Στιγμιότοποι. 4

Βενεζουέλα, Ελλάδα, Οπουδήποτε

Στιγμιότοποι. 4


Κο­ντά στην Καϊ­κά­ρα, Πο­λι­τεία Μπο­λί­βαρ, Βε­νε­ζου­έ­λα

Από τη Σά­ντα Ελέ­να δε Ουαϊ­ρέν στα σύ­νο­ρα με την Βρα­ζι­λία, μέ­χρι τη Βα­λέν­σια στην Κα­ραϊ­βι­κή εί­ναι δε­κά­ξι πε­ρί­που ώρες με το πο­λύ­χρω­μο λε­ω­φο­ρείο. Εί­χα­με ξε­κι­νή­σει χα­ρά­μα­τα. Νω­ρίς το απο­με­σή­με­ρο το λε­ω­φο­ρείο στα­μά­τη­σε ξαφ­νι­κά σε ένα ση­μείο ελέγ­χου της τρο­χαί­ας. Δεν του εί­χαν κά­νει σή­μα. Από το πα­ρά­θυ­ρο εί­δα τον οδη­γό να πη­γαί­νει προς τους μπά­τσους. Συ­νο­δευό­ταν από μια με­σό­κο­πη και βλο­συ­ρή συ­νε­πι­βά­τι­δά μας. Ξαν­θιά. Επέ­στρε­ψαν και οι δυο αμέ­σως συ­νο­δευό­με­νοι από έναν μπά­τσο. Η κυ­ρία ξα­να­κά­θι­σε στη θέ­ση της, δυο θέ­σεις μπρο­στά από μέ­να. Ο μπά­τσος πή­ρε το μι­κρό­φω­νο και εί­πε:

«Μια συ­νε­πι­βά­τις σας μου πα­ρα­πο­νέ­θη­κε πως ο οδη­γός σας οδη­γού­σε πο­λύ γρή­γο­ρα, επι­κίν­δυ­να κα­τά τη γνώ­μη της. Θα χει­ρι­στώ το ζή­τη­μα δη­μο­κρα­τι­κά, με βά­ση τα όσα επι­τάσ­σουν οι αρ­χές της Μπο­λι­βα­ρια­νής Δη­μο­κρα­τί­ας. (Ήμα­σταν στα κα­λά χρό­νια του Τσά­βες). Αν η πλειο­ψη­φία απο­φαν­θεί ότι η οδή­γη­ση ήταν όντως επι­κίν­δυ­νη, ο οδη­γός θα κρα­τη­θεί εδώ και θα διε­ρευ­νη­θεί πε­ραι­τέ­ρω το ζή­τη­μα. Η εται­ρεία θα απο­στεί­λει άλ­λον σε αντι­κα­τά­στα­σή του. Αυ­τός θα φτά­σει με­τά από οκτώ πε­ρί­που ώρες. Αλ­λιώς θα συ­νε­χί­σε­τε με τον ίδιο οδη­γό». Στη συ­νέ­χεια, ο μπά­τσος μάς πλη­σί­α­σε και ρώ­τη­σε αν κα­τα­λα­βαί­νου­με ισπα­νι­κά. . (Ο ξέ­νος σε κά­ποια «πε­ρι­βάλ­λο­ντα» της Λ. Αμε­ρι­κής κά­νει μπαμ, όσο λέ­τσος και αν ντυ­θεί, εί­ναι σαν τη μύ­γα μες στο γά­λα). Εί­πα­με ναι. Επέ­στρε­ψε στο μι­κρό­φω­νο και εί­πε: «Όσοι θε­ω­ρούν ότι δεν οδη­γού­σε επι­κίν­δυ­να, ας ση­κώ­σουν το χέ­ρι». Ση­κώ­θη­καν όλα τα χέ­ρια, πλην αυ­τού της κυ­ρί­ας δυο θέ­σεις μπρο­στά. Ση­κώ­θη­καν και τα δι­κά μας. Με μι­κρή χρο­νο­κα­θυ­στέ­ρη­ση. Η αλή­θεια, βέ­βαια, ήταν πως το πά­τα­γε κά­πως ο οδη­γός. Και επει­δή ο δρό­μος ήταν στε­νός και εί­χε λακ­κού­βες, εί­χε κα­νείς την αί­σθη­ση ότι έτρε­χε πά­ρα πο­λύ. Ήταν όντως φο­βι­στι­κό. Αλ­λά πά­λι, ένα οχτά­ω­ρο κα­θυ­στέ­ρη­ση...
Ο μπά­τσος εί­πε πως, με γνώ­μο­να την ετυ­μη­γο­ρία της πλειο­ψη­φί­ας, θα συ­νε­χί­ζα­με τη δια­δρο­μή με τον ίδιο οδη­γό. Τον οποίο χαι­ρέ­τη­σε και κα­τέ­βη­κε. Το λε­ω­φο­ρείο ξα­να­πή­ρε γλυ­κά το δρό­μο του. Ξα­να­κού­στη­καν οι νό­τες του reggaeton από το θη­ριώ­δες κα­σε­τό­φω­νο που κρε­μό­ταν μέ­σα σε μια δι­χτυω­τή αιώ­ρα δί­πλα στη θέ­ση του οδη­γού. Για να μην επη­ρε­ά­ζε­ται η ποιό­τη­τα του ήχου από τα τρα­ντάγ­μα­τα στις λακ­κού­βες. Με ένα τσι­γά­ρο στο χέ­ρι μου, που στη­ρι­ζό­ταν στο ορ­θά­νοι­χτο πα­ρά­θυ­ρο, κοί­τα­ζα την κα­χε­κτι­κή βλά­στη­ση του το­πί­ου. Σιω­πη­λή μες στην κά­ψα του με­ση­με­ριού. (Λα­μπρή ιδέα τε­λι­κά η επι­λο­γή της πο­λύ­χρω­μης σα­κα­ρά­κας – εί­χα γλι­τώ­σει από τα θη­ριώ­δη κλι­μα­τι­στι­κά των και­νούρ­γιων λε­ω­φο­ρεί­ων… Και την ανα­πό­φευ­κτη ιγ­μο­ρί­τι­δα.)
Ακού­στη­κε η φω­νή του οδη­γού από το μι­κρό­φω­νο: «Μια συ­νε­πι­βά­τις σας πα­ρα­πο­νέ­θη­κε ότι οδη­γού­σα επι­κίν­δυ­να. Αντα­πο­κρί­θη­κα απευ­θυ­νό­με­νος στις αρ­χές. Όπως θα δια­πι­στώ­σα­τε, το ζή­τη­μα διευ­θε­τή­θη­κε άμε­σα με βά­ση τις αρ­χές της Μπο­λι­βα­ρια­νής Δη­μο­κρα­τί­ας». Δύ­σκο­λα έκρυ­βε μια χροιά χα­ράς και θριάμ­βου στη φω­νή του. Οι επι­βά­τες αδιά­φο­ροι. Προ­σπά­θη­σα να δω την ξι­νή δυο θέ­σεις μπρο­στά.
Με­τά από μια σύ­ντο­μη σι­γή, ο οδη­γός συ­νέ­χι­σε: «Και τώ­ρα, πώς θα θέ­λα­τε να οδη­γώ; Πιο σι­γά ή όπως πριν;». Ένιω­σα το πα­λιό λε­ω­φο­ρείο να τρα­ντά­ζε­ται σύ­γκορ­μο από την απά­ντη­ση των επι­βα­τών του:

«Πά­τα το!».

Προς ακρό­α­ση ένα σου­ξέ της επο­χής στα μέ­ρη εκεί­να

Συγ­γρού-ΦΙΞ, Αθή­να, Ελ­λά­δα

Έχω δί­πλω­μα αλ­λά δεν οδη­γώ. Από τό­τε που φτιά­χτη­κε το με­τρό μου αρέ­σει να δί­νω ρα­ντε­βού έξω από την εί­σο­δο του σταθ­μού Συγ­γρού-ΦΙΞ, στην πλευ­ρά κο­ντά στην Καλ­λι­ρό­ης. Ατε­νί­ζω προ­ο­πτι­κά τη Συγ­γρού προς τα κά­τω, προς τη θά­λασ­σα. Νιώ­θω να έχω προ­ο­πτι­κές. Εξάλ­λου, στα ρω­σι­κά η με­γά­λη λε­ω­φό­ρος λέ­γε­ται проспект, ε; Μια μέ­ρα αφαι­ρέ­θη­κα πο­λύ. Απο­με­σή­με­ρο Τε­τάρ­της. Εί­χε λί­γη κί­νη­ση. Ένα ΙΧ ανέ­βαι­νε τη Συγ­γρού. Εί­χε μια με­γά­λη τα­μπέ­λα στην ορο­φή του. Τι να ήταν; Δεν έβλε­πα. Άρ­χι­σα να σκέ­φτο­μαι απί­θα­να πράγ­μα­τα. Μέ­χρι και πως ήταν δια­φή­μι­ση για κά­ποιο πλα­νό­διο τσίρ­κο. Όταν τε­λι­κά πλη­σί­α­σε το Λά­ντα εί­δα τι έγρα­φε η τα­μπέ­λα: Σχο­λή Οδη­γών κλπ. Θεέ και Κύ­ριε.. Πώς δεν εί­χε πά­ει το μυα­λό μου; Και­ρός να συ­νέλ­θω. Με εί­χε πιά­σει η άνοι­ξη...
Το σκε­φτό­μουν αυ­τό το πε­ρι­στα­τι­κό μέ­χρι το βρά­δυ που πή­γα για ύπνο. Κα­τά το χά­ρα­μα εί­δα ένα πε­ρί­ερ­γο όνει­ρο, ενώ ταυ­τό­χρο­να ένιω­θα επι­τα­κτι­κή την ανά­γκη για κα­τού­ρη­μα. Ση­κώ­θη­κα μι­σο­κοι­μι­σμέ­νος και πή­γα γραμ­μή στο μπά­νιο. Με­τά προ­σπά­θη­σα να ξυ­πνή­σω για να θυ­μη­θώ το πε­ρί­ερ­γο όνει­ρο. Αυ­τή τη φο­ρά τα κα­τά­φε­ρα. Το όνει­ρο ήταν απλό. Ένα Λά­ντα ανέ­βαι­νε τη Συγ­γρού. Εί­χε μια με­γά­λη τα­μπέ­λα στην ορο­φή του. Αυ­τή τη φο­ρά ξέ­ρω τι εί­ναι, σκε­φτό­μουν μες στο όνει­ρό μου, αφού ο νους μου πή­γε πρώ­τα σε αυ­τό που εί­χε γί­νει το απο­με­σή­με­ρο. Αμ δε! Πλη­σί­α­σε το ΙΧ και διά­βα­σα την τα­μπέ­λα: Σχο­λή Συ­νο­δη­γών!

Οπου­δή­πο­τε, οπου­δή­πο­τε, οπου­δή­πο­τε

Όταν βρί­σκο­μαι εκτός Ελ­λά­δος και ακούω να μι­λούν αγ­γλι­κά με προ­φο­ρά native speaker –δεν έχει ση­μα­σία από ποια αγ­γλό­φω­νη χώ­ρα– αν μου φα­νούν στοι­χειω­δώς σο­βα­ροί και ανή­κουν στην καυ­κά­σια φυ­λή, νιώ­θω επι­τα­κτι­κή την ανά­γκη να τους ρω­τή­σω: Where are you from? From Malta? Στην Ελ­λά­δα δεν το κά­νω. Κω­λύ­ο­μαι, δεν ξέ­ρω από τι.
Στα­τι­στι­κά εί­ναι πο­λύ απί­θα­νο να πέ­σεις σε Μαλ­τέ­ζους. Οι ερω­τώ­με­νοι, σχε­δόν πά­ντα, ενο­χλού­νται και νιώ­θουν αμή­χα­να. Κά­τι μου αρέ­σει στην ενό­χλη­ση και στην αμη­χα­νία τους.
Μια φο­ρά, ενώ συ­νο­δευό­μουν από ένα φί­λο μου, Έλ­λη­να, με τον οποίο συ­νο­μι­λού­σα, όταν υπέ­βα­λα την ερώ­τη­σή μου αυ­τή σε τρεις (3) αγ­γλό­φω­νους, αυ­τή απα­ντή­θη­κε με μιαν άλ­λη ερώ­τη­ση: And you, where are from? From Cyprus?

Ενο­χλή­θη­κα. Αί­σθη­ση αμη­χα­νί­ας (;).

Έxω πια πο­λύ και­ρό να ρω­τή­σω: Where are you from? From Malta? Αλ­λά απο­φά­σι­σα να το ξα­να­κά­νω. Με την πρώ­τη ευ­και­ρία όταν βρε­θώ και πά­λι εκτός Ελ­λά­δος. Οπου­δή­πο­τε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: