δεν του είχαν κάνει σήμα. Από το παράθυρο είδα τον οδηγό να πηγαίνει προς τους μπάτσους. Συνοδευόταν από μια μεσόκοπη και βλοσυρή συνεπιβάτιδά μας. Ξανθιά. Επέστρεψαν και οι δυο αμέσως συνοδευόμενοι από έναν μπάτσο. Η κυρία ξανακάθισε στη θέση της, δυο θέσεις μπροστά από μένα. Ο μπάτσος πήρε το μικρόφωνο και είπε:
«Μια συνεπιβάτις σας μου παραπονέθηκε πως ο οδηγός σας οδηγούσε πολύ γρήγορα, επικίνδυνα κατά τη γνώμη της. Θα χειριστώ το ζήτημα δημοκρατικά, με βάση τα όσα επιτάσσουν οι αρχές της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας. (Ήμασταν στα καλά χρόνια του Τσάβες). Αν η πλειοψηφία αποφανθεί ότι η οδήγηση ήταν όντως επικίνδυνη, ο οδηγός θα κρατηθεί εδώ και θα διερευνηθεί περαιτέρω το ζήτημα. Η εταιρεία θα αποστείλει άλλον σε αντικατάστασή του. Αυτός θα φτάσει μετά από οκτώ περίπου ώρες. Αλλιώς θα συνεχίσετε με τον ίδιο οδηγό». Στη συνέχεια, ο μπάτσος μάς πλησίασε και ρώτησε αν καταλαβαίνουμε ισπανικά. . (Ο ξένος σε κάποια «περιβάλλοντα» της Λ. Αμερικής κάνει μπαμ, όσο λέτσος και αν ντυθεί, είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα). Είπαμε ναι. Επέστρεψε στο μικρόφωνο και είπε: «Όσοι θεωρούν ότι δεν οδηγούσε επικίνδυνα, ας σηκώσουν το χέρι». Σηκώθηκαν όλα τα χέρια, πλην αυτού της κυρίας δυο θέσεις μπροστά. Σηκώθηκαν και τα δικά μας. Με μικρή χρονοκαθυστέρηση. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως το πάταγε κάπως ο οδηγός. Και επειδή ο δρόμος ήταν στενός και είχε λακκούβες, είχε κανείς την αίσθηση ότι έτρεχε πάρα πολύ. Ήταν όντως φοβιστικό. Αλλά πάλι, ένα οχτάωρο καθυστέρηση...
Ο μπάτσος είπε πως, με γνώμονα την ετυμηγορία της πλειοψηφίας, θα συνεχίζαμε τη διαδρομή με τον ίδιο οδηγό. Τον οποίο χαιρέτησε και κατέβηκε. Το λεωφορείο ξαναπήρε γλυκά το δρόμο του. Ξανακούστηκαν οι νότες του reggaeton από το θηριώδες κασετόφωνο που κρεμόταν μέσα σε μια διχτυωτή αιώρα δίπλα στη θέση του οδηγού. Για να μην επηρεάζεται η ποιότητα του ήχου από τα τραντάγματα στις λακκούβες. Με ένα τσιγάρο στο χέρι μου, που στηριζόταν στο ορθάνοιχτο παράθυρο, κοίταζα την καχεκτική βλάστηση του τοπίου. Σιωπηλή μες στην κάψα του μεσημεριού. (Λαμπρή ιδέα τελικά η επιλογή της πολύχρωμης σακαράκας – είχα γλιτώσει από τα θηριώδη κλιματιστικά των καινούργιων λεωφορείων… Και την αναπόφευκτη ιγμορίτιδα.)
Ακούστηκε η φωνή του οδηγού από το μικρόφωνο: «Μια συνεπιβάτις σας παραπονέθηκε ότι οδηγούσα επικίνδυνα. Ανταποκρίθηκα απευθυνόμενος στις αρχές. Όπως θα διαπιστώσατε, το ζήτημα διευθετήθηκε άμεσα με βάση τις αρχές της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας». Δύσκολα έκρυβε μια χροιά χαράς και θριάμβου στη φωνή του. Οι επιβάτες αδιάφοροι. Προσπάθησα να δω την ξινή δυο θέσεις μπροστά.
Μετά από μια σύντομη σιγή, ο οδηγός συνέχισε: «Και τώρα, πώς θα θέλατε να οδηγώ; Πιο σιγά ή όπως πριν;». Ένιωσα το παλιό λεωφορείο να τραντάζεται σύγκορμο από την απάντηση των επιβατών του:
«Πάτα το!».
Προς ακρόαση ένα σουξέ της εποχής στα μέρη εκείνα