Μεταξύ μας. Για τους άλλους – Ιντερμέδιο ΙΙ

«Δευ­τε­ρο­λο­γί­ες» με­τα­φρα­στών/με­τα­φρα­στριών που συμ­με­τεί­χαν στο συλ­λο­γι­κό τό­μο «Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας. Οι με­τα­φρα­στές και ο λό­γος τους», (επιμ. Μ. Πα­πα­δή­μα, εκδ. Νή­σος, Αθή­να 2021


Με­τά το Ιντερ­μέ­διο Ι της σχε­τι­κά τα­κτι­κής στή­λης Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους, με τί­τλο Η με­τα­φρα­στι­κή σχέ­ση ως αλ­λη­γο­ρία της ερω­τι­κής, στο τεύ­χος του Ιου­λί­ου του 2021 του Χάρ­τη, πρό­θε­ση του υπο­γρά­φο­ντος τη στή­λη ήταν η επι­στρο­φή στην… «κα­νο­νι­κό­τη­τα». Δη­λα­δή στις εκτε­νείς και αρ­κε­τά «ανοι­κτές» συ­νε­ντεύ­ξεις με με­τα­φρα­στές και με­τα­φρά­στριες που έχουν με­τα­φρά­σει επι­τυ­χώς —κα­τά τη γε­νι­κή ομο­λο­γία των πε­ρισ­σο­τέ­ρων συ­ντε­λε­στών της πα­ρα­γω­γής αλ­λά και του κοι­νού— κά­ποιο ποι­κι­λο­τρό­πως απαι­τη­τι­κό λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο και κα­λού­νται από τη στή­λη να πά­ρουν το λό­γο και να μι­λή­σουν για τις με­τα­φρα­στι­κές δυ­σκο­λί­ες τις οποί­ες συ­νά­ντη­σαν σε αυ­τό, κα­θώς και τις στρα­τη­γι­κές και τα­κτι­κές που με­τήλ­θαν προ­κει­μέ­νου να τις αντι­με­τω­πί­σουν, αντε­πε­ξερ­χό­με­νοι επι­τυ­χώς στις λε­γό­με­νες με­τα­φρα­στι­κές προ­κλή­σεις του έρ­γου. Τους δί­δε­ται, επι­πλέ­ον, και η ευ­και­ρία να πα­ρου­σιά­σουν οι ίδιοι το «με­τα­φρα­στι­κό προ­φίλ» τους, τη στά­ση τους συ­νο­λι­κά απέ­να­ντι στη λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση από κά­θε άπο­ψη, στοι­χείο του οποί­ου η ση­μα­σία ανα­δει­κνύ­ε­ται όλο και πιο πο­λύ στις μέ­ρες μας. Η στή­λη, εν ολί­γοις, συ­νι­στά μια προ­σπά­θεια ανά­δει­ξης των θε­τι­κών στοι­χεί­ων κά­ποιων επι­τυ­χών με­τα­φρά­σε­ων, δη­λα­δή κά­ποιων θε­τι­κά «πα­ρα­δειγ­μα­τι­κών πε­ρι­πτώ­σε­ων», προ­κει­μέ­νου να βοη­θη­θεί το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, μέ­σα από το λό­γο των ίδιων των με­τα­φρα­στών και των με­τα­φρα­στριών, να ρί­ξει μια μα­τιά από κο­ντά σε κά­ποιες βα­σι­κές και στοι­χειώ­δεις πα­ρα­μέ­τρους της τέ­χνης/τε­χνι­κής του με­τα­φρα­στή. (Τέ­χνη και τε­χνι­κή εί­ναι η με­τά­φρα­ση, δη­μιουρ­γία μέ­σα σε αυ­στη­ρά πλαί­σια και κα­νό­νες, σαν τη βυ­ζα­ντι­νή αγιο­γρα­φία). Κο­ντο­λο­γίς, η στή­λη εί­ναι μια ακό­μη προ­σπά­θεια με στό­χο να «εκ­παι­δευ­θεί» (sic) ο λε­γό­με­νος επαρ­κής ανα­γνώ­στης (sic) ώστε να ανα­γνω­ρί­ζει την επι­τυ­χη­μέ­νη με­τά­φρα­ση, κα­θό­τι η βι­βλιο­κρι­τι­κή στη χώ­ρα μας συ­νή­θως πα­ρα­κάμ­πτει σιω­πη­ρά το έρ­γο του με­τα­φρα­στή, πό­σω μάλ­λον του επι­με­λη­τή, αυ­τού του ση­μα­ντι­κού όσο και ελά­χι­στα ορα­τού, ακό­μη, συ­ντε­λε­στή της βι­βλιο­πα­ρα­γω­γής, ει­δι­κά όταν πρό­κει­ται για με­τα­φρα­σμέ­να έρ­γα. Προ­φα­νώς, στο τε­λι­κό προ­ϊ­όν, στο εκ­δο­θέν βι­βλίο, εί­ναι κά­πως δυσ­διά­κρι­το το ποιος από τους δύο, δη­λα­δή το με­τα­φρα­στή και τον επι­με­λη­τή, έχει κά­νει τι, αυ­τός μά­λι­στα εί­ναι, ίσως, και ένας ακό­μη λό­γος –μα­ζί με τη δυ­σκο­λία/αδυ­να­μία μιας (χρο­νο­βό­ρας) αντι­πα­ρα­βο­λής με το πρω­τό­τυ­πο– που οι βι­βλιο­κρι­τι­κοί σπα­νί­ως απο­πει­ρώ­νται μια ου­σια­στι­κή κρι­τι­κή της με­τά­φρα­σης. Σε κά­θε μία από τις «συ­νε­ντεύ­ξεις» αυ­τές της στή­λης Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους συμ­με­τέ­χει πά­ντα ο υπο­γρά­φων, με­τα­φρα­στής και ό ίδιος, και ο/η εκά­στο­τε με­τα­φρα­στής ή με­τα­φρά­στρια.

Τον Μάιο όμως που μας πέ­ρα­σε προ­έ­κυ­ψε ένα αξιο­ση­μεί­ω­το εκ­δο­τι­κό γε­γο­νός για τα με­τα­φρα­στι­κά πράγ­μα­τα στην Ελ­λά­δα, το οποίο ανέ­βα­λε την επι­στρο­φή στην «κα­νο­νι­κό­τη­τα» και οδή­γη­σε στο Ιντερ­μέ­διο ΙΙ που δια­βά­ζε­τε. Συ­γκε­κρι­μέ­να, από τις εκ­δό­σεις Νή­σος, κυ­κλο­φό­ρη­σε μια μο­να­δι­κή για τα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα έκ­δο­ση: Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας εί­ναι ο τί­τλος της και Οι με­τα­φρα­στές και λό­γος τους, ο υπό­τι­τλος. Η τυ­πο­γρα­φι­κή επι­μέ­λεια και διόρ­θω­ση εί­ναι της Μα­ρί­ας Γουρ­νιε­ζά­κη. Επι­με­λή­τρια (editor) του τό­μου των 400 πε­ρί­που σε­λί­δων, στις οποί­ες πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται 30 κεί­με­να με­τα­φρα­στών και με­τα­φρα­στριών, εί­ναι η Μα­ρία Πα­πα­δή­μα, η οποία εί­χε και την έμπνευ­ση για το βι­βλίο. Η Μα­ρία Πα­πα­δή­μα, κα­θη­γή­τρια στο Τμή­μα Γαλ­λι­κής Γλώσ­σας και Φι­λο­λο­γί­ας, με­τα­φρά­στρια και με­τα­φρα­σε­ο­λό­γος και η ίδια, εί­χε την ιδέα, όπως ανα­φέ­ρει στον Πρό­λο­γο του βι­βλί­ου, να ζη­τή­σει από αρ­κε­τούς με­τα­φρα­στές (και κά­ποιους επι­με­λη­τές) να εκ­πο­νή­σουν και να της πα­ρα­δώ­σουν ένα κεί­με­νό τους που να αφο­ρά τη με­τά­φρα­ση. Ένα κεί­με­νο με οιο­νεί ελεύ­θε­ρο θέ­μα, εκ πρώ­της όψε­ως. Έπρε­πε όμως να εί­ναι ένα κεί­με­νο με συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα, όχι ένα κεί­με­νο σχε­τι­κά με τη λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση συ­νο­λι­κά ή εν γέ­νει, αλ­λά ανα­φε­ρό­με­νο, απα­ραι­τή­τως, κα­τά τρό­πο άμε­σο, σε κά­ποια με­τα­φρα­στι­κή πτυ­χή ή πε­ρί­πτω­ση, μέ­σα πά­ντα από ένα προ­σω­πι­κό πρί­σμα. Η πρό(σ)κλη­ση αυ­τή στά­θη­κε και η αφορ­μή (ή η ευ­και­ρία) για τους/τις εν λό­γω συμ­με­τέ­χο­ντες/συμ­με­τέ­χου­σες με­τα­φρα­στές/με­τα­φρά­στριες λο­γο­τε­χνί­ας, οι οποί­οι έχουν ξε­κι­νή­σει τη με­τα­φρα­στι­κή πο­ρεία τους, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι/-ες, τη δε­κα­ε­τία του ’80, να κοι­νω­νή­σουν κά­ποιες «έγνοιες» τους. Στην πλειο­νό­τη­τά τους πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στές και με­τα­φρά­στριες που με­τα­φρά­ζουν προς τα ελ­λη­νι­κά, υπάρ­χουν όμως και πε­ρι­πτώ­σεις ατό­μων που με­τα­φρά­ζουν από τα ελ­λη­νι­κά προς ξέ­νες γλώσ­σες. Κά­ποιοι έγρα­ψαν για το με­τα­φρα­στι­κό τους έρ­γο τους εν γέ­νει ή/και συ­νο­λι­κά και συ­γκε­ντρω­τι­κά, ορι­σμέ­νοι για ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο που έχουν με­τα­φρά­σει, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το «πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά» για να φω­τί­σουν ένα ή πε­ρισ­σό­τε­ρα «αντι­λε­γό­με­να/αμ­φι­λε­γό­με­να» ση­μεία της με­τα­φρα­στι­κής τέ­χνης (και την το­πο­θέ­τη­σή τους απέ­να­ντι σε αυ­τά), κά­ποιοι άλ­λοι εί­δαν την πρό­σκλη­ση συμ­με­το­χής ως ευ­και­ρία ανα­στο­χα­σμού της συν­θή­κης του με­τα­φρα­στή, εί­τε εν γέ­νει εί­τε απλώς της δι­κής τους. Ή, ακό­μη, ως μια αφορ­μή για τη διε­ρεύ­νη­ση ή την ανα­ψη­λά­φη­ση «ανοι­κτών» ζη­τη­μά­των της με­τά­φρα­σης, στη θε­ω­ρία και στην πρά­ξη. Τε­λι­κά, δεν ήταν λί­γα τα συμ­με­τέ­χο­ντα στο ση­μα­ντι­κό αυ­τό εγ­χεί­ρη­μα άτο­μα που επι­κοι­νώ­νη­σαν «εν αγνοία τους» με­τα­ξύ τους, φι­λο­ξε­νού­με­να στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου αυ­τού, ενώ κά­ποια, επί της ου­σί­ας, αντα­πο­κρί­θη­καν, ηθε­λη­μέ­να ή ανε­πί­γνω­στα, με τον τρό­πο του/της ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μιά τους, σε όσους και όσες από το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό εν­δια­φέ­ρο­νται να μά­θουν σε τι τε­λι­κά (θα πρέ­πει να) συ­νί­στα­ται, κα­τά, ορι­σμέ­νους έστω, με­τα­φρα­στές, η ερ­γα­σία του επαρ­κούς και υπεύ­θυ­νου με­τα­φρα­στή λο­γο­τε­χνί­ας. Κα­θώς και ποια (θα πρέ­πει να) εί­ναι η σχέ­ση του με­τα­φρα­στή λο­γο­τε­χνί­ας με το κοι­νό, τον επι­με­λη­τή, τον εκ­δό­τη και το συγ­γρα­φέα. Αυ­τή η προ­βλη­μα­τι­κή εί­ναι πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα στις μέ­ρες μας κα­θό­τι, όπως ανα­φέ­ρε­ται και στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου, «σή­με­ρα ο με­τα­φρα­στής δεν εί­ναι μια αι­νιγ­μα­τι­κή μορ­φή, αλ­λά ένας από τους βα­σι­κούς συ­ντε­λε­στές του πο­λι­τι­σμού μας, ο οποί­ος διεκ­δι­κεί τον ρό­λο του ως συν-συγ­γρα­φέ­ως».

Οι με­τα­φρα­στές δου­λεύ­ουν κα­τά κα­νό­να κα­τά μό­νας και έχουν μάλ­λον σπά­νια την ευ­και­ρία να συ­νο­μι­λή­σουν με­τα­ξύ τους χά­ρη σε κά­ποια εκ­δή­λω­ση του σι­να­φιού, αν εξαι­ρέ­σει κα­νείς με­ρι­κές δια­δι­κτυα­κές σε­λί­δες συ­νερ­γα­σί­ας και δια­βού­λευ­σης σε με­τα­φρα­στι­κά θέ­μα­τα. Όσον αφο­ρά εμέ­να δια­βά­ζο­ντας το βι­βλίο, εί­δα σε αυ­τό μια μο­να­δι­κή ευ­και­ρία για ένα Ιντερ­μέ­διο ΙΙ στη στή­λη Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους του πε­ριο­δι­κού Χάρ­τη, αφιε­ρω­μέ­νο στο λό­γο ατό­μων από το σι­νά­φι. Έχο­ντας δώ­σει και εγώ ένα κεί­με­νό μου για τον τό­μο, ως ένας ακό­μη με­τα­φρα­στής, ομο­λο­γώ ότι με ξάφ­νια­σε θε­τι­κά η ποι­κι­λία των κει­μέ­νων αρ­κε­τών ομο­τέ­χνων μου που τα εν­δια­φέ­ρο­ντά τους ελά­χι­στα γνώ­ρι­ζα. Ως προς τη θε­μα­το­λο­γία κυ­ρί­ως, αλ­λά και ως προς τη γρα­φή. (Εί­ναι γρα­φιάς σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση ο με­τα­φρα­στής). Η ποι­κι­λία αυ­τή οφεί­λε­ται, με­τα­ξύ άλ­λων, και στο γε­γο­νός ότι πά­ρα πολ­λοί με­τα­φρα­στές λο­γο­τε­χνί­ας στη χώ­ρα μας δεν εί­ναι μό­νο με­τα­φρα­στές, πράγ­μα που ερ­μη­νεύ­ε­ται, εν πολ­λοίς, και από τις γλί­σχρες αμοι­βές της με­τά­φρα­σης λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα. Αρ­κε­τά συ­χνά εί­ναι πα­ράλ­λη­λα και πα­νε­πι­στη­μια­κοί δά­σκα­λοι, κα­θη­γη­τές ξέ­νων γλωσ­σών ή με­τά­φρα­σης, διερ­μη­νείς, εκ­δό­τες, δη­μο­σιο­γρά­φοι, επι­με­λη­τές, βι­βλιο­κρι­τι­κοί, εκ­δό­τες, σκη­νο­θέ­τες, για να μεί­νου­με μό­νο σε επαγ­γέλ­μα­τα και ενα­σχο­λή­σεις που πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τη γλώσ­σα εί­τε συ­ναρ­τώ­νται, με ποι­κί­λους τρό­πους, με αυ­τήν.

Στο ση­μείο αυ­τό θα πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με στον ανα­γνώ­στη πως το βι­βλίο δεν εί­ναι απάν­θι­σμα με­τα­φρα­σε­ο­λο­γι­κών κει­μέ­νων, αν και μία από τις τέσ­σε­ρεις ενό­τη­τές του συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει θε­ω­ρη­τι­κά, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, κεί­με­να, τα οποία, όμως, δεν διο­λι­σθαί­νουν προς τον ακα­δη­μαϊ­σμό. Εξάλ­λου, με­ρι­κοί μό­νον από τους συμ­με­τέ­χο­ντες με­τα­φρα­στές εί­ναι και με­τα­φρα­σε­ο­λό­γοι. Τα κεί­με­να του βι­βλί­ου έχουν κα­τα­τα­χθεί από την επι­με­λή­τρια, και συ­ντά­κτρια του εύ­λη­πτου και κα­τα­το­πι­στι­κού Προ­λό­γου, σε τέσ­σε­ρεις σα­φώς δια­κρι­τές ενό­τη­τες. Η πρώ­τη (Θε­ω­ρη­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις – Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γι­κά) εί­ναι σα­φώς η πιο θε­ω­ρη­τι­κή και αφο­ρά τη με­τα­φρα­σι­μό­τη­τα, το άρ­ρη­το του πρω­το­τύ­που, το θέ­μα της ακρί­βειας και της πι­στό­τη­τας και άλ­λα συ­να­φή. Η δεύ­τε­ρη (Από τη θε­ω­ρία στην πρά­ξη) κι­νεί­ται γύ­ρω από τις πιο ορα­τές πλευ­ρές της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης και της με­τα­φρα­στι­κής δια­δι­κα­σί­ας, από το κα­τά πό­σον μπο­ρεί να δι­δα­χτεί η λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση μέ­χρι τις σχέ­σεις του με­τα­φρα­στή με τους άλ­λους συ­ντε­λε­στές της βι­βλιο­πα­ρα­γω­γής, δη­λα­δή εκ­δό­τες, επι­με­λη­τές, κρι­τι­κούς κά. Στην τρί­τη ενό­τη­τα (Με­τα­φρα­στές επί το έρ­γον) ο ανα­γνώ­στης έχει την ευ­και­ρία να δει με πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό τρό­πο την αντι­με­τώ­πι­ση ση­μα­ντι­κών με­τα­φρα­στι­κών προ­βλη­μά­των σε μεί­ζο­να λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα, ποί­η­σης και πε­ζο­γρα­φί­ας, από την οπτι­κή γω­νία των με­τα­φρα­στών τους. Στην τέ­ταρ­τη ενό­τη­τα (Με­τα­φρα­στι­κές δια­δρο­μές – De profundis) o λό­γος εί­ναι πιο συ­ναι­σθη­μα­τι­κός ή/και προ­σω­πι­κός, μέ­χρι και βιω­μα­τι­κός, κα­θό­τι τα κεί­με­να πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τη σχέ­ση των με­τα­φρα­στών με τους συγ­γρα­φείς που με­τα­φρά­ζουν, τη γλώσ­σα, το επαγ­γελ­μα­τι­κό και (όχι μό­νο) πα­ρελ­θόν τους, την εί­σο­δό τους στο επάγ­γελ­μα και άλ­λα ποι­κί­λα ανά­λο­γα, πα­ρό­τι «αδό­κη­τα», θέ­μα­τα.

Το Ιντερ­μέ­διο ΙΙ της στή­λης Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους, θέ­λο­ντας να προ­χω­ρή­σει σε μια πρώ­τη κα­τα­γρα­φή των εντυ­πώ­σε­ων που προ­κά­λε­σε ο (εν πολ­λοίς) ανε­πί­γνω­στος αυ­τός διά­λο­γος με­τα­ξύ ατό­μων του σι­να­φιού σε αυ­τά τα ίδια, απηύ­θυ­νε σε όλους όσους και όσες συμ­με­τεί­χαν στο συλ­λο­γι­κό τό­μο Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας. Οι με­τα­φρα­στές και ο λό­γος τους τις εξής ερω­τή­σεις, προ­κει­μέ­νου να «δευ­τε­ρο­λο­γή­σουν»:

1) Στο βι­βλίο αυ­τό πολ­λοί με­τα­φρα­στές εί­χαν μια σπά­νια ευ­και­ρία να (συν)ομι­λή­σουν, τρό­πον τι­νά, για τα του οί­κου τους. Διά­φο­ρες από­ψεις που εκτί­θε­νται σε κεί­με­να του βι­βλί­ου απο­τυ­πώ­νουν, μέ­σα ίσως από δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους, μια κοι­νή προ­βλη­μα­τι­κή. Υπάρ­χει κά­ποιο κεί­με­νο συ­να­δέλ­φου σας στον τό­μο, το οποίο θα συ­νυ­πο­γρά­φα­τε και ποιο; Σχο­λιά­στε εν συ­ντο­μία την απά­ντη­ση.

2) Ποια θε­ω­ρη­τι­κή ή/και πρα­κτι­κή πτυ­χή της με­τά­φρα­σης νο­μί­ζε­τε πως δεν έχει θι­γεί επαρ­κώς από τα κεί­με­να αυ­τού του τό­μου;  

3) Θε­ω­ρεί­τε ότι τα κεί­με­να του τό­μου, συ­νο­λι­κά, κα­θι­στούν τον με­τα­φρα­στή πιο «ορα­τό», το έρ­γο του πιο «δια­φα­νές»; Mε δυο λό­για, οι προ­βλη­μα­τι­κές του σι­να­φιού, μέ­σα από αυ­τόν τον τό­μο, γί­νο­νται κα­τα­νοη­τές από τους εκτός των τει­χών; Ποιο στοι­χείο της προ­βλη­μα­τι­κής της με­τά­φρα­σης θα επι­θυ­μού­σα­τε, ίσως, να εί­χε το­νι­σθεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στον ανα­γνώ­στη με­τα­φρα­σμέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας;

    Στα ερω­τή­μα­τα, τα οποία τους απευ­θύν­θη­καν μες στο θερ­μό φε­τι­νό κα­λο­καί­ρι, για να προ­λά­βου­με το τεύ­χος του Οκτω­βρί­ου, απά­ντη­σαν εν­νέα από τους συμ­με­τέ­χο­ντες και τις συμ­με­τέ­χου­σες. Ο υπο­γρά­φων το άρ­θρο τούς ευ­χα­ρι­στεί. Οι απα­ντή­σεις τους πα­ρα­τί­θε­νται κα­τ’ αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά:

    Μεταξύ μας. Για τους άλλους – Ιντερμέδιο ΙΙ


    Μα­ρία Γυ­πα­ρά­κη

    1. Επει­δή εγώ προ­σω­πι­κά ανή­κω σε πολ­λούς οί­κους (θε­α­τρι­κούς, με­τα­φρα­στι­κούς, εκ­δο­τι­κούς…) νο­μί­ζω – δεν ξέ­ρω αν αυ­τό εί­ναι πλε­ο­νέ­κτη­μα ή μειο­νέ­κτη­μα – πως όλη αυ­τή η «σχι­ζο­φρε­νι­κή» κα­τά­στα­ση με σπρώ­χνει εκτός πε­πα­τη­μέ­νης. Από τη σκο­πιά αυ­τή δη­λώ­νω πως εύ­κο­λα θα μπο­ρού­σα να συ­νυ­πο­γρά­ψω ή/ και να μην το κά­νω τα κεί­με­να του τό­μου. Κλεί­νω όμως προς το να συ­νυ­πο­γρά­ψω και αυ­τό για­τί πι­στεύω από­λυ­τα στον «πλου­ρα­λι­σμό» της δη­μιουρ­γί­ας. Πι­στεύω πως η με­τά­φρα­ση εί­ναι μια δευ­τε­ρο­γε­νής δη­μιουρ­γία. Και εξη­γού­μαι: δευ­τε­ρο­γε­νής για­τί ο με­τα­φρα­στής κα­λεί­ται να «ανα­πλά­σει» ένα κεί­με­νο και για να το επι­τύ­χει πρέ­πει αφε­νός να συγ­χρω­τι­στεί μα­ζί του και αφε­τέ­ρου να το μά­θει. Με τον όρο «συγ­χρω­τι­σμό» εν­νοώ πως πρέ­πει να το οι­κειο­ποι­η­θεί για να συμ­βι­βα­στεί μα­ζί του, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τις αι­σθή­σεις του για να το κα­τα­νο­ή­σει και στη συ­νέ­χεια να ασχο­λη­θεί «ερ­γα­στη­ρια­κά» μα­ζί του, με γνώ­ση και σε­βα­σμό. Και εδώ ακρι­βώς φτά­νω με έναν τρό­πο «αβί­α­στο» – ει­λι­κρι­νά έγι­νε χω­ρίς να το κα­τα­λά­βω – στη δεύ­τε­ρη ερώ­τη­ση.

    2. Νο­μί­ζω ότι αυ­τό που δεν έχει θι­γεί επαρ­κώς εί­ναι η γνώ­ση, ή κα­λύ­τε­ρα αυ­τό που λέ­με στα γαλ­λι­κά η culture générale του με­τα­φρα­στή. Πώς να με­τα­φρά­σει κα­νείς Ρου­σώ ή Βολ­ταί­ρο όταν αγνο­εί τον Δια­φω­τι­σμό; Πώς να με­τα­φρά­σει Μπαλ­ζάκ ή Ζο­λά (πε­ριο­ρί­ζο­μαι στα γαλ­λι­κά) όταν αγνο­εί πως δια­μόρ­φω­σε η βιο­μη­χα­νι­κή επα­νά­στα­ση μια κοι­νω­νία που μό­λις έχει αφή­σει πί­σω της μια Επα­νά­στα­ση και τη Βα­σι­λεία; Κά­που εκεί κερ­δί­ζε­ται και χά­νε­ται το νό­η­μα των λέ­ξε­ων. Το λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο – κυ­ρί­ως αυ­τό – εί­ναι πρό­κλη­ση, εί­ναι παρ­τι­τού­ρα που απαι­τεί απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση και ερ­μη­νεία, πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι ο με­τα­φρα­στής πρέ­πει να δια­θέ­τει τέ­χνη και τε­χνι­κή, Ναι, πι­στεύω πως η με­τά­φρα­ση εί­ναι τέ­χνη και όπως κά­θε τέ­χνη απαι­τεί «γε­ρή» τε­χνι­κή. Δεν νο­εί­ται με­τά­φρα­ση αν ο με­τα­φρα­στής αγνο­εί το πο­λι­τι­σμι­κό το­πίο του πρω­το­τύ­που, δεν νο­εί­ται σω­στή από­δο­ση αν ο με­τα­φρα­στής δεν έχει στο ερ­γα­στή­ριό του αρα­δια­σμέ­να με τά­ξη τα γνω­στι­κά ερ­γα­λεία του, αν δεν εμπλου­τί­ζει τις γνώ­σεις του, αν δεν «γυ­μνά­ζει» νυ­χθη­με­ρόν τη νό­η­σή του. Η γνώ­ση του πο­λι­τι­σμού γε­νι­κά και της λο­γο­τε­χνί­ας ει­δι­κό­τε­ρα, που μέ­σα τους εντάσ­σε­ται το προς με­τά­φρα­ση κεί­με­νο, θα έπρε­πε να εί­ναι η πρώ­τη εντο­λή των με­τα­φρα­στι­κού δε­κα­λό­γου (για να πα­ρα­μεί­νου­με βι­βλι­κοί). Αυ­τό το θέ­μα νο­μί­ζω πως δεν θί­χτη­κε αρ­κού­ντως στις σε­λί­δες του πο­λύ επι­τυ­χη­μέ­νου αυ­τού τό­μου. Αυ­τό εί­ναι, βέ­βαια, προ­σω­πι­κή μου, υπο­κει­με­νι­κή απο­τί­μη­ση.            

    3. Δεν μπο­ρώ να απα­ντή­σω με σι­γου­ριά για­τί σε κά­θε κεί­με­νο ανι­χνεύ­ε­ται, όπως εί­ναι φυ­σι­κό, και μια ζω­γρα­φι­κή σπου­δή του «εγώ» του συ­ντά­κτη του. Δεν θα ήθε­λα να εμπλα­κώ σε κα­μιά ανά­λυ­ση, για­τί εδώ προ­κύ­πτουν ζη­τή­μα­τα ήθους. Θα μου επι­τρέ­ψε­τε μό­νο να πω ότι στην Ελ­λά­δα το «σι­νά­φι» των με­τα­φρα­στών, όπως το λέ­τε, αρ­χι­κά με ξέ­νι­σε αλ­λά δεν μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω για­τί. Την απά­ντη­ση θα την έχω ίσως αρ­γό­τε­ρα, μπο­ρεί και όχι, Η δι­πλή ιδιό­τη­τά μου (εκ­δο­τι­κή και με­τα­φρα­στι­κή) στο χώ­ρο του βι­βλί­ου με δε­σμεύ­ει: « devoir de réserve » όπως λέ­με και στα γαλ­λι­κά. Θέ­λω να κρα­τή­σω ου­δέ­τε­ρη στά­ση όσον αφο­ρά τις προ­βλη­μα­τι­κές του σι­να­φιού. Τα λί­γα χρό­νια που ζω στην Ελ­λά­δα δεν μου επι­τρέ­πουν να εκ­φέ­ρω γνώ­μη. Προς το πα­ρόν του­λά­χι­στον.

    Αλε­ξάν­δρα Ιω­αν­νί­δου

    1. Εί­ναι δύ­σκο­λη η επι­λο­γή ανά­με­σα σε τό­σα εν­δια­φέ­ρο­ντα και ση­μα­ντι­κά κεί­με­να. Θα συ­νυ­πέ­γρα­φα ή μάλ­λον θα ήθε­λα να έχω γρά­ψει τα κεί­με­να των Μίλ­του Φρα­γκό­που­λου, Μα­ου­ρί­τσιο ντε Ρό­ζα, Γιάν­νη Καλ­λι­φα­τί­δη και Αθη­νάς Δη­μη­τριά­δου. Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις του πρώ­του για τη μο­να­ξιά μιας συ­χνά ενο­χλη­τι­κής, επα­να­στα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας που ενί­ο­τε κό­στι­σε σε με­τα­φρα­στές ακό­μα και τη ζωή τους· η ανα­φο­ρά του δεύ­τε­ρου στη με­τά­φρα­ση ως βί­αιη πρά­ξη που απο­ζη­τά να απα­λεί­ψει τη γλώσ­σα-πη­γή κα­θώς και στο συ­μπέ­ρα­σμα-γνώ­ση του με­τα­φρα­στή πως «κα­μιά γλώσ­σα δεν κα­τέ­χει από μό­νη της την ‘αλή­θεια’»· η εξαι­ρε­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση από τον τρί­το της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας στο έρ­γο του Ζέ­μπαλντ ως πρό­κλη­σης και πολ­λα­πλα­σια­στή της δυ­σκο­λί­ας του έρ­γου του · τέ­λος, οι προ­βλη­μα­τι­σμοί σχε­τι­κά με τη με­τά­φρα­ση της νε­α­νι­κής γλώσ­σας του ήρωα στον Φύ­λα­κα στη σί­κα­λη από την τέ­ταρ­τη — όλα ήταν για μέ­να εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα, συ­ναρ­πα­στι­κά κεί­με­να και ανα­δει­κνύ­ουν ένα ση­μα­ντι­κό στοι­χείο στο έρ­γο του με­τα­φρα­στή: Το έρ­γο του χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται όχι μό­νο από τη συ­νε­χή ενάρ­γειά του, αλ­λά και από σύν­θε­τους, φι­λο­σο­φι­κούς συ­χνά προ­βλη­μα­τι­σμούς και σκέ­ψεις σχε­τι­κά με τους υπό με­τά­φρα­ση συγ­γρα­φείς, τις πη­γές των έρ­γων, τη θέ­ση του ίδιου, τη ση­μα­σία της με­τά­φρα­σης ως πο­λι­τι­κής πρά­ξης.

    2. Ένα στοι­χείο για το οποίο θα άξι­ζε να μι­λή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι τα μέ­σα και οι αμοι­βές των με­τα­φρα­στών στη χώ­ρα μας. Η χρη­μα­το­δό­τη­ση και προ­ώ­θη­ση συγ­γρα­φής κα­λών λε­ξι­κών από άλ­λες γλώσ­σες στην ελ­λη­νι­κή, η οποία εί­ναι κά­τι ανύ­παρ­κτο, κα­θώς και οι απα­ρά­δε­κτες και συ­νε­χώς μειού­με­νες αμοι­βές πο­λύ κα­λών με­τα­φρά­σε­ων στην Ελ­λά­δα, οι οποί­ες ανα­γκα­στι­κά κα­θι­στούν τη με­τά­φρα­ση πά­ρερ­γο πα­θια­σμέ­νων με αυ­τή αν­θρώ­πων αξί­ζει κά­ποια στιγ­μή να θε­μα­το­ποι­η­θούν και να συ­ζη­τη­θούν σο­βα­ρά. Θα άξι­ζε, επί­σης, σε μια συ­νέ­χι­ση της συ­ζή­τη­σης που ανοί­γει αυ­τός ο τό­μος κά­ποια στιγ­μή να προ­βλη­μα­τι­στού­με και σε σχέ­ση με ζη­τή­μα­τα φύ­λου: Πό­σες εί­ναι η με­τα­φρά­στριες σε σχέ­ση με τους άρ­ρε­νες συ­να­δέλ­φους τους; Δια­φέ­ρει η γυ­ναι­κεία από την αν­δρι­κή με­τά­φρα­ση; Πα­ρα­τη­ρού­νται ή όχι δια­κρί­σεις από άπο­ψη προ­ώ­θη­σης, ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας, αμοι­βών ανά­με­σα σε άντρες και γυ­ναί­κες με­τα­φρα­στές/τριες;

    3. Όλα τα κεί­με­να του τό­μου αυ­τού, το κα­θέ­να με τον τρό­πο του, συ­στή­νουν το έρ­γο του με­τα­φρα­στή σε ένα ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, ενώ συγ­χρό­νως δια­τη­ρούν ένα υψη­λό επί­πε­δο πα­ρου­σί­α­σης και επι­στη­μο­νι­κό­τη­τας. Οι ανα­γνώ­στες που προ­βλη­μα­τί­ζο­νται με τη με­τά­φρα­ση των κει­μέ­νων που δια­βά­ζουν φρο­νώ πως θα βρουν σε αυ­τόν τον τό­μο απα­ντή­σεις σε πολ­λούς ερω­τή­μα­τά τους σχε­τι­κά με τη με­τά­φρα­ση, ενώ θα αντι­λη­φθούν κά­ποιους από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και θα αντι­λη­φθούν τον μό­χθο των αν­θρώ­πων που ξε­κλει­δώ­νουν το ξέ­νο και ακα­τα­νό­η­το, με­τα­τρέ­πο­ντάς το σε οι­κείο και κα­τα­νοη­τό. Ο με­τα­φρα­στής εί­ναι βαρ­κά­ρης (Über-setzer), όπως έλε­γε ο Γερ­μα­νός με­τα­φρα­στής της πο­λω­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Καρλ Ντε­ντέ­τσιους· ανε­βά­ζει στη βάρ­κα του τους ανα­γνώ­στες, και κω­πη­λα­τώ­ντας με κό­πο και χα­ρά τους περ­νά­ει στην άλ­λη όχθη, σε έδα­φος που δεν θα μπο­ρού­σαν εύ­κο­λα να πα­τή­σουν χω­ρίς τη βο­ή­θειά του.

    Μα­ρί­να Κου­νε­ζή

    Κα­τ’ αρ­χάς εί­ναι με­γά­λη η χα­ρά μου που συμ­με­τέ­χω στο συλ­λο­γι­κό έρ­γο «Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας», αλη­θι­νή και­νο­το­μία για τα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, και που ελ­πί­ζω να απο­τε­λέ­σει την αφε­τη­ρία για την όξυν­ση του κρι­τι­κού βλέμ­μα­τος των ανα­γνω­στών με­τα­φρα­σμέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

    Δύ­σκο­λο να δια­λέ­ξω ανά­με­σα σε κεί­με­να που συμ­βάλ­λουν στον εμπλου­τι­σμό του με­τα­φρα­σε­ο­λο­γι­κού στο­χα­σμού μέ­σα από μια πολ­λα­πλό­τη­τα προ­βλη­μα­τι­σμών και από­ψε­ων. Ωστό­σο, θα έλε­γα ότι αι­σθά­νο­μαι να με αφο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρο το κεί­με­νο του Θα­νά­ση Χα­τζό­που­λου που φέ­ρει τον τί­τλο «Η ακρι­βής λέ­ξη», ασφα­λώς λό­γω της ψυ­χα­να­λυ­τι­κής του διά­στα­σης αλ­λά και διό­τι το θέ­μα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο του με­τα­φρα­στι­κού μου προ­βλη­μα­τι­σμού αυ­τή την επο­χή, κα­θώς με­τα­φρά­ζω την «Κυ­ρία Μπο­βα­ρύ». Ως γνω­στόν, ο Φλω­μπέρ δια­κα­τε­χό­ταν από την εμ­μο­νή της ακρι­βούς λέ­ξης, αυ­τής που δεν μπο­ρεί να αντι­κα­τα­στα­θεί από καμ­μιά άλ­λη, ακρι­βώς επει­δή θε­ω­ρού­σε ότι αυ­τή και μό­νο εμπε­ριέ­χει την Αλή­θεια της σκέ­ψης.

    «Η ακρι­βής έκ­φρα­ση του αι­νίγ­μα­τος, η ακρι­βής δια­τύ­πω­σή του εί­ναι εκεί­νη που θα το προ­σφέ­ρει στον ανα­γνώ­στη προς επί­λυ­ση». Η το­πο­θέ­τη­ση αυ­τή του Θα­νά­ση Χα­τζό­που­λου απέ­να­ντι στην αγω­νία του με­τα­φρα­στή όταν σκο­ντά­φτει σε ασά­φειες και θο­λά ση­μεία του πρω­το­τύ­που, τα οποία του δη­μιουρ­γούν το φό­βο ότι αν τα απο­δώ­σει με ακρί­βεια θα τα χρε­ω­θεί ο ίδιος, με βρί­σκει από­λυ­τα σύμ­φω­νη. Θε­ω­ρώ ότι ο με­τα­φρα­στής δεν εί­ναι εκεί για να απα­λεί­ψει τις αβε­βαιό­τη­τες αλ­λά να τις εκλά­βει ως ση­μαί­νου­σες και να τους δώ­σει τον χώ­ρο που τους ανή­κει.

    Επί­σης, συμ­με­ρί­ζο­μαι από­λυ­τα την άπο­ψή του ως προς τον πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο του επι­πέ­δου κα­τα­νό­η­σης του πρω­το­τύ­που το οποίο και θα οδη­γή­σει στην ακρι­βή από­δο­ση. Μοιά­ζει αυ­το­νό­η­το αλ­λά δεν εί­ναι κα­θό­λου, ιδιαί­τε­ρα στα κλα­σι­κά έρ­γα όπου ο με­τα­φρα­στής χρειά­ζε­ται να εί­ναι άκρως προ­σε­κτι­κός και κα­χύ­πο­πτος αφού οι πα­ντός εί­δους πα­γί­δες κα­ρα­δο­κούν σε κά­θε του βή­μα και αφού η, ακό­μα και άρι­στη, γνώ­ση της γλώσ­σας του πρω­το­τύ­που δεν επαρ­κεί από μό­νη της.

    Τέ­λος, θα ήθε­λα να στα­θώ για λί­γο στη φρά­ση «η υπό­γεια ρί­ζα της [ακρι­βούς λέ­ξης] ανα­ζη­τεί­ται στο μάγ­μα του ασυ­νει­δή­του» που με οδη­γεί στη σκέ­ψη ότι θα ήταν εν­δια­φέ­ρον να γρα­φτούν από με­τα­φρα­στές κεί­με­να αφιε­ρω­μέ­να στο ρό­λο του ασυ­νει­δή­του κα­τά τη με­τα­φρα­στι­κή δια­δι­κα­σία, δη­λα­δή στα ψυ­χι­κά φαι­νό­με­να που μπο­ρούν, εν αγνοία του με­τα­φρα­στή, να εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κά τό­σο για την κα­τα­νό­η­ση του πρω­το­τύ­που όσο και για τη με­τα­φρα­στι­κή πρα­κτι­κή, κα­θώς και κεί­με­να που θα εξε­τά­ζουν κα­τά πό­σον η δο­μή της προ­σω­πι­κό­τη­τας του με­τα­φρα­στή με­τέ­χει στη γλωσ­σι­κή με­τα­στοι­χεί­ω­ση.

    Έλε­να Νού­σια

    1. Ύστε­ρα από το τέ­λος της κυ­κλο­φο­ρί­ας του πε­ριο­δι­κού Με­τά­φρα­ση το 2008, που ήταν μο­να­δι­κό στο εί­δος του και πρω­το­πο­ρια­κό, οι Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας υπήρ­ξαν πράγ­μα­τι μια σπά­νια ευ­και­ρία για να ακου­στεί πά­λι με­θο­δι­κά και ορ­γα­νω­μέ­να ο λό­γος των με­τα­φρα­στών. Για­τί τα κεί­με­να του τό­μου, αν και μο­νό­λο­γοι, δεν απο­τε­λούν ένα ετε­ρό­κλη­το συ­μπί­λη­μα. Αντι­θέ­τως συ­νι­στούν κα­τά με­γά­λο μέ­ρος έναν διά­λο­γο, κα­θώς εί­ναι επι­λεγ­μέ­να και κα­τα­ταγ­μέ­να σε ευ­ρύ­τε­ρες ενό­τη­τες με τέ­τοιο τρό­πο ώστε να συν­δια­λέ­γο­νται με­τα­ξύ τους απα­ντώ­ντας το ένα στο άλ­λο, συ­μπλη­ρώ­νο­ντάς το ένα το άλ­λο ή συ­νε­χί­ζο­ντας και ανα­πτύσ­σο­ντας σκέ­ψεις που έχουν εκ­φρα­στεί και αλ­λού. Ο διά­λο­γος αυ­τός, ο οποί­ος πέ­ραν τού­του δια­πνέ­ε­ται από έναν κοι­νό σε­βα­σμό για τον λό­γο της με­τά­φρα­σης, εί­ναι κα­τά τη γνώ­μη μου και ο συ­νε­κτι­κός ιστός του τό­μου. Και το γε­γο­νός ότι επι­τυγ­χά­νει οφεί­λε­ται πι­στεύω στη σο­φή επι­λο­γή και ορ­γά­νω­ση των κει­μέ­νων από τη Μα­ρία Πα­πα­δή­μα – μια ερ­γα­σία που απο­τε­λεί κά­τι πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο και ου­σια­στι­κό­τε­ρο από την απλή επι­μέ­λεια ενός βι­βλί­ου. Με την έν­νοια αυ­τή νο­μί­ζω ότι πολ­λοί από τους συγ­γρα­φείς του τό­μου θα συ­νυ­πέ­γρα­φαν το συ­νο­λι­κό απο­τέ­λε­σμα.

    2. Μια κα­τεύ­θυν­ση στην οποία θα μπο­ρού­σε να συ­νε­χι­στεί ο πα­ρα­πά­νω διά­λο­γος αφο­ρά κα­τά τη γνώ­μη μου στη με­τά­φρα­ση έμ­με­τρης και ομοιο­κα­τά­λη­κτης λο­γο­τε­χνί­ας, πα­ρα­δο­σια­κής και μη. Προ­σω­πι­κά αντι­με­τώ­πι­σα το ζή­τη­μα τα τε­λευ­ταία χρό­νια, όταν κα­τα­πιά­στη­κα με τη με­τά­φρα­ση κά­ποιου έμ­με­τρου έρ­γου. Στον πα­ρό­ντα τό­μο αυ­τό τί­θε­ται διεισ­δυ­τι­κά στο κεί­με­νο «Η από­φα­ση του με­τα­φρα­στή να χά­σει ή να κερ­δί­σει» της Αλε­ξάν­δρας Ιω­αν­νί­δου, θα ήταν ωστό­σο εν­δια­φέ­ρον, αν φω­τί­ζο­νταν και άλ­λες πλευ­ρές του. Για πα­ρά­δειγ­μα, θα εί­χε νό­η­μα η διε­ρεύ­νη­ση των λό­γων που οδη­γούν στην απα­τη­λή εντύ­πω­ση ότι ο ελεύ­θε­ρος στί­χος με­τα­φρά­ζε­ται πιο εύ­κο­λα από τον έμ­με­τρο και ομοιο­κα­τά­λη­κτο. Νο­μί­ζω μά­λι­στα ότι εδώ δια­νοί­γε­ται ένα τε­ρά­στιο πε­δίο, κα­θώς θί­γε­ται η ίδια η ου­σία του λο­γο­τε­χνι­κού λό­γου και συ­γκε­κρι­μέ­να η σχέ­ση ανά­με­σα στην έλ­λο­γη και την άλο­γη πλευ­ρά του ή ανά­με­σα σε αυ­τά που πα­ρα­δο­σια­κά ονο­μά­ζο­νται «πε­ριε­χό­με­νο» και «μορ­φή» και που στον συ­γκε­κρι­μέ­νο λό­γο βρί­σκο­νται σε μια δυ­να­μι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση, έτσι ώστε η «μορ­φή» να μην εί­ναι απλώς ένα φό­ρε­μα με το οποίο εν­δύ­ε­ται το «πε­ριε­χό­με­νο»».

    Ένα ακό­μα θέ­μα που θα μπο­ρού­σε να αφο­ρά τον πα­ρό­ντα τό­μο και που αντι­με­τώ­πι­σα κα­τά την ερ­γα­σία μου στη μέ­ση εκ­παί­δευ­ση ως κα­θη­γή­τρια εί­ναι η δι­δα­σκα­λία των με­τα­φρα­σμέ­νων κει­μέ­νων ξε­νό­γλωσ­σης λο­γο­τε­χνί­ας. Συ­γκε­κρι­μέ­να η τε­λευ­ταία, έτσι όπως λαμ­βά­νει χώ­ρα σή­με­ρα, μοιά­ζει να αδια­φο­ρεί πλή­ρως για τη δια­με­σο­λα­βη­τι­κή ερ­γα­σία του με­τα­φρα­στή, κα­θώς τα με­τα­φρα­σμέ­να κεί­με­να δι­δά­σκο­νται ακρι­βώς όπως τα πρω­τό­τυ­πα, ενώ απου­σιά­ζει η ακρο­γω­νιαία για την προ­σέγ­γι­ση κά­θε με­τά­φρα­σης επι­σή­μαν­ση ότι το πρω­τό­τυ­πο εί­ναι πά­ντα ένα, ενώ οι (με­τα­φρα­στι­κές) ερ­μη­νεί­ες του πε­ρισ­σό­τε­ρες. Και αυ­τό το πε­δίο χρή­ζει, λοι­πόν, πε­ραι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­σης, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θώς η επι­κρα­τού­σα κα­τά­στα­ση συμ­βάλ­λει στην εμπέ­δω­ση ήδη από νω­ρίς μιας εσφαλ­μέ­νης προ­σέγ­γι­σης όχι μό­νο των με­τα­φρα­σμέ­νων λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων αλ­λά και των πρω­το­τύ­πων, για την πρό­σλη­ψη των οποί­ων έχει προ­φα­νώς επί­σης συ­νέ­πειες το γε­γο­νός ότι δεν δια­χω­ρί­ζο­νται δι­δα­κτι­κά από τα με­τα­φρα­σμέ­να.

    3. Οι «Πο­λί­τες της Βα­βυ­λω­νί­ας» κα­θι­στούν πράγ­μα­τι τον με­τα­φρα­στή πιο ορα­τό και το έρ­γο του πιο δια­φα­νές, προ­σφέ­ρο­ντας πα­ράλ­λη­λα ση­μα­ντι­κή επο­πτεία στον χώ­ρο της με­τά­φρα­σης κα­θώς και ένα πλή­θος από γό­νι­μες ιδέ­ες και εναύ­σμα­τα για σκέ­ψη. Νο­μί­ζω όμως ότι το βι­βλίο απευ­θύ­νε­ται κυ­ρί­ως στους ίδιους τους με­τα­φρα­στές, στους λο­γο­τέ­χνες, στους θε­ω­ρη­τι­κούς της λο­γο­τε­χνί­ας και γε­νι­κά σε όσους έχουν ένα ζω­τι­κό εν­δια­φέ­ρον σχε­τι­κά με το τι εί­ναι, πώς γρά­φε­ται και πώς με­τα­φρά­ζε­ται η λο­γο­τε­χνία. Επί­σης δεν ξέ­ρω αν ένα τό­σο εξει­δι­κευ­μέ­νο έρ­γο θα εν­διέ­φε­ρε κά­ποιο ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό και, για να πω την αλή­θεια, ού­τε καν τον λό­γο για τον οποίο θα έπρε­πε να συμ­βαί­νει κά­τι τέ­τοιο. Για­τί ο ανα­γνώ­στης που συν­δια­λέ­γε­ται με τα έρ­γα της τέ­χνης του λό­γου, δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κά και θε­ω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας, εφό­σον αυ­τό δεν εμπί­πτει στα εν­δια­φέ­ρο­ντά του. Αντι­θέ­τως για μια «επαρ­κή», όπως λέ­γε­ται, ανά­γνω­ση φτά­νει η ικα­νό­τη­τα αντα­πό­κρι­σης στον λό­γο της λο­γο­τε­χνί­ας με τον τρό­πο που προ­σι­διά­ζει σε έναν λό­γο ο οποί­ος έχει και μια άρ­ρη­τη πλευ­ρά: Δη­λα­δή, με νου και συ­ναί­σθη­μα συ­νά­μα και χω­ρίς ο λό­γος   αυ­τός να συγ­χέ­ε­ται με τον επι­στη­μο­νι­κό και την κα­θη­με­ρι­νό. Κά­τι ομο­λο­γου­μέ­νως αρ­κε­τά δύ­σκο­λο, αν λη­φθεί υπό­ψη το πραγ­μα­τι­στι­κό πνεύ­μα της επο­χής, που έχει πε­ρά­σει σε με­γά­λο βαθ­μό και στον τρό­πο με τον οποίο δι­δά­σκε­ται η λο­γο­τε­χνία. Για τον πα­ρα­πά­νω λό­γο θα πε­ριό­ρι­ζα τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ εκεί­νων που βρί­σκο­νται «εντός και εκτός των τει­χών», όσον αφο­ρά στη λο­γο­τε­χνία και στη με­τά­φρα­σή της, στο ερ­γα­στή­ριο του λο­γο­τέ­χνη και του με­τα­φρα­στή. Από εκεί και πέ­ρα όμως νο­μί­ζω ότι στην τέ­χνη μπο­ρού­με να συμ­με­τέ­χου­με ισό­τι­μα όλοι. Άλ­λω­στε στη μέ­θε­ξη αυ­τή βρί­σκε­ται και το ση­μείο συ­νά­ντη­σης λο­γο­τέ­χνη και ανα­γνώ­στη. Για­τί, όπως έχει ει­πω­θεί, και ο λο­γο­τέ­χνης ένας ανα­γνώ­στης εί­ναι. Το ίδιο φυ­σι­κά και ο με­τα­φρα­στής.

    Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος

    1.Εί­ναι αλή­θεια, αγα­πη­τέ Νί­κο, ότι αυ­τό το βι­βλίο το δια­τρέ­χει κά­τι το κοι­νό: η συ­γκί­νη­ση με την οποία μι­λούν όλες και όλοι οι εμπλε­κό­με­νες/οι για τη δου­λειά αυ­τή, του με­τα­φρα­στή λο­γο­τε­χνί­ας. Με εν­δια­φέ­ρουν όλα τα κεί­με­να, ταυ­τί­ζο­μαι όμως πε­ρισ­σό­τε­ρο με τις ιδέ­ες που εκ­θέ­τει ο Βι­θέ­ντε Φερ­νά­ντεθ στο πο­λυ­φω­νι­κό δο­κί­μιό του με τί­τλο «Στο σώ­μα της λέ­ξης πέ­φτουν χιό­νια», για­τί εί­ναι ένα κεί­με­νο απο­κα­λυ­πτι­κό για τα πολ­λά πρό­σω­πα (όχι πά­ντα θε­τι­κά ή δη­μιουρ­γι­κά) της με­τά­φρα­σης (δια­δι­κα­σί­ας και απο­τε­λέ­σμα­τος).

    2. Εί­ναι ένα βι­βλίο κα­λο­δου­λε­μέ­νο, φτιαγ­μέ­νο με επαγ­γελ­μα­τι­σμό από όλους τους συ­ντε­λε­στές του, με προ­ε­ξάρ­χου­σα τη Μα­ρία Πα­πα­δή­μα. Νο­μί­ζω ότι το μό­νο ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα που δεν τί­θε­ται/πα­ρου­σιά­ζε­ται/ανα­φέ­ρε­ται εί­ναι εκεί­νο της πνευ­μα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, ιδί­ως το πε­ρί­φη­μο «δι­καί­ω­μα πα­ρα­κο­λού­θη­σης» το οποίο, μάλ­λον, δεν το… πα­ρα­κο­λου­θού­με.

    3. Δεν νο­μί­ζω ότι θα έπρε­πε να το­νι­στεί κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο στα άτο­μα που δια­βά­ζουν λο­γο­τε­χνία στην Ελ­λά­δα. Αυ­τό το βι­βλίο, όπως και μια σει­ρά ακό­μα από προ­σπά­θειες (εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρω το πρό­σφα­το αφιέ­ρω­μα στη λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση των Δη­μη­τρού­λια και Κε­ντρω­τή στο πε­ριο­δι­κό Φρέ­αρ, τις εκ­πο­μπές του Κ. Μο­στρά­του στον Αθή­να 9,84, τη δι­κή σου στή­λη στον Χάρ­τη ή το ιστο­λό­γιο ExtremeWays του Βαγ­γέ­λη Μπου­μπά­κη) έχουν κα­τα­στή­σει τα τε­λευ­ταία χρό­νια τον με­τα­φρα­στή πιο ορα­τό από πο­τέ, σε όποιον θέ­λει να τον δει.

    Mε­λί­να Πα­να­γιω­τί­δου

    1. Θα προ­τι­μού­σα, αντί συ­νυ­πο­γρα­φής, να ανα­φέ­ρω ορι­σμέ­να κεί­με­να από τα πολ­λά τα οποία θαύ­μα­σα: με άγ­γι­ξε βα­θιά αυ­τό του Θα­νά­ση Χα­τζό­που­λου, για συ­γκε­κρι­μέ­νους με­τα­φρα­στι­κούς (επο­μέ­νως, και προ­σω­πι­κούς) λό­γους· με συ­γκί­νη­σε αυ­τό της Οντέτ Βα­ρών-Βα­σάρ για την εντι­μό­τη­τα, απλό­τη­τα και μα­ζί σο­βα­ρό­τη­τα που το δια­κρί­νει· με αιφ­νι­δί­α­σαν ευ­χά­ρι­στα τα κεί­με­να της Σε­σίλ Ιγ­γλέ­ση Μαρ­γέλ­λου και της Γιού­λας Κου­γιά: το πρώ­το, για τον υπο­δειγ­μα­τι­κό συν­δυα­σμό θε­ω­ρί­ας και πρά­ξης με τον οποίο ανα­λύ­ει μια πολ­λα­πλώς δυ­σχε­ρή με­τα­φρα­στι­κή συν­θή­κη· το δεύ­τε­ρο, επει­δή υπεν­θυ­μί­ζει πό­σο απαι­τη­τι­κό, και εντέ­λει συγ­γε­νές προς τη δου­λειά μας, εί­ναι το έρ­γο του επι­με­λη­τή.

    2. Κα­νέ­νας τό­μος δεν μπο­ρεί, ού­τε και χρειά­ζε­ται, να πε­ρι­λά­βει τα πά­ντα: εί­θε να ακο­λου­θή­σει και δεύ­τε­ρος, με όσους, δει­νούς, «δεν χώ­ρε­σαν», όπως ανα­φέ­ρει στον Πρό­λο­γό της η Μα­ρία Πα­πα­δή­μα. Κα­τά τα λοι­πά, το (μη) με­τα­φρά­σι­μο, λό­γου χά­ριν, εί­ναι και πα­ρα­μέ­νει θέ­μα ανε­ξά­ντλη­το. Όσο για τις πα­ντοει­δείς πρα­κτι­κές πτυ­χές που μας αφο­ρούν, χρό­νιες έως αφορ­μι­σμέ­νες, από τα πνευ­μα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα έως τον ενί­ο­τε αγώ­να για (γλωσ­σι­κή) επι­κρά­τη­ση με­τα­ξύ εκ­δό­τη-με­τα­φρα­στή-επι­με­λη­τή, πι­στεύω ότι χρή­ζουν άλ­λου, «εξω­κει­με­νι­κού», τρό­που θε­ώ­ρη­σης και αντι­με­τώ­πι­σης.

    3. Βρή­κα όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα κεί­με­να απο―κα­λυ­πτι­κά: γραμ­μέ­να εκ βα­θέ­ων και με σπά­νια ει­λι­κρί­νεια, πι­στεύω ότι απο­τύ­πω­σαν όχι μό­νο την «προ­βλη­μα­τι­κή του σι­να­φιού», αλ­λά και την προ­σω­πι­κό­τη­τα του κά­θε ενός από εμάς· ως εκ τού­του, η απά­ντη­σή μου στα δύο πρώ­τα σκέ­λη της ερώ­τη­σης εί­ναι κα­τα­φα­τι­κή, αν και μέ­νει να προσ­διο­ρι­στεί ποιο εί­ναι το, ού­τως ή άλ­λως, όχι μέ­γα πλή­θος των «εκτός των τει­χών»: το εν γέ­νει ανα­γνω­στι­κό κοι­νό ή ει­δι­κό­τε­ρα αυ­τό της λο­γο­τε­χνί­ας; Όσον αφο­ρά το τρί­το ερώ­τη­μα, πα­ρό­τι θα ήταν (ιδε­α­τώς) σκό­πι­μο να ερω­τη­θούν οι ίδιοι οι ανα­γνώ­στες, θα επέ­λε­γα φύ­σει και θέ­σει τη διεύ­ρυν­ση της ενό­τη­τας «Με­τα­φρα­στές επί το έρ­γον».

    Μα­ρία Πα­πα­δή­μα

    1. Μια δυ­να­μι­κή σύν­θε­ση και όχι μια στα­τι­κή πα­ρά­θε­ση κει­μέ­νων ήταν εξαρ­χής η ιδέα που εί­χα σχε­διά­ζο­ντας αυ­τό το βι­βλίο. Η αβί­α­στη συ­νο­μι­λία όμως που προ­έ­κυ­ψε εν αγνοία των ίδιων των συ­ντε­λε­στών με εξέ­πλη­ξε κι εμέ­να την ίδια. Κοι­νοί προ­βλη­μα­τι­σμοί, κοι­νοί τό­ποι, κοι­νές πη­γές, κοι­νές ανα­φο­ρές: Στάι­νερ, Μπερ­μάν, Μπέν­για­μιν, Σλα­γιερ­μά­χερ, Γκαί­τε, κ.ά. ‘Εζη­σα με αυ­τά τα κεί­με­να αρ­κε­τό και­ρό, τα διά­βα­σα και τα ξα­να­διά­βα­σα, σε ση­μείο που να γνω­ρί­ζω κά­θε τους πρό­τα­ση απέ­ξω, κι αυ­τή η συμ­βί­ω­ση και εντέ­λει η αφο­μοί­ω­ση όλων αυ­τών των ανα­στο­χα­στι­κών δια­δρο­μών γύ­ρω από τη με­τά­φρα­ση με οδή­γη­σε στα τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια του βι­βλί­ου και στα τρία ιντερ­μέ­δια όπου το κά­θε κεί­με­νο βρή­κε νο­μί­ζω τη μο­να­δι­κή του θέ­ση. Ξαφ­νι­κά ήταν σαν όλες οι ψη­φί­δες να εί­χαν μπει στην ακρι­βή θέ­ση τους ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη μορ­φή και τις χρω­μα­τι­κές δια­βαθ­μί­σεις της τε­λι­κής σύν­θε­σης. Θα συ­νυ­πό­γρα­φα όλα τα κεί­με­να για­τί σε όλα ανα­γνω­ρί­ζω τους προ­βλη­μα­τι­σμούς μου και βρί­σκω ψήγ­μα­τα και της δι­κής μου ανα­ζή­τη­σης. Θα ξε­χώ­ρι­ζα τρία, για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους το κα­θέ­να, χω­ρίς κα­νέ­να αξιο­λο­γι­κό ασφα­λώς κρι­τή­ριο ως προς τα υπό­λοι­πα Ξε­κι­νάω λοι­πόν με τη συμ­βο­λή του Ντέι­βιντ Κό­νο­λι «Πε­ρί του δι­δα­κτού της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης». Πα­ρό­τι εί­ναι ένα πα­λαιό­τε­ρο χρο­νο­λο­γι­κά κεί­με­νο, και ο Ντέι­βιντ έχει πλέ­ον απο­συρ­θεί από το χώ­ρο της δι­δα­σκα­λί­ας της με­τά­φρα­σης, εί­ναι ένα κεί­με­νο που πα­ρα­μέ­νει επί­και­ρο και θέ­τει με σα­φή­νεια όλο τον προ­βλη­μα­τι­σμό γύ­ρω από τη δι­δα­σκα­λία της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης, ένα ζή­τη­μα που εξα­κο­λου­θεί να προ­βλη­μα­τί­ζει τους φοι­τη­τές αλ­λά και τους νέ­ους συ­να­δέλ­φους. Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο εί­ναι του Θα­νά­ση Χα­τζό­που­λου, μια πραγ­μα­τεία γύ­ρω από την «ακρι­βή λέ­ξη» στη με­τά­φρα­ση, η οποία με εκ­φρά­ζει από­λυ­τα. Βρί­σκω τη με­τα­φο­ρά που χρη­σι­μο­ποιεί όταν μι­λά­ει για τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στο πρω­τό­τυ­πο και τη με­τά­φρα­ση εκ­θαμ­βω­τι­κή. Πα­ρα­θέ­τω: «η με­τά­φρα­ση οφεί­λει να κι­νεί­ται όπως τα μέ­σα στα­θε­ρής τρο­χιάς, η δια­δρο­μή της εί­ναι προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη στις επί­γειες και ενα­έ­ριες ρά­γες του πρω­τό­τυ­που, με λέ­ξεις που θα το ανα­συ­στή­σουν με ακρί­βεια με­τρο­νό­μου[…]ο με­τα­φρα­στής δεν θα αφή­σει το τραμ ή το με­τρό ή ακό­μη και το τρό­λεϊ για να επι­βι­βα­στεί σε αυ­το­κί­νη­το. Το πρω­τό­τυ­πο έχει χα­ρά­ξει τη δια­δρο­μή». Το τρί­το εί­ναι του Νί­κου Πρα­τσί­νη, αυ­τές οι δο­μη­μέ­νες και ταυ­τό­χρο­να ανοι­χτές «σκέ­ψεις σχε­τι­κά με τους πολ­λούς “χρό­νους” της με­τά­φρα­σης και τον πά­ντα λί­γο (;) χρό­νο του με­τα­φρα­στή» για­τί εί­ναι ένα θέ­μα που πα­ρό­τι σαν με­τα­φρά­στρια το έχω αντι­με­τω­πί­σει σε όλες του τις εκ­φάν­σεις δεν το εί­χα σκε­φτεί πο­τέ τό­σο ανα­λυ­τι­κά.

    2. Η ερώ­τη­ση αυ­τή για μέ­να από τη θέ­ση και της επι­με­λή­τριας του τό­μου ισο­δυ­να­μεί κα­τά κά­ποιον τρό­πο με αυ­το­κρι­τι­κή και θα απα­ντή­σω με από­λυ­τη ευ­θύ­τη­τα. Τα κεί­με­να που πε­ριέ­χο­νται στο βι­βλίο αυ­τό αντα­πο­κρί­νο­νται στον θε­μα­τι­κό κα­τά­λο­γο που εί­χα θέ­σει υπό­ψη των συ­να­δέλ­φων ή και σε δι­κές τους προ­τά­σεις που ήρ­θαν να προ­στε­θούν στη συ­νέ­χεια. Δεν θί­χτη­καν επαρ­κώς ζη­τή­μα­τα που άπτο­νται της ιστο­ρί­ας της με­τά­φρα­σης, της με­τά­φρα­σης πα­λαιών κει­μέ­νων, κει­μέ­νων με ιδιαί­τε­ρες πο­λι­τι­σμι­κές ανα­φο­ρές ή κει­μέ­νων με ση­μαί­νου­σες υφο­λο­γι­κές απαι­τή­σεις, (λο­γο­τε­χνία oulipo, νέο μυ­θι­στό­ρη­μα, σου­ρε­α­λι­στι­κά κεί­με­να, συγ­γρα­φείς όπως ο Τζόις, ο Σε­λίν ή ο Πίν­τσον, κ.ά), όμως κά­τι τέ­τοιο ίσως θα δια­τά­ρασ­σε την αρ­μο­νία που νο­μί­ζω έχει επι­τευ­χθεί στο βι­βλίο αυ­τό με­τα­ξύ πιο γε­νι­κών και πιο ει­δι­κών κει­μέ­νων. Νο­μί­ζω ότι με τα κεί­με­να των δυο επι­με­λη­τών Ηλία Κα­φά­ο­γλου και Γιού­λας Κου­γιά και της εκ­δό­τριας-με­τα­φρά­στριας Μα­ρί­ας Γυ­πα­ρά­κη έγι­νε μια αρ­χή για ένα διά­λο­γο ανά­με­σα στους βα­σι­κούς συ­ντε­λε­στές της με­τα­φρα­σμέ­νης λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής. Επί­σης το κεί­με­νο της Κα­τε­ρί­νας Σχι­νά «Με­τά­φρα­ση και κρι­τι­κή» θέ­τει νο­μί­ζω για πρώ­τη φο­ρά με τό­σο στέ­ρεο θε­ω­ρη­τι­κά και ταυ­τό­χρο­να ανα­λυ­τι­κό τρό­πο το ζή­τη­μα της κρι­τι­κής του με­τα­φρα­σμέ­νου κει­μέ­νου. Πι­στεύω ότι με όλα τα πα­ρα­πά­νω κεί­με­να ανοί­γει μια συ­ζή­τη­ση που θα πρέ­πει να συ­νε­χι­στεί σε βά­θος και πλά­τος, σε θε­ω­ρη­τι­κό και πρα­κτι­κό επί­πε­δο. Απου­σιά­ζει επί­σης από το βι­βλίο η άπο­ψη του συγ­γρα­φέα του πρω­το­τύ­που για τη με­τά­φρα­ση, που θα μπο­ρού­σε ίσως να απο­τε­λέ­σει ένα αυ­το­τε­λές κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου, ή μάλ­λον ένα άλ­λο βι­βλίο. Θα ήταν πο­λύ εν­δια­φέ­ρον συγ­γρα­φείς να εκ­θέ­σουν την άπο­ψή τους για τη με­τά­φρα­ση και να συν­διαλ­λα­γούν με τους με­τα­φρα­στές τους.

    3. Αν σκε­φτού­με ότι ο ανα­γνώ­στης με­τα­φρα­σμέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας στην πλειο­νό­τη­τά του δεν εν­δια­φέ­ρε­ται/δεν δί­νει ση­μα­σία και εντέ­λει δεν συ­γκρα­τεί το όνο­μα του με­τα­φρα­στή, μια τέ­τοια μα­ζι­κή πα­ρου­σία με­τα­φρα­στών σε ένα βι­βλίο που μι­λά­ει για τους με­τα­φρα­στές και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς τους, θε­ω­ρη­τι­κούς και πρα­κτι­κούς, νο­μί­ζω συμ­βάλ­λει τα μέ­γι­στα στην ορα­τό­τη­τά τους. Όλα τα κεί­με­να δί­νουν ανά­γλυ­φα στιγ­μές από τη ζωή ενός με­τα­φρα­στή, τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τές της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του, τον ανα­στο­χα­σμό του. Ίσως δεν έχει το­νι­σθεί επαρ­κώς η πρό­σβα­ση στο επάγ­γελ­μα αυ­τό, το πορ­τρέ­το-τύ­πος του ση­με­ρι­νού με­τα­φρα­στή, η σχέ­ση του με τη γνώ­ση και η αλ­λα­γή των συν­θη­κών ερ­γα­σί­ας του λό­γω της ανά­πτυ­ξης των τε­χνο­λο­γιών, σί­γου­ρα υπάρ­χουν ακό­μα πολ­λές πλευ­ρές που πρέ­πει και αξί­ζει να γί­νουν ορα­τές. Θα ήθε­λα το βι­βλίο αυ­τό να εί­ναι μια πρό­σκλη­ση-πρό­κλη­ση για τη συγ­γρα­φή και άλ­λων βι­βλί­ων γύ­ρω από τη με­τά­φρα­ση. Η Ελ­λά­δα έχει ένα από τα με­γα­λύ­τε­ρα πο­σο­στά με­τα­φρα­σμέ­νης λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής πα­γκο­σμί­ως και έναν πο­λύ με­γά­λο αριθ­μό αξιό­λο­γων με­τα­φρα­στών από πολ­λές γλώσ­σες. Εί­ναι και­ρός νο­μί­ζω να γί­νουν πιο ορα­τοί και το έρ­γο τους πιο δια­φα­νές.

    Βι­θέ­ντε Φερ­νά­ντεθ Γκον­θά­λεθ

    1. Ο φί­λος Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος, άλ­λο μέ­λος του πλη­ρώ­μα­τος αυ­τού του εξαι­ρε­τι­κού βι­βλί­ου που ναύ­λω­σε και εξό­πλι­σε η Μα­ρία Πα­πα­δή­μα, μου έλε­γε ότι στην πε­ρί­πτω­ση των συλ­λο­γι­κών έρ­γων στα οποία συμ­με­τέ­χει, σπα­νί­ως δια­βά­ζει όλα τα κεί­με­να. Τού­τη τη φο­ρά το έκα­νε. Το ίδιο έκα­να κι εγώ· διά­βα­σα με τέρ­ψη και εν­δια­φέ­ρον όλα τα κε­φά­λαια του τό­μου. Και με ευ­χα­ρί­στη­ση συ­νυ­πο­γρά­φω το σύ­νο­λο... Η ερώ­τη­ση ανα­φέ­ρε­ται σε «κά­ποιο κεί­με­νο», θα μου πεί­τε. Εντά­ξει. Θα συ­νυ­πέ­γρα­φα «Ερ­μη­νεία και ρη­το­ρεία. 5+1 προ­σχέ­δια για ένα πορ­τραί­το του με­τα­φρα­στή ως σχοι­νο­βά­τη», το κεί­με­νο του Μίλ­του Φρα­γκό­που­λου. Και για τη γρα­φή του και για τον τρό­πο που απει­κο­νί­ζει την ιστο­ρι­κό­τη­τα των ζη­τη­μά­των ποι­η­τι­κής και πο­λι­τι­κής της με­τά­φρα­σης. Θα συ­νυ­πέ­γρα­φα επί­σης ως συν-συγ­γρα­φέ­ας, δη­λα­δή, ως με­τα­φρα­στής, το κεί­με­νο του Θα­νά­ση Χα­τζό­που­λου ―«Η σω­στή λέ­ξη»―, που πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη με­τά­φρα­ση ψυ­χα­να­λυ­τι­κών και ποι­η­τι­κών κεί­με­νων.

    2. Δεν λεί­πουν οι ανα­φο­ρές στο ζή­τη­μα, αλ­λά ίσως θα χρεια­ζό­ταν μια πιο συ­στη­μα­τι­κή έκ­θε­ση των προ­βλη­μά­των της επαγ­γελ­μα­τι­κής ενα­σχό­λη­σης με τη με­τά­φρα­ση βι­βλί­ων: αμοι­βές, συγ­γρα­φι­κά δι­καιώ­μα­τα, ασφά­λι­ση, επαγ­γελ­μα­τι­κά νο­σή­μα­τα, φο­ρο­λο­γι­κά, συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση…

    3. Οπωσ­δή­πο­τε «τα κεί­με­να του τό­μου, συ­νο­λι­κά, κα­θι­στούν τον με­τα­φρα­στή πιο ορα­τό, το έρ­γο του πιο δια­φα­νές». Ήδη όμως ανέ­φε­ρα την ανά­γκη να το­νι­σθεί πε­ρισ­σό­τε­ρο η προ­βλη­μα­τι­κή της δια­βί­ω­σης των με­τα­φρα­στών, αυ­τών των αν­θρώ­πων, βα­σι­κών συ­ντε­λε­στών του πο­λι­τι­σμού μας, που σή­με­ρα διεκ­δι­κούν τον ρό­λο του συν-συγ­γρα­φέ­ως.

    Μίλ­τος Φρα­γκό­που­λος

    1. Εί­ναι πολ­λά τα κεί­με­να του τό­μου που θα προ­συ­πέ­γρα­φα, αλ­λά ήταν να επι­λέ­ξω μό­νο ένα, αυ­τό θα ήταν το κεί­με­νο Με­τά­φρα­ση και Κρι­τι­κή της Κα­τε­ρί­νας Σχι­νά. Εί­ναι ένα εξαι­ρε­τι­κά κα­λο­γραμ­μέ­νο δο­κί­μιο, που κα­τα­πιά­νε­ται με το δύ­σκο­λο ζή­τη­μα της αξιο­λό­γη­σης ενός λο­γο­τε­χνι­κού με­τα­φρά­σμα­τος. Πρό­κει­ται για ένα ζή­τη­μα πο­λυ­σύν­θε­το όπου συ­χνά δια­τυ­πώ­νο­νται αντι­κρουό­με­νες από­ψεις και προ­κα­λεί δια­μά­χες, που με έχει απα­σχο­λή­σει από πα­λιά και στο οποίο ανα­φέ­ρο­μαι σε διά­φο­ρα ση­μεία της μι­κρής συλ­λο­γής δο­κι­μί­ων μου με τί­τλο Το ερ­γα­στή­ρι του με­τα­φρα­στή (Πό­λις, 2003), και ιδιαί­τε­ρα στην ει­σα­γω­γή με τη μορ­φή δι­η­γή­μα­τος, ξε­πα­τι­κω­μέ­νου από τις Μα­ριο­νέ­τες του Κλάιστ (από τη γνω­στή με­τά­φρα­ση της Τζέ­νης Μα­στο­ρά­κη). Ήταν ένα τέ­χνα­σμα ώστε να πα­ρα­μεί­νω στο πε­δίο της απροσ­διο­ρι­στί­ας αυ­τής της θε­μα­τι­κής όπου ορι­στι­κές απο­φάν­σεις δεν χω­ρά­νε, κα­θώς και η ίδια η δια­τύ­πω­ση των κρι­τη­ρί­ων μιας αξιο­λό­γη­σης εί­ναι δύ­σκο­λο, ή σχε­δόν αδύ­να­τον, να συμ­φω­νη­θούν. Η Κα­τε­ρί­να Σχι­νά διε­ρευ­νά το θέ­μα πο­λύ πιο συ­στη­μα­τι­κά και διε­ξο­δι­κά, πα­ρου­σιά­ζο­ντας ένα ευ­ρύ­τα­το φά­σμα δια­φο­ρε­τι­κών από­ψε­ων, που έχουν δια­τυ­πω­θεί από ση­μα­ντι­κούς με­τα­φρα­στές, λο­γο­τέ­χνες και στο­χα­στές, συ­γκρο­τώ­ντας ένα κα­λά δο­μη­μέ­νο και –όπως ήδη ανέ­φε­ρα– κα­λο­γραμ­μέ­νο, κεί­με­νο όπου όλο αυ­τό το πλή­θος θε­ω­ρη­τι­κών από­ψε­ων γί­νε­ται κα­τα­νοη­τό και που­θε­νά δεν εκτρέ­πε­ται σε σκο­λιές δια­τυ­πώ­σεις. Κα­τα­λή­γει με δύο έξο­χα πα­ρα­θέ­μα­τα που λει­τουρ­γούν σαν συ­μπύ­κνω­ση και ανα­κε­φα­λαί­ω­ση, ταυ­τό­χρο­να αφή­νο­ντας ένα ‘με­τεί­κα­σμα’ για πα­ρα­πέ­ρα σκέ­ψη πά­νω στο θέ­μα. Με δυο λό­για θα έλε­γα ότι εί­ναι ένα κεί­με­νο από το οποίο τό­σο ο ει­δι­κός όσο και ο μη ει­δι­κός έχουν πολ­λά να απο­κο­μί­σουν.

    2. Ο συλ­λο­γι­κός τό­μος που επι­με­λή­θη­κε η Μα­ρία Πα­πα­δή­μα κα­λύ­πτει τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες πτυ­χές του όλου με­τα­φρα­στι­κού έρ­γου με μία εύ­στο­χη ορ­γά­νω­ση και τα­ξι­νό­μη­ση του υλι­κού σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες, όπως συ­νο­ψί­ζο­νται και από τον Νί­κο Πρα­τσί­νη, στην πρό­σκλη­ση για την πα­ρού­σα συ­ζή­τη­ση. Βέ­βαια, το θέ­μα της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης εί­ναι ανε­ξά­ντλη­το και υπάρ­χει πά­ντο­τε κά­τι ακό­μα που θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί. Όμως ο υπό συ­ζή­τη­ση τό­μος απο­τε­λεί μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη πρό­τα­ση που πι­στεύω ότι δεν θα κέρ­δι­ζε από κά­ποια άλ­λη προ­σθή­κη. Σαν από προ­σω­πι­κό βί­τσιο (που προ­κύ­πτει και από τη θε­μα­τι­κή της συ­νει­σφο­ράς μου στον τό­μο) αν ήταν να προ­σθέ­σω κά­τι θα πρό­τει­να μια ενα­σχό­λη­ση με την ιστο­ρία της με­τά­φρα­σης. Ανα­γνω­ρί­ζω ότι μια εξα­ντλη­τι­κή κα­τα­γρα­φή του θέ­μα­τος απο­τε­λεί ανέ­φι­κτο έρ­γο, μπορ­χε­σια­νής, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς, χαρ­το­γρά­φη­σης, αλ­λά μια συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη διε­ρεύ­νη­ση και συ­γκρό­τη­ση αυ­τού του πε­δί­ου θα ενί­σχυε την λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση στην διεκ­δί­κη­ση συμ­με­το­χής της στη χο­ρεία των σύγ­χρο­νων ακα­δη­μαϊ­κών «πει­θαρ­χιών», ώστε να κα­θί­στα­ται πιο τεκ­μη­ριω­μέ­νη (ή ‘νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη’) η δι­δα­σκα­λία της, που απο­τε­λεί μια ση­μα­ντι­κή θε­μα­τι­κή την οποία πα­ρου­σιά­ζει πο­λύ συ­γκρο­τη­μέ­να ο Ντέι­βιντ Κό­νο­λι στο δι­κό του κεί­με­νο Πε­ρί του δι­δα­κτού της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης. Πέ­ρα από αυ­τό η ιστο­ρι­κή έρευ­να στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης έχει να ωφε­λή­σει πολ­λα­πλά τους ίδιους του με­τα­φρα­στές ως προς την αυ­το­γνω­σία τους, όπως δεί­χνει το έξο­χο κεί­με­νο, με το οποίο κλεί­νει ο τό­μος, της Οντέτ Βα­ρών-Βα­σάρ (Το «Πρί­σμα» και η «Με­τά­φρα­ση»: Δύο πε­ριο­δι­κά για τη με­τά­φρα­ση, δύο στιγ­μές του με­τα­φρα­στι­κού γί­γνε­σθαι.)

    3. Οπωσ­δή­πο­τε τα κεί­με­να του τό­μου κα­θι­στούν την όλη δια­δι­κα­σία της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης πιο ορα­τή, κα­θώς και τον ρό­λο του με­τα­φρα­στή πιο αντι­λη­πτό στο ευ­ρύ­τε­ρο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Εν­δε­χο­μέ­νως, αυ­τό το κοι­νό θα βρει πιο εν­δια­φέ­ρου­σα την ενό­τη­τα ΙΙΙ (Οι με­τα­φρα­στές επί το έρ­γον), κα­θώς εκεί δί­δε­ται η ευ­και­ρία να πα­ρα­κο­λου­θή­σει από κο­ντά τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζει ο με­τα­φρα­στής και τις λύ­σεις στις οποί­ες κα­τα­λή­γει, μέ­σα στη διερ­γα­σία της με­τά­φρα­σης. Βέ­βαια, δεν νο­μί­ζω ότι θα χρεια­ζό­ταν να ενι­σχυ­θεί πο­σο­τι­κά αυ­τή η ενό­τη­τα, για­τί μο­λο­νό­τι εδώ εί­ναι που «οι προ­βλη­μα­τι­κές του σι­να­φιού» γί­νο­νται πιο κα­τα­νοη­τές από τους «εκτός των τει­χών» ανα­γνώ­στες, η ‘βιω­μα­τι­κή’ αυ­τή ενό­τη­τα θα ήταν κα­λό να λει­τουρ­γή­σει σε συ­νέρ­γεια με τα άλ­λα μέ­ρη του βι­βλί­ου, ώστε να οδη­γή­σουν και τον μη ει­δι­κό ανα­γνώ­στη σε μια βα­θύ­τε­ρη ενα­σχό­λη­ση με τα πο­λύ­μορ­φα ζη­τή­μα­τα της λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης, και να συμ­βά­λουν, τε­λι­κά, στον εμπλου­τι­σμό της εμπει­ρί­ας της ανά­γνω­σης.

    Στις 7 Οκτωβρίου, 6:30 μμ, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμου 134) θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: