«Μια φορά κοιτάμε τον κόσμο, όταν είμαστε παιδιά. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη», σύμφωνα με τη Λουίζ Γκλικ (Louise Glück, 1943), όπως προφέρεται το όνομά της, δωδέκατη “Δαφνοστεφή” Ποιήτρια Σύμβουλο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Με ασυνήθιστα διεισδυτικές αναφορές στην ελληνική μυθολογία, η γλώσσα της ανασυγκροτεί τονισμούς μιας Δελφικής φωνής, αλλά με λέξεις απλές και συνηθισμένες, όπως έχει παρατηρήσει η κριτικός Χέλεν Βέντλερ. Τίτλοι στα αγγλικά των ποιημάτων που μεταφράζονται: The Triumph of Achilles και A Myth of Devotion.
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα & Ένας μύθος αφοσίωσης
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα
Στην ιστορία του Πάτροκλου
δεν υπάρχει επιζών, ούτε καν ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Ο Πάτροκλος τού έμοιαζε· φορούσαν
την ίδια πανοπλία.
Πάντοτε στις φιλίες αυτές
ο ένας υπηρετεί τον άλλο, ο ένας είναι πιο λίγος:
η ιεραρχία
είναι πάντοτε εμφανής, αν και οι θρύλοι
δεν είναι αξιόπιστοι –
πηγή τους είναι ο επιζών,
αυτός τον οποίο εγκατέλειψαν.
Τι ήταν τα ελληνικά πλοία που καίγονταν
μπροστά σε αυτή την απώλεια;
Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας
πενθούσε με όλη την ύπαρξή του
και οι θεοί είδαν
πως ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα
της πλευράς εκείνης η οποία αγαπούσε,
της πλευράς που ήταν θνητή.
Ένας μύθος αφοσίωσης
Όταν ο Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε το κορίτσι
τής έφτιαξε μια απομίμηση της γης,
τα πάντα ίδια, και το λιβάδι ακόμη,
αλλά προσθέτοντας ένα κρεβάτι.
Τα πάντα ίδια, περιλαμβάνοντας το φως του ήλιου,
γιατί θα ήταν δύσκολο για νέο κορίτσι
να πάει τόσο γρήγορα από λαμπρό φως σε απόλυτο σκοτάδι.
Σταδιακά, σκέφτηκε, θα έφερνε τη νύχτα,
πρώτα ως σκιές φύλλων που φτερουγίζουν.
Μετά σελήνη, μετά άστρα. Έπειτα ούτε σελήνη, ούτε άστρα.
Ας συνηθίσει η Περσεφόνη σιγά σιγά.
Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ανακουφιστικό.
Ένα ομοιότυπο της γης
αλλά εδώ υπήρχε αγάπη.
Αγάπη δεν θέλουν όλοι;
Περίμενε πολλά χρόνια,
χτίζοντας έναν κόσμο, παρακολουθώντας
την Περσεφόνη στο λιβάδι.
Η Περσεφόνη μύριζε, γευόταν.
Αν έχεις κάποια όρεξη, σκέφτηκε,
τις έχεις όλες.
Δεν θέλουν όλοι να νιώσουν τη νύχτα
το αγαπημένο σώμα, πυξίδα, πολικό αστέρα,
να ακούσουν την ήρεμη ανάσα που λέει
είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης
είσαι ζωντανός, γιατί με ακούς,
είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν γυρνά ο ένας,
γυρνά και ο άλλος –
Αυτά ένιωθε, ο κύριος του σκότους,
κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε
οικοδομήσει για την Περσεφόνη. Καθόλου δεν σκέφτηκε
πως μυρωδιές πια δεν θα υπήρχαν εδώ,
ασφαλώς ούτε θα έτρωγες πια.
Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος της αγάπης;
Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε να τα φανταστεί∙
κανείς που αγαπά δεν τα φαντάζεται ποτέ.
Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει το μέρος.
Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Έπειτα: Ο Κήπος.
Τελικά, αποφασίζει να το αποκαλέσει
Η Νεότητα της Περσεφόνης.
Ένα απαλό φως που σηκώνεται πάνω από το επίπεδο λιβάδι,
πίσω από το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.
Θέλει να πει σε αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
αλλά σκέφτεται
αυτό είναι ψέμα, οπότε λέει τελικά
είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
που του φαίνεται
μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινό.