Οδυσσέας Ελύτης: «Ευάδνη», 1979)
Σολωμικά υφάδια και ραφές στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη
——— ≈ ———
Δεν θα περίμενε κανείς να δημοσιεύσει ο Οδυσσέας Ελύτης μετά από μισό αιώνα ποιητικών εξορύξεων Τα ελεγεία της Οξώπετρας για να αντιληφθεί τη συγγένειά του με τον εθνικό μας ποιητή στο εμβληματικό ποίημα «Σολωμού συντριβή και δέος», όπου ο Οδυσσέας καθρεφτίζεται στον Διονύσιο. Γιατί ήδη μέχρι τότε στο έργο του υπάρχουν διάσπαρτες εστίες αναφοράς στον Σολωμό· και ίσως να έχει γίνει η ανάλογη διατριβή ή μέλλει να γίνει. Αφού μόνο μια τέτοια εργασία θα μπορούσε να ανιχνεύσει τα σημεία τριβής και ανάφλεξης ανάμεσα στον πρόγονο και στον απόγονο. Τις σημαντικές συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ των δύο. Πέρα από τις ρητές αναφορές, μια από τις οποίες έχει λάβει τη μορφή κελεύσματος: «όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό…» και έχει ξεχωρίσει από το σώμα του έργου, πολλά ποιήματα και στίχοι του Ελύτη έχουν υφανθεί στον ιστό της Σολωμικής ποίησης με τρόπο έμμεσο και άρρητο. Και μάλιστα εκείνης της πλευράς της, της λιγότερο σκοτεινής. Όχι τόσο εκείνη του «Πόρφυρα» και του «Λάμπρου» αλλά μάλλον εκείνη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Ωστόσο από τον «Λάμπρο» έχει κρατήσει μιαν υπόμνηση στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Η εγγραφή «Κυριακή (Πάσχα) 26» είναι νομίζω μια αντιστικτική εγγραφή της «Ημέρας της Λαμπρής», σε έναν λιγότερο δοξαστικό τόνο από εκείνη του Σολωμού, την ώρα που η εγγραφή «Κυριακή (Πάσχα) 26β» είναι ένα ασμάτιον αφιερωμένο στον ισόθεο Ανδρέα Κάλβο. Έτσι στο προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή η ημέρα της Ανάστασης είναι αφιερωμένη στους δύο ποιητικούς προγόνους.
Όλες όμως οι Σολωμικές φόδρες στο έργο του Ελύτη βασίζονται σε μια ιδιαίτερη εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στους δύο και όχι σε οποιαδήποτε απλώς θαυμαστική έλξη του δεύτερου προς τον πρώτο. Με μια μάλιστα παράδοξη αντιστροφή θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για έλξη του πρώτου προς τον δεύτερο, ακόμη κι αν αυτή είναι της τάξης του αδυνάτου, για να υπογραμμιστεί η πέραν των ιστορικών αναγωγών συγγενική τάξη, όπου ο πρόγονος ομοιάζει του απογόνου. Αυτή η εκλεκτική συγγένεια οδηγείται από την τάξη του ιδεώδους. Γιατί αυτή είναι η κοινή τους ύφανση: τα στημόνια του ιδεώδους. Αυτά δίνουν τη βάση στη μία ποίηση και στην άλλη. Και πέρα από αυτήν αρχίζουν να διακλαδίζονται η κάθε μία σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Μερικά στημόνια από τον Ελύτη: «Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.» «Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω» «Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω από τα βάραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.» «Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!» «Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια». Η βάση λοιπόν είναι το ιδεώδες, τα ιδεώδη για το ζειν, το πώς θα όφειλε να είναι η ζωή, η οποία συνήθως απέχει πολύ από το πώς είναι. Και παραμένει το ερώτημα εάν ο Ελύτης καθρέφτισε στον Σολωμό τα δικά του ιδεώδη ή τα «έφτιαξε» από αυτά. Εφόσον τα ιδεώδη μέσα στον καθένα «ορίζονται» πολύ πριν να είχε μεταλάβει ο μικρός Οδυσσέας στάλα από Σολωμό, μπορούμε μάλλον να μιλήσουμε για μια εκ νέου συνάντηση όσων ήδη έφερε κατά την ανάγνωση του Σολωμικού σώματος. Έτσι εκεί σαν να επιβεβαίωσε και να εμπέδωσε, να εμβάθυνε τα ιδεώδη του στην ίδια αυτή περιοχή. Και στην ουσία το ποίημα «Σολωμού συντριβή και δέος» δεν είναι παρά το απείκασμα αυτής της συνάντησης, στον βαθμό που πήρε τον χαρακτήρα μιας ποιητικής ταύτισης.
Επειδή κάλλιστα θα μπορούσε το όνομα Σολωμός στον τίτλο του ποιήματος να αντικατασταθεί από το όνομα Ελύτης και να έχουμε έτσι τη συντριβή και το δέος κάθε ποιητή και του Ποιητή. Κάθε ποιητή στο όνομα αυτών των δύο. Γιατί, χωρίς να μπορώ να δώσω εξήγηση, η αρχή του ποιήματος μου δίνει την εντύπωση ενός δύσβατου ξημερώματος που έζησε ο Ελύτης από τους πάνω ορόφους του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, την περίοδο που νοσηλεύθηκε εκεί προς το τέλος της ζωής του, προτού όμως δημοσιεύσει τα «Ελεγεία». Και το πιο πιθανόν είναι ότι πρόκειται για προβολή της ανάγνωσής μου, μέσω προσωπικών φοιτητικών περασμάτων από τους διαδρόμους και τους θαλάμους του μεγάλου θεραπευτηρίου, όπου «του μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το μαρμαράκι» είναι το περβάζι από το οποίο ο ποιητής αντικρίζει την πόλη των Αθηνών ύστερα από «τέτοιας νύχτας την αγρύπνια». Η οποία αμέσως μετά γίνεται γνώριμη και για τους δύο συνομιλητές, το ποίημα είναι μια συνομιλία, «πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού τις πλάκες». Συντονίζονται η αγρύπνια της αρρώστιας, η αγρύπνια της πολιορκίας (ο θάνατος είναι κι εδώ ο μέγας πολιορκητής), η αγρύπνια της γραφής πάνω από τη λευκή σελίδα. Και ίσως εκείνη η αγρύπνια να αχολογεί από εκείνες που μέσα στον εφιάλτη έζησε παλεύοντας για τη ζωή του ενάντια στον τύφο, σε ένα άλλο νοσοκομείο, των Ιωαννίνων τον καιρό του πολέμου. Όμως από τη μία εποχή στην άλλη, από τις αλλεπάλληλες στιγμές, από τις αντίστοιχες αγωνίες ξεκορμίζει: «Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα / Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή.» Γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι πως ο ποιητής κρατιέται και στηρίζεται από εκείνον τον Άλλο, τον Ποιητή κατ’ εξοχήν, που γίνεται «μέσα του δεύτερη ψυχή» και μεταστοιχειώνεται στο σαρκωμένο φάσμα της. Αυτό παραστέκει, αυτό σκέπει αλλά και σκιάζει, με τη διπλή έννοια της σκιάς και του τρόμου.
«Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός / Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα». Πάλι το γινόμενο. Τη μια γίνεται δεύτερη ψυχή το καμένο πρόσωπο, την άλλη ουρανός η σκέψη. Αντικρούονται το ένα με το άλλο, γιατί ενώ το πρόσωπο έστω καμένο στην αντηλιά της λαλιάς γίνεται δεύτερη ψυχή στηρικτική, η σκέψη του Σολωμού γίνεται ουρανός που σκέπει αλλά συγχρόνως καίει και όλα τα χειρόγραφα του Ελύτη. Κι εδώ τα αντικρουόμενα απηχούν τον τίτλο: συντριβή και δέος. Και συνεχίζει στην πράξη της αντιπαλότητας και της σύγκρουσης υπέρ του αφανισμού του απογόνου που εκπίπτει σε επίγονο. Γιατί η στηρικτική ψυχή δείχνει εδώ την άλλη όψη της: «Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου / Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει». Εδώ η σύγκρουση, η ποιητική, παίρνει χαρακτήρα φόνου, σπαραγμού και αφανισμού. Για ένα αποτέλεσμα υπέρ του προγόνου και εναντίον του απογόνου. «Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω». Η ανελέητη, αλλά σχεδόν αναπόφευκτη, σύγκρουση με εκείνον που στήριξε για να διαμορφώσει και από τον οποίο ζητάει πια να απελευθερωθεί ο διαμορφωμένος ποιητής οδηγείται σε μια επιθυμητή ήττα από τον νεώτερο να ξαναγίνει «άγνωστος». Τι σημαίνει αυτό αν όχι να γυρίσει στην φοβερή ανωνυμία θανάτου. Να χάσει το όνομα που πάσχισε να γράψει με το έργο καταργώντας έτσι αυτό που ο θάνατος επιφέρει, σε μια μάταιη κι απέλπιδα επιχείρηση των ανθρώπων να κατακυρωθούν όταν δεν θα είναι πια. Από το πριν άγνωστο στο μετά, από τον πριν άγνωστο στον μετά. Για να επικυρώσει, ο Ελύτης, το τέλος αυτής της μάχης με μια εικόνα που φέρνει ένα από τα κυρίαρχα σύμβολα της ποίησής του σε μια από τις πιο αρνητικές τους συνδηλώσεις και να πάρει τέλος, φυσικό τέλος, αυτή η ποιητική μάχη μεταξύ του προγόνου και του απογόνου. «Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου / Σφάδαζα / μ’ αποτελείωνε.»
Η νόσος, η πολιορκία της, η διαρκής αμφιθυμική εντέλει σχέση με τον ποιητικό πρόγονο οδηγούνται σε μία Προμηθεϊκή σύγκρουση του ανθρώπου με την ίδια την πηγή της ζωής και της φωτιάς. Γιατί αυτό που δίνει ζωή συνάμα καίει. Δίνει και θάνατο. Και γιατί ο πρόγονος παίρνει θεϊκές διαστάσεις. «Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός»: το χάρισμα είναι εκ Θεού, η λαλιά είναι η χρυσή πατίνα του Θεού. Και «ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας / Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές». Εδώ ο νους υπό την επιρροή του θυμικού των θεών μετατρέπεται σε Φύση, σε αυτό που κατοικεί ο άνθρωπος ενώ κατοικείται από αυτό, όντας μέρος του ίδιου φυσικού. Και μάλιστα «περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές»: και πάλι η φωτιά της αστραπής προϊόν θεϊκού θυμού. Εκείνης που ο απόγονος, με τη χάρη του προγόνου προικισμένος, μπόρεσε να δει και να ρίξει ένα βλέφαρο στο «Ακοίταχτο». Αυτό από το οποίο «ο λέων περνάει σαν ήλιος». Και το φυσικό πέρασμα από τον ήλιο λέοντα στον λέοντα ήλιο. Αφού όμως, δηλωμένο πιο πολύ δεν γίνεται για το τι επιχειρεί να αποτυπώσει ο ποιητής, αυτά είναι «που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ’ / Αδύνατον.» Γι’ αυτό το αδύνατον γίνονται όλα, για να στριμωχτεί να περιοριστεί αυτό ακριβώς το αδύνατον: να διασωθούν όσα είναι να διασωθούν στα γραφτά.
Ο Σολωμός εδώ προβάλλει ως ιδεώδες του Ελύτη, όχι επειδή όπως αλλού χρησιμοποιεί ένα Σολωμικό ποιητικό θραύσμα ως πλοηγό σε ένα ποίημά του, αλλά ως αυτό το οποίο προσπαθεί να φτάσει, εκείνο στο οποίο προσβλέπει ποιητικά. Εκείνο με το οποίο βρίσκεται εντέλει σε ανταγωνισμό. Είναι το Άπιαστο από το οποίο επιχειρεί να πιαστεί για ν’ ανέβει, για να υψωθεί, «το Ακοίταχτο». Μόνο που και αυτό ο ίδιος το συνδέει με το θεϊκό, με ό,τι πιο άπιαστο υπάρχει για το ανθρώπινο και μαζί η πίσω από αυτό καιροφυλαχτεί, για τον Ελύτη πάντα, η Φύσις. Εντέλει ο ποιητής ως δημιουργός βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον Δημιουργό, αλλά υποτάσσεται εντέλει σε Αυτόν, αφού καρφωμένος από την λόγχη του ήλιου σφαδάζει, υπό το κράτος του πλέον ισχυρού της Φύσης, του παντοκράτορα ήλιου, μιας παντοδύναμης θεότητας δίχως άλλο με την οποία ταυτίζεται, αφού η ίδια μπορεί να κρύβεται μέσα στο Άγνωστο στο οποίο επιθυμεί να επιστρέψει. Μια σειρά από αντινομίες κυριεύουν το ποίημα, μια σειρά από αντιθετικούς δεσμούς, επιθυμητούς και απωθητικούς, κυριεύουν τον ποιητή στη συντριπτική συνάντησή του με τον Ποιητή, πρόγονο και Θεό.
Αφού τελικά πίσω από τον Σολωμό με τη δική του συντριβή (θα μπορούσε να είναι τα συντρίμμια των εμβληματικών στίχων που δεν κατάφεραν να αρθρωθούν σε σύνολο), πίσω από τον Ελύτη και τη δική συντριβή αναδύεται το δέος για τον Δημιουργό, αυτόν που εποίησε τον κόσμο. Ο ποιητής αντιμετωπίζει από την πλευρά του δικού του κόσμου, πλήρης συντριβής και δέους, τον κόσμο που γύρω του υπάρχει και επιχειρώντας να τον αποτυπώσει ποιητικά αντιλαμβάνεται ότι ακόμα κι αν η αποτύπωση κατορθώσει να είναι επιτυχής στο όνομα του προγόνου, παραμένει μια αποτυχία απέναντι στον Δημιουργό. Η συντριβή και το δέος του ποιητή είναι απέναντι στον κόσμο, στον φυσικό κόσμο και τη δημιουργία του. Και απέναντι σε αυτό καμιά ποίηση δεν μπορεί να σταθεί εκτός και αν όπως αλλού και επαναληπτικά επιμένει ο Ελύτης «Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής.» και «Ω ναι, μια σκέψη για να είναι πραγματικά υγιής –άσχετο σε τι αναφέρεται– πρέπει ν’ αντέχει στο ύπαιθρο.» Τι άλλο άραγε να είναι αυτή η σχέση της λέξης με το πράγμα και της σκέψης με το ύπαιθρο από την κοινή σύλληψη φυσικής και ποιητικής δημιουργίας αλλά και την αντιπαράθεσή τους. Το πώς η ποίηση ως δημιουργία για τον Ελύτη έχει ως αντίπαλο δέος της τη Δημιουργία και μόνον. Και το βασικό της διακύβευμα βρίσκεται εντέλει στην ακόλουθη προστακτική: «Μάθε να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα».