Είναι της μόδας. Και είναι συνυφασμένο με την ευκολία των νέων μέσων. Ο δάσκαλος της μουσικής που ενοικιάζεται στο διαδίκτυο, ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό και να λάβει το οικονομικό αντίστοιχο. (Συνήθως πρόκειται για master classes κάθε βεληνεκούς και γούστου.)
Θεμιτό; Ασφαλώς, εφόσον ζητούμενο παραμένει η διάχυση μιας γνώσης που αρνείται να παραμείνει προνόμιο της μειοψηφίας, και εφόσον δε μιλάμε για το πολύπλοκο και πλούσιο πράγμα που ονομάζεται μάθημα μουσικής. Λέμε μάθημα μουσικής, μα εύκολα γίνεται απ’ τον καθένα η αναγωγή στο όποιο …
Σχόλιο: Το διαδικτυακό μάθημα έχει εισαγάγει έναν νεοπαγή γιγαντισμό του πρωταγωνιστή του καθώς και μια αίσθηση αναντίρρητου σε σχέση με το περιεχόμενό του, αφού εκείνο που ακούγεται αδιαμαρτύρητα από εκατομμύρια αυτιά τείνει να θεωρείται στον παγκόσμιο ιστό θέσφατο. (Να δηλώσω εξ αρχής ότι το να κοιτάς μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα τον τρόπο των άλλων όχι μόνο είναι επιθυμητό μα είναι και απαραίτητο σε μια εποχή που τα πάντα μπορούν να κινηθούν με την ταχύτητα του φωτός, κυριολεκτικά μιλώντας, και να κατακλύσουν το σύμπαν κάθε ενδιαφερόμενου. Όμως υπάρχει κάτι που πρέπει να φορέσουμε σαν προφύλαξη απ’ αυτόν τον καταιγισμό της πληροφορίας, κι αυτό λέγεται Διάκριση. Μιλώντας δε για τα μουσικά πράγματα, πρώτη και τελευταία έγνοια μας θα έπρεπε να είναι η περιφρούρηση της αεί ταλαιπωρούμενης μοναδικότητας.)
Στο περιθώριο μιας τέτοιας σκέψης μπορεί να ανοίξουν δεκάδες επί μέρους θέματα, που στου καθενός την φιλόξενη εστία θα διαλογιζόμασταν επί δεκαετίες πάνω στα συν και στα πλην της ευκολίας των μέσων. Ας μιλήσουμε όμως για τα απολύτως αυτονόητα, τονίζοντας το μόνο αυτονόητο, ότι δηλαδή το αυτονόητο έχει χάσει παντελώς την σημασία του σε χώρους έξω απ’ τις παραδόσεις. Εκεί όπου όλα επιτρέπονται δεν θα βρούμε έναν πλούτο δυνατοτήτων μα τον ευνουχισμό του καίριου, κι αυτό επειδή η ασημαντότητα έχει το προνόμιο να κανονιοβολεί. Όσο πιο ανούσιο αυτό που εκφέρεται, τόσο πιο ανοιχτό το volume του φορέα του. Μέσα σε τέτοια χλαλοή κάθε άξιος άνθρωπος θα γυρίσει την πλάτη του, θα προφυλάξει τα αυτιά και την ψυχή του.
Αυτονόητο, που δεν είναι αυτονόητο, πρώτο: Το καίριο πράγμα που μπορεί να μεταδοθεί, εφόσον μιλάμε για την επικράτεια των τεχνών άρα για την βασιλεία του Άρρητου, είναι … άρρητο. Δηλαδή δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις-φορείς συγκεκριμένη σημασίας, αλλά μπορεί να δηλωθεί «εξ ανακλάσεως», με λέξεις-φορείς γρίφων, που με τη σειρά τους ανακαλούν θραύσματα ξεχασμένων ή μη παραδόσεων, που με τη σειρά τους απλώνουν το χέρι τους στο Πρωταρχικό, στην εκκίνηση των πραγμάτων, ας το πούμε: στο Big Bang του σημαινόμενου.
Στην σκιά του συγκεκριμένου αυτονόητου ανθεί ένα πολύτιμο άνθος που λέγεται «ο μοναδικός τρόπος των δύο», κι αυτοί οι δύο δεν είναι άλλοι απ’ την ιερή δυαδικότητα Δασκάλου-Μαθητή, που ως δυαδικότητα εφευρίσκει τον έναν και μοναδικό τρόπο της να μιλά για τα θέματα που την καίνε, αλλιώς, τον ένα και μοναδικό τρόπο της για να ζει.
Αυτονόητο, που δεν είναι αυτονόητο, δεύτερο: Μιλώντας για το τεχνικό κομμάτι της εκμάθησης, επί παραδείγματι ενός οργάνου, πρέπει να έχει κανείς κατά νου πως η ακραία εκδοχή της επιθυμητής τεχνικής συνίσταται στην απ’ το μηδέν επανεφεύρεση της τεχνικής, σε μια τεχνική δηλαδή που αναιρεί κάθε βεβαιότητά της και που ψάχνει διακαώς τρόπους να μιλήσει με την κατά το δυνατόν αληθοφανέστερη γλώσσα, άρα πρόκειται για μια τεχνική που αναιρεί το παρελθόν της στο όνομα ενός διαυγούς παρόντος όσο κι ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος. Θραύσματα αυτής της οπτικής μπορούν να βρεθούν ενσωματωμένα –να, σαν δώρο από παλαιό τραύμα οβίδας– στον τρόπο που κάποτε οι λαϊκοί οργανοπαίχτες μετέδιδαν το σύμπαν τους στους νεότερους, όχι με τον ψυχαναγκασμό των ωδειακών μαθημάτων, μα με την ελευθερία εκείνου του: «–Να, έτσι γίνεται!» Ο μαθητής, ενστικτωδώς, συνυπολόγιζε το βάρος της δικής του σωματικής και ψυχικής περιουσίας, και πάνω σ’ αυτόν τον καθαρό καμβά ζωγράφιζε αυτό που «έβλεπε» απ’ τον δάσκαλο. Κι ο δάσκαλος ήταν εκεί με την σοφία του για να «διορθώσει» κάθε καίριο παραστράτημα και μόνον αυτό. Για τα υπόλοιπα μιλούσε η φύση, και η εμπιστοσύνη στην αγέννητη ακόμα σοφία του μαθητή, στην πολύτιμη εκείνη νέα ζωή που με τη σειρά της χάραζε από μέσα το αυγό της διάρκειας. Ο δάσκαλος ακόμα κι αν κάποτε έβριζε, νοιαζόταν για τον μαθητή. Στις ωραιότερες περιπτώσεις μάλιστα, η βρισιά θα ακουμπούσε την ασχήμια της σε ένα ανώτερο σχέδιο, και θα γινόταν έτσι αντικείμενο νοσταλγίας στην μελλοντική μνήμη και των δύο.