Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική; {μέρος Β'}

Τα προηγηθέντα

Mousiki2

[Πύ­ρι­νος ήλιος νε­φο­στό­λι­στος βυ­θί­ζε­ται. Άχνη της μέ­ρας που πνί­γε­ται στο πέ­λα­γος. Βα­δί­ζεις μο­νο­πά­τια του βου­νού λο­ξο­κοι­τώ­ντας προς την πό­λη. Κά­θε αστο­χία διορ­θώ­νε­ται κα­θώς στρι­φο­γυρ­νάς στον ου­ρα­νί­σκο κα­ρα­μέ­λες προ­πα­το­ρι­κές: «Όσοι το χάλ­κε­ον χέ­ρι/ βα­ρύ του φό­βου αι­σθά­νο­νται…» Απ’ την κορ­φή, με μά­τια μι­σό­κλει­στα, ανα­ρω­τιέ­σαι αν φά­νη­κε στη Σα­λα­μί­να ο στό­λος. Τώ­ρα τα βή­μα­τά σου κι­νού­νται προς το μο­να­στή­ρι.]

Στο προη­γού­με­νο ανα­γνω­ρί­σα­με το κά­πο­τε κα­πρί­τσιο της αλή­θειας να προ­σφέ­ρε­ται εξ απο­κα­λύ­ψε­ως στον προ­ε­τοι­μα­σμέ­νο μύ­στη, κα­τά τη διάρ­κεια μιας δια­δι­κα­σί­ας μά­γευ­σης (κα­τα­κυ­ρί­ευ­σης, να πεις, κα­τά το «ωραία και μό­νη η Ζά­κυν­θος / με κυ­ριεύ­ει»). Εί­ναι τό­τε που η ψυ­χή ανα­γνω­ρί­ζει εκεί έξω ένα κομ­μά­τι του δί­δυ­μου αδερ­φού της. Μι­λώ­ντας για τη μου­σι­κή ως γλώσ­σα που απαι­τεί την ακου­στι­κή θε­ώ­ρη­ση του κό­σμου, ανα­ρω­τη­θή­κα­με αν μες στους αιώ­νες κά­τι άλ­λα­ξε στον τρό­πο που αυ­τή μας πο­λιορ­κεί. Ση­μειώ­σα­με πως εκεί­νη εί­ναι που ανα­ζη­τά τον ήδη εγκα­τε­στη­μέ­νο μέ­σα μας μύ­θο, κι αν δεν τον βρει δο­κι­μά­ζει να τον εγκα­τα­στή­σει. Απο­στρέ­ψα­με το πρό­σω­πό μας από την ει­κό­να του σύγ­χρο­νου αστέ­ρα των μέ­σων, του φτω­χο­δια­βό­λου που ανα­πα­ρά­γει θραύ­σμα­τα ψεύ­δους ως ευ­πώ­λη­τα αντί­γρα­φα ζω­ής, τα οποία κα­τα­κλύ­ζουν χώ­ρους προ­ο­ρι­σμέ­νους για δια­λο­γι­σμό πά­νω στο νό­η­μα μιας ύπαρ­ξης ολο­έ­να και λι­γό­τε­ρο νοη­μα­το­δο­τη­μέ­νης. Τό­τε ανα­ρω­τη­θή­κα­με για­τί ο κό­σμος μας στε­ρή­θη­κε την ευ­λο­γία της μου­σι­κής, το θε­ρα­πευ­τι­κό της άγ­γιγ­μα.

Τα τωρινά

Προ­σπα­θώ­ντας να γί­νου­με κά­πως πιο συ­γκε­κρι­μέ­νοι (κά­τι που απο­δει­κνύ­ε­ται δύ­σκο­λο, αφού για να κρα­τή­σεις φρέ­σκες τις λέ­ξεις –σαν ψά­ρι μό­λις τρα­βηγ­μέ­νο απ’ τον αφρό–, πρέ­πει να τις πε­τάς στη βάρ­κα τη στιγ­μή που σπαρ­τα­ρά­νε, όσο εί­ναι στο με­ταίχ­μιο των κό­σμων, λί­γο πριν πα­γιω­θεί το ορι­στι­κό τους νό­η­μα. Αυ­τό το νό­η­μα δεν έχει πα­τέ­ρα άλ­λον από την τυ­χαιό­τη­τα ή, κά­πο­τε, την ιε­ρό­τη­τα του ήχου μιας λέ­ξης. Κα­τά τα λοι­πά, φαί­νε­ται πως στο μέλ­λον μας θα κα­τα­να­λώ­νου­με κα­τε­ψυγ­μέ­να):
Η τέ­χνη, το εί­πα­με, εί­ναι ένας οπλι­σμέ­νος εκρη­κτι­κός μη­χα­νι­σμός, μια ζω­ο­ποιός νάρ­κη που πε­ρι­μέ­νει στω­ι­κά το θύ­μα να την προ­σεγ­γί­σει. Με­τά την έκρη­ξη, αυ­τό θα ’ναι νε­κρό σ’ ετού­τον τον κό­σμο, νε­ο­γέν­νη­το σ’ ένα και­νούρ­γιο ακα­τά­λυ­το σύ­μπαν, το οποίο μό­νον οι μύ­στες μπο­ρούν να πε­ρι­γρά­ψουν, κι αυ­τό στους μυ­στι­κούς χώ­ρους.

Τα ερω­τή­μα­τα:
1. Πώς να βρε­θείς στη θέ­ση του θύ­μα­τος;
2. Άρα­γε, θα ενερ­γο­ποι­η­θεί ο πυ­ρο­κρο­τη­τής;

    Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική; {μέρος Β'}

    Ρωγμή

    Ας το πού­με: Η μου­σι­κή ει­σχω­ρεί σε μιαν αδιό­ρα­τη ρωγ­μή στο δέρ­μα της πα­ρου­σί­ας μας και τη με­τα­τρέ­πει σε διαρ­κές ρήγ­μα. Έτσι μπο­ρείς να ισχυ­ρι­στείς πως η μου­σι­κή εί­ναι πα­ντε­λώς άχρη­στη σε έναν υπο­ψή­φιο δί­χως ίχνος ρωγ­μής, πα­ρό­τι κά­ποιοι λέ­νε πως αυ­τή η κυ­ρία δια­θέ­τει ισχυ­ρό­τα­τες δια­τρη­τι­κές ικα­νό­τη­τες, ενώ ταυ­τό­χρο­να πα­ρα­μέ­νει ολι­σθη­ρή στην πε­ρί­πτω­ση που θες να την κρα­τή­σεις στην πα­λά­μη σου, εξ ου και στα­μα­τώ.

    Στην συ­νέ­χεια: Τι εί­ναι εκεί­νο που δη­μιουρ­γεί την πρω­ταρ­χι­κή ρωγ­μή;
    Απα­ντώ: Η ίδια η ζωή, εφό­σον. Έτσι κι αλ­λιώς, όμως, αυ­τή θα βρει, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, τον τρό­πο να ει­σέλ­θει, κα­θώς νε­ρό που ανα­ζη­τά υπό­γειους δια­δρό­μους για να οδη­γη­θεί στις εκ­βο­λές, στο πιο τα­πει­νό δη­λα­δή ση­μείο όπως δια­τεί­νο­νται οι Ανα­το­λί­τες. Εκεί­νο που θα κά­νει εδώ τη δια­φο­ρά (θα εξη­γή­σω πα­ρα­κά­τω το για­τί) εί­ναι η προ­σω­πι­κή μας συ­ναί­σθη­ση της ρωγ­μής, η εναρ­γής βε­βαιό­τη­τα πως η θη­λυ­κή πλευ­ρά στρώ­νει μέ­σα μας το νυ­φι­κό της κρε­βά­τι για να γο­νι­μο­ποι­η­θεί. Από ποιον πα­τέ­ρα; Από την ίδια τη νοη­μα­το­δό­τη­ση αυ­τού του σύ­μπα­ντος, από το κα­θη­συ­χα­στι­κό ψι­λό­βρο­χο που ρί­χνει στην ψυ­χή μας η ηχώ του υπαρ­ξια­κού ερω­τή­μα­τος που ξάφ­νου, ενώ κοι­μό­μα­σταν, άν­θι­σε.

    Άλλες βεβαιότητες

    Ως Ανα­το­λί­της, δια­τη­ρώ μια κα­θα­ρή γω­νιά για τους μου­σα­φί­ρη­δες με τις απα­ντή­σεις. Λέ­νε, λοι­πόν, κά­ποιοι μου­σα­φί­ρη­δες πως τα της τέ­χνης εί­ναι ο μό­νος λό­γος ύπαρ­ξης (άντε, αν πού­με πως και η ζωή κά­πο­τε με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε έρ­γο τέ­χνης, θα άρου­με τις μι­σές αντιρ­ρή­σεις – μα όχι εκεί­νες των μο­να­χών).
    Ας υπο­θέ­σου­με, λοι­πόν, ότι βα­θύ­τε­ρη επι­θυ­μία μας εί­ναι η απο­τύ­πω­ση μιας διάρ­κειας που ο θά­να­τος δεν επι­τρέ­πει. Τό­τε η σφρα­γί­δα που μπο­ρού­με να πα­τή­σου­με στο σώ­μα της ζω­ής εί­ναι η τέ­χνη ή η τε­κνο­ποί­η­ση. Μό­νο που η δεύ­τε­ρη πα­ρα­πέ­μπει σε ένα διαρ­κές μέλ­λον, ανα­βάλ­λο­ντας την απο­τύ­πω­ση, αφού μό­νη της η πα­ρου­σία του αν­θρώ­που δεν συ­νι­στά απο­τύ­πω­ση, πα­ρά μό­νον δυ­να­τό­τη­τα.

    (Σε ένα επό­με­νο, να θυ­μη­θού­με τον τρό­πο που οι Θι­βε­τια­νοί φτιά­χνουν τα μά­ντρα τους από άμ­μο που θα σκορ­πί­σει ο άνε­μος και τι ση­μαί­νει αυ­τό το ακρι­βό πράγ­μα.)

    Στη σπηλιά

    Την στιγ­μή, λοι­πόν, που στην αρ­χαία σπη­λιά χα­ρά­χτη­κε το ζώο που ο πρω­τό­γο­νος έβλε­πε εκεί έξω (εκεί, μέ­σα του), οπλί­στη­κε η νάρ­κη που θα ξυ­πνού­σε από τη νάρ­κη τους τα θύ­μα­τα με την προ­ϋ­πάρ­χου­σα ρωγ­μή. Αυ­τή ήταν η πρώ­τη στιγ­μή αθα­να­σί­ας, τό­τε ήταν που για πρώ­τη φο­ρά στην ορο­φή της Κα­πέ­λα Σι­στί­να το δά­χτυ­λο του Αδάμ ακού­μπη­σε το δά­χτυ­λο του Πα­τέ­ρα.
    Να για­τί όλοι νοια­ζό­μα­στε για το λί­γο μιας με­λω­δί­ας, για μια γραμ­μή πά­νω σε πα­νί που ξε­φεύ­γει από τη μί­μη­ση και δο­κι­μά­ζει κά­τι σε γλώσ­σα αμε­τά­φρα­στη, κά­τι από εκεί­να που η ψυ­χή κρα­τά­ει από το πα­ρελ­θόν των κα­τα­κλυ­σμών, τό­τε που ήταν κου­λου­ρια­σμέ­νη με εμπι­στο­σύ­νη στην κοι­λιά ενός σύ­μπα­ντος που για λι­γά­κι θα την βύ­ζαι­νε. Ίσως ο μύ­θος της Πτώ­σης (έτσι που οι γρα­φές δο­κί­μα­σαν να πουν) υπεν­θυ­μί­ζει πως στο εξής η Τέ­χνη θα ’ναι ο μό­νος αγ­γε­λια­φό­ρος, το μό­νο κα­τά­λοι­πο Πα­ρα­δεί­σου μέ­σα μας. Από­δει­ξη, ο τρό­πος που οι αγιο­γρα­φί­ες ξυ­πνούν στις εκ­κλη­σιές όταν τις ψέλ­νουν, τις θυ­μια­τί­ζουν, τις ευ­λο­γούν με τον ιδρώ­τα τους τα σώ­μα­τα που προ­σεύ­χο­νται.
    Εί­ναι αυ­τό τέ­χνη; Ναι. Μυ­στι­κή, δη­λα­δή η μό­νη.

    Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική; {μέρος Β'}

    Τεχνίτης και μη

    Αν όλα έχουν έτσι, τό­τε ο «προ­σευ­χό­με­νος», ο απο­δέ­κτης της μου­σι­κής, εί­ναι μέ­ρος του καλ­λι­τε­χνή­μα­τος, αφού, χω­ρίς την πα­ρου­σία του, η νάρ­κη εί­ναι άχρη­στη. Έτσι, ο απο­δέ­κτης γί­νε­ται τμή­μα του αρι­στουρ­γή­μα­τος, και δη το πιο ση­μα­ντι­κό: η εί­σο­δός του. Κι έτσι ίσως έχει λί­γη ση­μα­σία ποιος θα φτιά­ξει το έρ­γο, κά­τι που ξέ­ρα­νε κα­λά οι λαϊ­κοί μα­στό­ροι με το ήθος της ανω­νυ­μί­ας τους. Αυ­τά τα ισο­πέ­δω­σε ο οδο­στρω­τή­ρας της Ανα­γέν­νη­σης, αυ­τής που μας την εί­παν ευ­λο­γία – μα­κριά από μας.
    Για τους υπό­λοι­πους, το καί­ριο ση­μείο εί­ναι η Στιγ­μή, τό­τε που το θείο, μέ­σα από το αλε­ξι­κέ­ραυ­νο του τε­χνί­τη, βρί­σκει τον δρό­μο προς το έδα­φος, τό­τε που η μα­κρι­νή μας μνή­μη γειώ­νει τον κε­ραυ­νό, και η αστρα­πή του Θαύ­μα­τος ζυ­γιά­ζε­ται πά­νω από τη ζωή.

    [Ήσυ­χα, ήσυ­χα, έτσι που πρέ­πει, πά­λι να επι­στρέ­ψου­με στους τό­πους που γνω­ρί­ζου­με κα­λά. Μη μέ­νεις για πο­λύ Εκεί.]

    Ο τρόπος

    Και πώς να στα­θού­με στη σω­στή πλευ­ρά; Πώς να κοι­τά­ξου­με προς τα κει που θα φω­τί­σει ο κε­ραυ­νός;

    Εδώ θα θυ­μη­θώ τη διαρ­κή ψυ­χι­κή μας μοί­ρα, που εί­ναι η αέ­ναη με­τα­νά­στευ­ση. Ένα κα­τ’ εξα­κο­λού­θη­ση πέ­ρα­σμα των συ­νό­ρων, και πά­λι πί­σω, μια πε­ρι­δί­νη­ση στη γα­λά­ζια λω­ρί­δα της «μη χλια­ρό­τη­τας» από τη μια, της απο­φυ­γής της ολι­κής κα­τα­στρο­φής από την άλ­λη. Αν απο­στρέ­ψει το πρό­σω­πό Του επει­δή υπήρ­ξα­με χλια­ροί, θα το απο­στρέ­ψει επί­σης επει­δή υπήρ­ξα­με χω­ρίς διά­κρι­ση. Η πο­θη­τή τε­χνι­κή συ­νί­στα­ται στο να περ­πα­τάς την κο­ρυ­φο­γραμ­μή λι­κνί­ζο­ντας το βά­ρος σου αμ­φί­πλευ­ρα, χω­ρίς να ξέ­ρεις ού­τε στιγ­μή πού θέ­λεις να κα­τη­φο­ρί­σεις. Να γεύ­ε­σαι θεία ορά­μα­τα ανά­κα­τα με μα­τω­μέ­να σφά­για το Με­γα­λο­βδό­μα­δο, να ’σαι ερω­τευ­μέ­νος κι όμως έτοι­μος να ζή­σεις με το κά­θε σου κύτ­τα­ρο το τρα­γι­κό με­γα­λείο της σάρ­κας που αγκα­λιά­ζε­ται με την πιο υψη­λή πνευ­μα­τι­κό­τη­τα. Η τα­λά­ντευ­ση ανά­με­σα στα άκρα θα κρα­τή­σει σώ­μα και πνεύ­μα γυ­μνα­σμέ­να, και την ψυ­χή έτοι­μη να συλ­λά­βει τη χά­ρη του χρη­σμού. Τό­τε εί­ναι που η φλό­γα πυ­ρο­δο­τεί­ται στο με­γά­λο κα­ζά­νι.

    (Μή­πως αυ­τό το διαρ­κές πέ­ρα­σμα των συ­νό­ρων δεν υπήρ­ξε η ευ­λο­γία, η κα­τά­ρα και το πιο ακρι­βό μά­θη­μα του Σο­λω­μού στη γλώσ­σα, όσο και στον διαρ­κή μας χρό­νο;)

    Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική; {μέρος Β'}

    Και τώρα μουσική

    Επι­στρέ­φο­ντας στην αρ­χι­κή σκέ­ψη: Πώς η με­λω­δία, η γραμ­μή, ο έρω­τας θα με­τα­σχη­μα­τί­σουν τη ρωγ­μή σε ρήγ­μα, όταν έχει χα­θεί ο τρό­πος να μπαί­νουν από την μπρο­στά πόρ­τα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας;

    Η ερώ­τη­ση κρύ­βει ατό­φια την απά­ντη­ση: «Πά­ντα απ’ την πί­σω πόρ­τα».

    Η μου­σι­κή –το ξέ­ρου­με– υπήρ­χε πά­ντα γύ­ρω μας. Να πού­με πως δεν εί­χα­με «αυ­τιά» να την ακού­σου­με;

    Και τι ση­μαί­νει απ’ την πί­σω πόρ­τα;
    Εδώ βρί­σκου­με τον τρό­πο χρή­σης της μου­σι­κής που άλ­λα­ξε μες στους αιώ­νες.
    Κά­πο­τε ο ήχος (και ο ορ­γα­νω­μέ­νος ήχος τη στιγ­μή που για πρώ­τη φο­ρά τον πιά­σα­νε τα χέ­ρια του τε­χνί­τη) δια­τη­ρού­σε την πρω­το­γε­νή του λει­τουρ­γία να ξυ­πνά τη μνή­μη του πα­ρελ­θό­ντος και να τη φέρ­νει στο πα­ρόν της ακρό­α­σης (της γιορ­τής, να το πω έτσι). Η πρω­ταρ­χι­κή εκεί­νη λει­τουρ­γία ήταν κοι­νό κτή­μα του ψυ­χι­σμού μας, λει­τουρ­γού­σε με τον ίδιο τρό­πο σε όλα τα έμ­ψυ­χα, γι’ αυ­τό και η μου­σι­κή εί­χε τη δύ­να­μη να ξε­στρα­τί­σει ή να κρα­τή­σει σε στα­θε­ρή τρο­χιά ολό­κλη­ρη την κοι­νό­τη­τα. Έτσι, τα προ­νό­μιά της δί­νο­νταν μο­να­χά στους μά­γους. Με κά­ποιον τρό­πο –και σω­στά– ο μου­σι­κός ήταν ένας μά­γος. Δεν ήταν η τε­χνι­κή του που έφτια­χνε τη μου­σι­κή, μα η βα­θιά του γνώ­ση πώς ο κά­θε ήχος (όπως θα έλε­γε κα­νείς: το κά­θε βό­τα­νο) επι­δρά στην κρυ­φή μας πε­ριο­χή και τη γο­νι­μο­ποιεί με έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο που, εν­στι­κτω­δώς ή από πα­ρά­δο­ση, ο μά­γος ήξε­ρε.
    Αυ­τή την ιε­ρή σχέ­ση τη χά­σα­με με την έλευ­ση της «ει­δί­κευ­σης» και την ταυ­τό­χρο­νη ρη­χό­τη­τα της οπτι­κής που συ­μπα­ρέ­συ­ρε. Κά­ποια απο­μει­νά­ρια πα­ρέ­μει­ναν στη λαϊ­κή μου­σι­κή, στα πα­νη­γύ­ρια, στη ζω­ντα­νή ακό­μα επαρ­χία που ήξε­ρε να σνο­μπά­ρει τους χαρ­το­για­κά­δες και να βά­ζει στη θέ­ση του κά­θε κου­τό­φρα­γκο. Σή­με­ρα που αυ­τό δεν εί­ναι πια της μό­δας (το αντί­θε­το, εί­ναι ασέ­βεια, έλ­λει­ψη πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας, με­γί­στη αμαρ­τία για τα ιε­ρά και τα όσια των συμ­μά­χων μας, με το συ­μπά­θιο), η μου­σι­κή κυ­κλο­φο­ρεί στην αγο­ρά με την ασφα­λή και απα­ραί­τη­τη στεί­ρω­ση, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή πι­θα­νό­τη­τα να γο­νι­μο­ποι­ή­σει ή να γο­νι­μο­ποι­η­θεί.

    Στα καθ’ ημάς

    Maestros

    Πώς να επι­στρέ­ψου­με στην αφε­τη­ρία έτσι λά­θος δρό­μο που πή­ρα­με για τό­σους αιώ­νες; Ίσως να εί­ναι αρ­γά ή ίσως να γί­νε­ται μό­νο με τις τε­χνι­κές για τις οποί­ες ήδη μι­λή­σα­με.
    Όμως εκεί­νη τη ση­μα­δια­κή στιγ­μή που η «Λέ­σχη του Δί­σκου» –συμ­βο­λι­κά μι­λώ­ντας, κι ας μου συγ­χω­ρε­θεί η κου­βέ­ντα για έναν τό­πο με τις πιο αγα­θές προ­θέ­σεις– έκα­νε must την ακρό­α­ση των «κα­λύ­τε­ρων» εκτε­λέ­σε­ων, δη­μιούρ­γη­σε ένα εί­δος ακρο­α­τή που δεν ακού­ει αλ­λά «ακού­ει», πα­ρό­τι ξέ­ρει απ’ έξω όλες τις εκ­δό­σεις. Στη συ­νέ­χεια, αυ­τό το εί­δος ακρο­α­τή ει­σή­γα­γε την ανά­γκη των Με­γά­ρων Μου­σι­κής και των αντί­στοι­χων πρό­σφα­των να­ών στο απυ­ρό­βλη­το της δη­μό­σιας κρι­τι­κής, που το μό­νο για τα οποία απο­δεί­χτη­καν επαρ­κώς ικα­νά ήταν το να πα­γιώ­σουν την κω­φό­τη­τα των υπο­ψη­φί­ων και να απο­κλεί­σουν μέ­σω του πλη­θω­ρι­σμού της πλη­ρο­φο­ρί­ας την πι­θα­νό­τη­τα κα­τάλ­λη­λου πε­ρι­βάλ­λο­ντος ώστε να γο­νι­μο­ποι­η­θεί το μέ­σα πει­να­σμέ­νο μας κομ­μά­τι. Αλ­λά στην ομοιο­μορ­φία ου­δέν γο­νι­μο­ποιεί­ται. Η ζωή θα πα­ρέ­με­νε υπε­ρο­πτι­κή στον τρό­πο και τον τό­πο των με­γά­ρων. Η μό­νη ελ­πί­δα μας ήταν να προ­τι­μή­σει και πά­λι τα χα­μαι­τυ­πεία, κά­τι που έγι­νε, εν μέ­ρει, επι­τυ­χέ­στα­τα.
    Και να που οι «εκ­παι­δευ­μέ­νοι» ακρο­α­τές (και κω­φοί στην ψυ­χή) αυ­ξή­θη­καν ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο με την έλευ­ση των σύγ­χρο­νων μέ­σων. Ακού­με ό,τι θέ­λου­με και όπο­τε. Τη Φι­λαρ­μο­νι­κή του Βε­ρο­λί­νου στο μπά­νιο, μια ιν­δι­κή σά­γκα ενώ πε­ρι­μέ­νου­με στην ου­ρά του σού­περ μάρ­κετ, τον Λυ­κούρ­γο Αγ­γε­λό­που­λο μες σ’ ένα τούρ­κι­κο χα­μάμ. Αυ­τό –θα συμ­φω­νή­σε­τε;– δεν εί­ναι δυ­να­τό­τη­τα αλ­λά απο­κλει­σμός. Σαν να επι­χει­ρού­σες νη­στεία το Με­γα­λο­βδό­μα­δο κρα­τώ­ντας στη δε­ξιά σου τσέ­πη τον θερ­μι­δο­με­τρη­τή, σαν να με­τα­λάμ­βα­νες τρέ­μο­ντας τις ιώ­σεις του δι­σκο­πό­τη­ρου. Μα μια ζωή απο­νευ­ρω­μέ­νη από το μα­γι­κό της στοι­χείο, δί­χως επα­φή με το αεί, εί­ναι ζωή στραγ­γα­λι­σμέ­νη στην κού­νια της, πα­ρα­δο­μέ­νη στους πα­γε­τώ­νες μιας ηθι­κής που λε­ρώ­νει την κοί­τη κά­θε συ­γκί­νη­σης.

    Έτσι

    Το ερώ­τη­μα «Ποιος ακού­ει ακό­μα μου­σι­κή;» τί­θε­ται και ως «Ποιος μπο­ρεί να αφή­σει ανοι­χτή τη ρωγ­μή του ώστε να ει­σέλ­θει η δί­δυ­μή του μου­σι­κή;» Για­τί δεν εί­ναι όλες οι μου­σι­κές που ανοί­γουν κά­θε ρήγ­μα, κι ας βαυ­κα­λί­ζο­νται πως η κλα­σι­κή με­τα­μορ­φώ­νει τον άν­θρω­πο. Ναι, όσο και το σχο­λείο προ­σφέ­ρει αυ­το­μά­τως παι­δεία, και να η μι­κρό­νοια κά­θε με­γά­ρου. Δεν χρεια­ζό­μα­στε το αρι­στούρ­γη­μα (και ποιος θα το κρί­νει άλ­λω­στε;), μα την ατο­μι­κή μας νάρ­κη, αυ­τή που θα διε­γεί­ρει το σει­σμο­γε­νές ρήγ­μα, που με τη σει­ρά του θα προ­κα­λέ­σει τη λυ­τρω­τι­κή κα­το­λί­σθη­ση. Μέ­σα από τα ερεί­πια του πα­λαιού κό­σμου θα ανα­δυ­θούν θραύ­σμα­τα να­ών. Με αυ­τά να χτί­σου­με μια πνευ­μα­τι­κό­τη­τα που να μας αξί­ζει.
    Τα άλ­λα ας εί­ναι για τους νοι­κο­κυ­ραί­ους του θε­ά­μα­τος –χα­λά­λι τους–, για κά­θε βρι­κό­λα­κα του χρό­νου μας, από συμ­φέ­ρον ή από ανοη­σία.

    [Ας στα­θού­με για λί­γο στο ξέ­φω­το.]

    Το αυτεξούσιο

    Εδώ ήρ­θαν τα δύ­σκο­λα. Ιδού, ο κα­νό­νας του προ­σω­πι­κού δρό­μου.
    Η αξία του αυ­τε­ξού­σιου, όπως μας πα­ρα­δό­θη­κε, κρύ­βε­ται στο ότι, επω­μι­ζό­με­νοι ατο­μι­κά την ευ­θύ­νη του δρό­μου, στην πρά­ξη τον κα­τα­σκευά­ζου­με από την αρ­χή, επει­δή εκεί­νη τη στιγ­μή τον έχου­με ήδη ονει­ρευ­τεί. Για­τί δεν υπάρ­χει δεύ­τε­ρος για μας σω­στός στο σύ­μπαν δρό­μος, κι ας εί­πα μό­λις μια ακό­μα «ανα­πό­δει­κτη βε­βαιό­τη­τα».
    Γι’ αυ­τό και η μου­σι­κή ως ιε­ρή, πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά ερ­μη­τι­κή, δεν σου χα­ρί­ζει πα­ρά με­τα­φο­ρές και σύμ­βο­λα (ό,τι πιο ακρι­βό και ακο­νι­σμέ­νο δη­λα­δή), σπα­νί­ως έναν χάρ­τη για να κι­νη­θείς σε μια θά­λασ­σα γε­μά­τη ξέ­ρες και ναυά­για, τη μό­νη όμως με ελ­πί­δα τό­πων ελευ­θε­ρί­ας.

    Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική; {μέρος Β'}

    Διά ταύτα;

    [Προ­σο­χή! Τους βλέ­πω! Έρ­χο­νται οι δια­φη­μι­στές! Μας ανα­κά­λυ­ψαν και στέλ­νουν στην οθό­νη νεύ­μα­τα multiple choice. Τί­πο­τα δεν θα κά­νω εγώ, θα κα­τε­βά­σω από το ρά­φι το σύ­μπαν των πο­λυ­ε­θνι­κών πού να τρέ­χεις τώ­ρα… Κοί­τα τα, απα­στρά­πτο­ντα, και όλα σε κα­λή τι­μή, μι­σή ζωή και πά­λι που­λη­μέ­νη πού ’σαι Άγιε Διο­νύ­σιε και πού ’σαι Άγιε μου Κα­νά­ρη να μας με­τα­λά­βεις; Κι αν εί­ναι να με φά­ει ο λυ­ρι­σμός, ας εί­ναι από τού­τη τη με­ριά.]

    Ο τρό­πος που έχου­με να κι­νη­θού­με σαν Εμείς, γλι­στρώ­ντας πρό­σκαι­ρα από την κα­τά­ρα και την ευ­λο­γία του εγω­τι­σμού, εί­ναι μια όξυν­ση της όρα­σης, της όσφρη­σης και της αφής, μια στά­ση απο­στρο­φής προς την απο­φο­ρά των σκου­πι­διών που κα­τά­κλυ­σαν την αυ­λή μας, και η πρό­θε­ση να ση­κώ­σου­με τα μα­νί­κια μας τώ­ρα αμέ­σως.
    Η ψυ­χο­κι­νη­τι­κή ευ­λο­γία των ήχων υπήρ­ξε το ακο­νι­σμέ­νο δό­ρυ της κά­πο­τε μου­σι­κής. Η κά­θε λέ­σχη, το κά­θε μέ­γα­ρο, η κά­θε λα­μπε­ρή πα­ρά­γκα του λο­γιο­τα­τι­σμού έβγα­λε τον τε­χνί­τη από τη εκ­κλη­σία κι από τη συλ­λο­γι­κή γιορ­τή που ήταν ο πραγ­μα­τι­κός λει­τουρ­γι­κός του χώ­ρος. Αυ­τό πλη­ρώ­νου­με σή­με­ρα, και όχι μό­νον μου­σι­κά, αν με κα­τα­λα­βαί­νε­τε, μα ως δου­λεία απε­χθή στον τρό­πο της μη­χα­νής. Κι ετού­τη η μη­χα­νή δεν εί­ναι πλέ­ον μα­λα­κή.

    Έξοδος

    Μια Ακρο­κό­ριν­θος θα ’ναι οι προ­σπά­θειές μας κι αύ­ριο. Μια Ακρό­πο­λη ιδιω­τι­κή που την κρα­τά­με στην αρι­στε­ρή πα­λά­μη, για να δο­θεί στην ώρα του βαρ­κά­ρη. Για μια με­τά­βα­ση που κά­ποιοι λέ­νε συ­ντε­λε­σμέ­νη. Θα ’χει αξία τη σω­στή στιγ­μή; Θα ’ναι ωραίο το νό­μι­σμα; Ας εί­ναι αυ­τή η μό­νη έγνοια μας.

    [Τώ­ρα που ξέ­φυ­γες απ’ την κα­τά­ρα της τυ­φλό­τη­τας, σου δό­θη­κε η κα­τά­ρα της γνώ­σης. Μα εκεί που έφτα­σες δεν έχει επι­στρο­φή, κι αν φτά­σα­με μα­ζί σε τού­το το ση­μείο, ίσως μι­λά­με ακό­μα την ίδια γλώσ­σα.]

    18 Ια­νουα­ρί­ου 2019

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: