Η απαξίωση της αύρας ή Δάσκαλος δίχως ιδιότητες

Η απαξίωση της αύρας  ή  Δάσκαλος δίχως ιδιότητες

Εί­ναι της μό­δας. Και εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νο με την ευ­κο­λία των νέ­ων μέ­σων. Ο δά­σκα­λος της μου­σι­κής που ενοι­κιά­ζε­ται στο δια­δί­κτυο, ώστε να προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του σε όσο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρο κοι­νό και να λά­βει το οι­κο­νο­μι­κό αντί­στοι­χο. (Συ­νή­θως πρό­κει­ται για master classes κά­θε βε­λη­νε­κούς και γού­στου.)
Θε­μι­τό; Ασφα­λώς, εφό­σον ζη­τού­με­νο πα­ρα­μέ­νει η διά­χυ­ση μιας γνώ­σης που αρ­νεί­ται να πα­ρα­μεί­νει προ­νό­μιο της μειο­ψη­φί­ας, και εφό­σον δε μι­λά­με για το πο­λύ­πλο­κο και πλού­σιο πράγ­μα που ονο­μά­ζε­ται μά­θη­μα μου­σι­κής. Λέ­με μά­θη­μα μου­σι­κής, μα εύ­κο­λα γί­νε­ται απ’ τον κα­θέ­να η ανα­γω­γή στο όποιο …

Σχό­λιο: Το δια­δι­κτυα­κό μά­θη­μα έχει ει­σα­γά­γει έναν νε­ο­πα­γή γι­γα­ντι­σμό του πρω­τα­γω­νι­στή του κα­θώς και μια αί­σθη­ση ανα­ντίρ­ρη­του σε σχέ­ση με το πε­ριε­χό­με­νό του, αφού εκεί­νο που ακού­γε­ται αδια­μαρ­τύ­ρη­τα από εκα­τομ­μύ­ρια αυ­τιά τεί­νει να θε­ω­ρεί­ται στον πα­γκό­σμιο ιστό θέ­σφα­το. (Να δη­λώ­σω εξ αρ­χής ότι το να κοι­τάς μέ­σα απ’ την κλει­δα­ρό­τρυ­πα τον τρό­πο των άλ­λων όχι μό­νο εί­ναι επι­θυ­μη­τό μα εί­ναι και απα­ραί­τη­το σε μια επο­χή που τα πά­ντα μπο­ρούν να κι­νη­θούν με την τα­χύ­τη­τα του φω­τός, κυ­ριο­λε­κτι­κά μι­λώ­ντας, και να κα­τα­κλύ­σουν το σύ­μπαν κά­θε εν­δια­φε­ρό­με­νου. Όμως υπάρ­χει κά­τι που πρέ­πει να φο­ρέ­σου­με σαν προ­φύ­λα­ξη απ’ αυ­τόν τον κα­ται­γι­σμό της πλη­ρο­φο­ρί­ας, κι αυ­τό λέ­γε­ται Διά­κρι­ση. Μι­λώ­ντας δε για τα μου­σι­κά πράγ­μα­τα, πρώ­τη και τε­λευ­ταία έγνοια μας θα έπρε­πε να εί­ναι η πε­ρι­φρού­ρη­ση της αεί τα­λαι­πω­ρού­με­νης μο­να­δι­κό­τη­τας.)
Στο πε­ρι­θώ­ριο μιας τέ­τοιας σκέ­ψης μπο­ρεί να ανοί­ξουν δε­κά­δες επί μέ­ρους θέ­μα­τα, που στου κα­θε­νός την φι­λό­ξε­νη εστία θα δια­λο­γι­ζό­μα­σταν επί δε­κα­ε­τί­ες πά­νω στα συν και στα πλην της ευ­κο­λί­ας των μέ­σων. Ας μι­λή­σου­με όμως για τα απο­λύ­τως αυ­το­νό­η­τα, το­νί­ζο­ντας το μό­νο αυ­το­νό­η­το, ότι δη­λα­δή το αυ­το­νό­η­το έχει χά­σει πα­ντε­λώς την ση­μα­σία του σε χώ­ρους έξω απ’ τις πα­ρα­δό­σεις. Εκεί όπου όλα επι­τρέ­πο­νται δεν θα βρού­με έναν πλού­το δυ­να­το­τή­των μα τον ευ­νου­χι­σμό του καί­ριου, κι αυ­τό επει­δή η αση­μα­ντό­τη­τα έχει το προ­νό­μιο να κα­νο­νιο­βο­λεί. Όσο πιο ανού­σιο αυ­τό που εκ­φέ­ρε­ται, τό­σο πιο ανοι­χτό το volume του φο­ρέα του. Μέ­σα σε τέ­τοια χλα­λοή κά­θε άξιος άν­θρω­πος θα γυ­ρί­σει την πλά­τη του, θα προ­φυ­λά­ξει τα αυ­τιά και την ψυ­χή του.

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, πρώ­το: Το καί­ριο πράγ­μα που μπο­ρεί να με­τα­δο­θεί, εφό­σον μι­λά­με για την επι­κρά­τεια των τε­χνών άρα για την βα­σι­λεία του Άρ­ρη­του, εί­ναι … άρ­ρη­το. Δη­λα­δή δεν μπο­ρεί να ει­πω­θεί με λέ­ξεις-φο­ρείς συ­γκε­κρι­μέ­νη ση­μα­σί­ας, αλ­λά μπο­ρεί να δη­λω­θεί «εξ ανα­κλά­σε­ως», με λέ­ξεις-φο­ρείς γρί­φων, που με τη σει­ρά τους ανα­κα­λούν θραύ­σμα­τα ξε­χα­σμέ­νων ή μη πα­ρα­δό­σε­ων, που με τη σει­ρά τους απλώ­νουν το χέ­ρι τους στο Πρω­ταρ­χι­κό, στην εκ­κί­νη­ση των πραγ­μά­των, ας το πού­με: στο Big Bang του ση­μαι­νό­με­νου.
Στην σκιά του συ­γκε­κρι­μέ­νου αυ­το­νό­η­του αν­θεί ένα πο­λύ­τι­μο άν­θος που λέ­γε­ται «ο μο­να­δι­κός τρό­πος των δύο», κι αυ­τοί οι δύο δεν εί­ναι άλ­λοι απ’ την ιε­ρή δυα­δι­κό­τη­τα Δα­σκά­λου-Μα­θη­τή, που ως δυα­δι­κό­τη­τα εφευ­ρί­σκει τον έναν και μο­να­δι­κό τρό­πο της να μι­λά για τα θέ­μα­τα που την καί­νε, αλ­λιώς, τον ένα και μο­να­δι­κό τρό­πο της για να ζει.

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, δεύ­τε­ρο: Μι­λώ­ντας για το τε­χνι­κό κομ­μά­τι της εκ­μά­θη­σης, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι ενός ορ­γά­νου, πρέ­πει να έχει κα­νείς κα­τά νου πως η ακραία εκ­δο­χή της επι­θυ­μη­τής τε­χνι­κής συ­νί­στα­ται στην απ’ το μη­δέν επα­νε­φεύ­ρε­ση της τε­χνι­κής, σε μια τε­χνι­κή δη­λα­δή που αναι­ρεί κά­θε βε­βαιό­τη­τά της και που ψά­χνει δια­κα­ώς τρό­πους να μι­λή­σει με την κα­τά το δυ­να­τόν αλη­θο­φα­νέ­στε­ρη γλώσ­σα, άρα πρό­κει­ται για μια τε­χνι­κή που αναι­ρεί το πα­ρελ­θόν της στο όνο­μα ενός διαυ­γούς πα­ρό­ντος όσο κι ενός ελ­πι­δο­φό­ρου μέλ­λο­ντος. Θραύ­σμα­τα αυ­τής της οπτι­κής μπο­ρούν να βρε­θούν εν­σω­μα­τω­μέ­να –να, σαν δώ­ρο από πα­λαιό τραύ­μα οβί­δας– στον τρό­πο που κά­πο­τε οι λαϊ­κοί ορ­γα­νο­παί­χτες με­τέ­δι­δαν το σύ­μπαν τους στους νε­ό­τε­ρους, όχι με τον ψυ­χα­να­γκα­σμό των ωδεια­κών μα­θη­μά­των, μα με την ελευ­θε­ρία εκεί­νου του: «–Να, έτσι γί­νε­ται!» Ο μα­θη­τής, εν­στι­κτω­δώς, συ­νυ­πο­λό­γι­ζε το βά­ρος της δι­κής του σω­μα­τι­κής και ψυ­χι­κής πε­ριου­σί­ας, και πά­νω σ’ αυ­τόν τον κα­θα­ρό καμ­βά ζω­γρά­φι­ζε αυ­τό που «έβλε­πε» απ’ τον δά­σκα­λο. Κι ο δά­σκα­λος ήταν εκεί με την σο­φία του για να «διορ­θώ­σει» κά­θε καί­ριο πα­ρα­στρά­τη­μα και μό­νον αυ­τό. Για τα υπό­λοι­πα μι­λού­σε η φύ­ση, και η εμπι­στο­σύ­νη στην αγέν­νη­τη ακό­μα σο­φία του μα­θη­τή, στην πο­λύ­τι­μη εκεί­νη νέα ζωή που με τη σει­ρά της χά­ρα­ζε από μέ­σα το αυ­γό της διάρ­κειας. Ο δά­σκα­λος ακό­μα κι αν κά­πο­τε έβρι­ζε, νοια­ζό­ταν για τον μα­θη­τή. Στις ωραιό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις μά­λι­στα, η βρι­σιά θα ακου­μπού­σε την ασχή­μια της σε ένα ανώ­τε­ρο σχέ­διο, και θα γι­νό­ταν έτσι αντι­κεί­με­νο νο­σταλ­γί­ας στην μελ­λο­ντι­κή μνή­μη και των δύο.

Και, θα μου πείτε τότε, τι είναι εκείνο που κρατά ενθουσιασμένο τον λαθραναγνώστη της διαδικτυακής κλειδαρότρυπας; Απαντώ: Το πιο φτωχό κομμάτι του μαθήματος, αυτό που απευθύνεται στην επιδερμίδα της αντίληψης, εκείνο που διαπράττει ύβρη επιχειρώντας να διαβεί τον ποταμό σέρνοντας τα νευρικά του βήματα πάνω απ’ την μία και μόνη πεπλατισμένη –εν προκειμένω– γέφυρα της λογικής.

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, τρί­το: Η ρί­ζα αν­θί­στα­ται στο ομοιο­γε­νές της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Ακό­μα και στην μου­σι­κή, όπου υπο­τί­θε­ται πως μι­λά­με για μια κοι­νή στους πο­λι­τι­σμούς γλώσ­σα, το μό­νο πα­γκό­σμιο που μπο­ρεί κα­νείς να ανι­χνεύ­σει εί­ναι οι δια­χύ­σεις της μιας πα­ρά­δο­σης μέ­σα στην άλ­λη, και μά­λι­στα –συ­νή­θως– των λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κών στοι­χεί­ων των πα­ρα­δό­σε­ων, εκεί­νων των χο­ντρο­κομ­μέ­νων που συ­γκρα­τεί η κρη­σά­ρα του γε­νι­κώς απο­δε­κτού. Μια Εσπε­ρά­ντο –ας εί­ναι και μου­σι­κή– δεν παύ­ει να εί­ναι ένας Προ­κρού­στης με ρού­χα τρα­βε­στί.

Πάω να πω: Ο δά­σκα­λος που δεν έχει τις ρί­ζες του στην ίδια με σέ­να πα­ρά­δο­ση, χά­νει το πιο διεισ­δυ­τι­κό ερ­γα­λείο της σχέ­σης δα­σκά­λου-μα­θη­τή, που εί­ναι ο κοι­νός αρ­χαί­ος τ(ρ)όπος. Την «εκεί, έξω» και την «εκεί, τό­τε» ανα­φο­ρά και των δύο, πο­τι­σμέ­νες από χι­λιε­τί­ες ιδρώ­τα της ψυ­χής εκα­τομ­μυ­ρί­ων συγ­γε­νών. Μου­σι­κή και μου­σι­κός χω­ρίς αυ­τούς τους συγ­γε­νείς εί­ναι ένα άχρη­στο λο­γι­σμι­κό, που ανα­πα­ρά­γει ανα­πα­ρα­γω­γές χρό­νου νε­κρού, κλω­νο­ποιεί μου­μιο­ποι­η­μέ­να σχή­μα­τα, αντί να γεν­νά παι­διά σπαρ­μέ­να στην διάρ­κεια μιας ανα­ντίρ­ρη­τα ερω­τι­κής μέ­θε­ξης κα­τ’ ευ­θεί­αν μέ­σα στην παλ­λό­με­νη μή­τρα του πρω­το­γε­νούς.

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, τέ­ταρ­το: Η πει­θώ της μου­σι­κής έγκει­ται εν πολ­λοίς στην ευ­λο­γία της να μι­λά μέ­σα από παλ­λό­με­να νοη­μά­των σώ­μα­τα. Η θερ­μο­κρα­σία του σώ­μα­τος του μου­σι­κού που επι­τε­λεί την ιε­ρή νύ­ξη στην χορ­δή ή που χτυ­πά τη μεμ­βρά­νη του τυ­μπά­νου ή που πιέ­ζει με τα πνευ­μό­νια του τον αέ­ρα μέ­σα στο σώ­μα ενός αε­ρό­φω­νου, εί­ναι η αντί­στοι­χη του μά­γου της φυ­λής που επι­τε­λεί την κά­θε φο­ρά κο­ρυ­φαία τε­λε­τουρ­γία, του ιε­ρέα που όταν πε­ρι­φέ­ρει τα Σα εκ των Σων, ση­κώ­νει κά­τι απεί­ρως με­γα­λύ­τε­ρο και μα­κρι­νό­τε­ρο από σκα­λι­στά μέ­ταλ­λα και υφά­σμα­τα.
Κα­τ’ αντι­στοι­χί­αν, η λέ­ξη που λέ­γε­ται κι ο ήχος που πα­ρά­γε­ται, χω­ρίς την «επε­ξη­γη­μα­τι­κή» συ­μπα­ρου­σία της θερ­μο­κρα­σί­ας και της αύ­ρας του σώ­μα­τος του δα­σκά­λου-εκτε­λε­στή, στε­ρού­νται το κυ­ρί­ως οπλο­στά­σιό τους.
Και, θα μου πεί­τε τό­τε, τι εί­ναι εκεί­νο που κρα­τά εν­θου­σια­σμέ­νο τον λα­θρα­να­γνώ­στη της δια­δι­κτυα­κής κλει­δα­ρό­τρυ­πας; Απα­ντώ: Το πιο φτω­χό κομ­μά­τι του μα­θή­μα­τος, αυ­τό που απευ­θύ­νε­ται στην επι­δερ­μί­δα της αντί­λη­ψης, εκεί­νο που δια­πράτ­τει ύβρη επι­χει­ρώ­ντας να δια­βεί τον πο­τα­μό σέρ­νο­ντας τα νευ­ρι­κά του βή­μα­τα πά­νω απ’ την μία και μό­νη πε­πλα­τι­σμέ­νη –εν προ­κει­μέ­νω– γέ­φυ­ρα της λο­γι­κής. Θυ­μί­ζω πως το μυ­στή­ριο κά­θε ασή­μα­ντης κερ­κό­πορ­τας που διαρ­ρη­γνύ­ε­ται, εί­ναι εκεί­νο που μες στους αιώ­νες κα­τα­λύ­ει κι απο­κα­λύ­πτει τις πλέ­ον απα­στρά­πτου­σες πό­λεις.

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, πέμ­πτο: Οι Ανα­το­λί­τες, προ­κει­μέ­νου να μά­θουν ένα όρ­γα­νο, πή­γαι­ναν στον Δά­σκα­λο, και ζού­σαν μέ­σα στο σπί­τι του, εί­τε κο­ντά σε αυ­τό, ώστε να πά­ρουν κά­τι απ’ την αύ­ρα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς του, η οποία πα­ρέ­με­νε ο πιο εύ­γλωτ­τος προ­δό­της της τε­χνι­κής του. Οι γλά­στρες γύ­ρω απ’ το σπί­τι, ο τρό­πος που η βρο­χή μουρ­μού­ρι­ζε στη στέ­γη, η πρω­ι­νή λια­κά­δα κι οι πα­γω­μέ­νες νύ­χτες, ο ήχος του αγρού που ξυ­πνά με όλα του τα που­λιά και όλα του τα σκου­λή­κια, έλε­γαν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα για την τε­χνι­κή, απ’ ότι το ίδιο το παί­ξι­μο του δα­σκά­λου. Με­τά από χρό­νια συ­γκα­τοί­κη­σης –τις πιο πολ­λές φο­ρές με­τά από έτη και έτη υπη­ρε­σί­ας προς τον δά­σκα­λο– ο μα­θη­τής εθε­ω­ρεί­το έτοι­μος –κι αυ­τό με τις σχε­τι­κές επι­φυ­λά­ξεις– να ακού­σει τους ήχους του δα­σκά­λου χω­ρίς να τους πα­ρε­ξη­γή­σει ως τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γί­ες ενός κοι­νού απα­τε­ώ­να. Τό­τε και μό­νο τό­τε χρί­ζο­νταν άξιος να φέ­ρει το μυ­στι­κό, όχι μο­να­χά του δα­σκά­λου, μα του συ­νό­λου των προ­πα­τό­ρων, σαν φλό­γα με­τα­λα­μπα­δευό­με­νη σε φρε­σκο­χυ­μέ­νο κε­ρί, που θα δια­τη­ρού­σε τα μυ­στι­κά πε­ντα­κά­θα­ρα ως την επό­με­νη με­τα­λα­μπά­δευ­ση. Τί­πο­τα δεν θα πή­γαι­νε χα­μέ­νο.

Το ηλε­κτρο­νι­κό μέ­σο, ασφα­λώς, πε­ρί άλ­λα τυρ­βά­ζει.

[Και άλ­λα πολ­λά αυ­το­νό­η­τα που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­τα …]

Έτσι:

Αυ­το­νό­η­το, που δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το, ν: Κά­θε μα­θη­τής αξί­ζει τον δά­σκα­λό του.

13 Φε­βρουα­ρί­ου 2019

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: