Τα προκαταρκτικά
Ένα νήπιο ενός έτους, βρίσκεται στο σύμπαν της πρωτογενούς και αδιαμεσολάβητης σήμανσης των εμπειριών του μέσα από τη φωνή του, το κλάμα και την αφόδευση. Προτού ακόμα αναδυθεί ο λόγος, χρησιμοποιεί τη φωνή, αυτήν την προγλωσσική «γλώσσα» του σώματος. Αυτή η άμεση σήμανση των εμπειριών του αναζητά κινήσεις προς τα «όρια» της γλώσσας, σκιρτά και τείνει προς αυτά. Οι πρώτες αναγνωρίσιμες μονόφθογγες λέξεις που αρχίζει να εκφωνεί σε λίγο υποδηλώνουν μια ολιστική αντίληψη της εμπειρίας, ονομάζουν κάποια ολικά και ατεμάχιστα συμβάντα, και αποτελούν την κοιτίδα της πρότασης.
Μεγαλώνοντας, το νήπιο αντιλαμβάνεται τον κόσμο δεικτικά, δηλαδή πιστεύει πως οι λέξεις ανήκουν στα πράγματα και βγαίνουν μέσα από αυτά. Δηλαδή, το παιδί σκέφτεται στην Ευκτική, μέσα από τον κόσμο των επιθυμιών του, μέσα από το πώς θα ήθελε να είναι τα πράγματα γύρω του. Δεν σκέφτεται στην Οριστική, δηλαδή στην έγκλιση της ωμής πραγματικότητας.
Όταν το νήπιο-παιδί μιλά πια «κανονικά», όπως οι «μεγάλοι», αναγκάζεται να θυσιάσει την ευκτική βίωση της εμπειρίας ώστε να μπει στο σύμπαν του «πολιτισμού». Φονεύει τα πράγματα για να κερδίσει τα σύμβολα, αφού με αυτά θα περάσει τη ζωή του, όπως όλοι μας.
Όμως αυτή η ευκτική φωνή εξακολουθεί να επιβιώνει μέσα του ως μνήμη, ακόμη κι όταν μεγαλώνει. Οι οριακές χρήσεις της γλώσσας, όπως ο μαγικός λόγος και η ποίηση, πυροδοτούνται από την έκρηξη αυτής της εγκλωβισμένης φωνής.
Ειδικά ο ποιητικός λόγος εικονογραφεί την αντίστροφη κίνηση: την πρωτεϊκή ανάγκη υπέρβασης της συμβολικής, αφαιρετικής γλώσσας. Ο ποιητικός λόγος και ο γλωσσικός παροξυσμός του προσπαθεί να υπερβεί τη συμβολική προτασιακή γλώσσα και αγωνίζεται να ξανακάνει τον ήχο των λέξεων κομμάτι της πραγματικότητας την οποία αποτελούν.