«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

Θεόδωρος Παπαγιάννης: «Το Αιγαίο» (Α πλευρά)

——— ≈ ———

Όσο και αν φαίνεται προβλέψιμος ο τίτλος, όσο και αν έχει χρησιμοποιηθεί ο στίχος, η σχέση του μεγάλου ποιητή με τον μεγάλο πρόγονο διηγηματογράφο είναι πολύ ευρύτερη και συνιστά διά βίου προτροπή, όπως μνημειώθηκε στο εμβληματικό έργο του Το Άξιον Εστί. Η ανάγκη στην οποία ανταποκρίνεται αυτή η προτροπή δεν εξαντλείται σε μια στιγμή, αλλά παραμένει ες αεί, εντολή στις μέλλουσες γενιές, όπως ο ρηματικός τύπος υποδηλώνει —μνημονεύετε— σε χρόνο ενεστώτα διαρκείας.
Η παρούσα μελέτη αφορά τον δεύτερο στίχο[1]

και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

εφέτος, 100 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και 100 από την γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη.

Ας υπολογίσουμε και το συγκείμενο: ο Παπαδιαμάντης τοποθετείται πλάι στον Διονύσιο Σολωμό.

    Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
        μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
                            Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
                        
    με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

Το κοινό χαρακτηριστικό και των δύο λογοτεχνών μας είναι η  λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα. Με άλλα λόγια είναι η αλήθειά τους, πάνω στη οποία στηρίζεται η ελληνικότητά τους. Όσο για το πρόσωπο του μαρτυρίου ο ποιητής σ’ αυτό το πρόσωπο είδε την ηρωίδα της ποίησής του, την Ελλάδα· το πρόσωπο του μαρτυρίου και το βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

Και ακόμα μία που αφορά και τους δύο μεγάλους προγόνους:

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
Φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές.


Συνήθως λέμε από το Ιόνιο και από το Αιγαίο… Γιατί όχι από τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, αφού τόσο συχνή είναι η αναφορά του και στους δύο ;
Ο Ελύτης γεννήθηκε το 1911, την ίδια χρονιά που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γινόταν «χωρικός του απέραντου γαλάζιου». Αναχωρητής ο ένας και Ερχόμενος ο άλλος. Η φύση που απεχθάνεται τα κενά, φρόντιζε το κενό του Θανάτου του Παπαδιαμάντη, να το καλύψει με το βρέφος το Ερχόμενο του Ελύτη. Και η συγκυρία δεν είναι απλώς υλική, αλλά μεγάλης περιεκτικότητας, αφού ο ερχόμενος έρχεται πλησίστιος παπαδιαμαντικής ουσίας.

Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να δει την εξέλιξη του Οδυσσέα, ο Οδυσσέας όμως δεν ξέχασε ποτέ τον Αλέξανδρο. Αρχικά, ξεφεύγοντας από τα κοινότοπα κλισέ και την αγιοσύνη του μεγάλου πεζογράφου διέκρινε και φώτισε άλλες πτυχές του έργου και της προσωπικότητάς του, σχεδόν αμελημένες, δίνοντας έναυσμα για περαιτέρω μελέτες. Ο ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, πέρα από το καθαρό βιβλίο αναφοράς —Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη—η[2] ανιχνεύεται παντού και ως σολωμικός (που δεν είναι της ώρας) και ως παπαδιαμαντικός (που είναι). Ο πεζογράφος χρίζεται μύστης της ελληνικής φύσης, όπως και ο ποιητής, και οι δύο σαν σε διαφάνεια, προβάλλονται, πρόγονος και απόγονος. Και οι δύο αναζητούν, κατά το ζητεῖτε και εὑρήσετε, και βρίσκουν τον Θεό ή τη Φύση ή τα απλά πράγματα και, κυρίως, τη μαγεία τους, πέρα από το περίγραμμά τους, φανερό ή νοητό. Σ’ αυτά όλα που θα ονομάζαμε πλαίσιο εμπεριέχεται και ο άνθρωπος. Η γη παράδεισος με ό,τι ένας παράδεισος περιέχει.
Για τον Ελύτη, ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται στη χώρα της αθωότητας, στην επικράτεια του Λευκού, έχοντας διατρέξει όλη την επικράτεια του μαύρου, «έτσι ώστε να πατήσει από το άλλο μέρος και πάλι στο Λευκό». «Η χώρα της αθωότητας …έχει τους Αγίους της και τ’ αγρίμια της».[3]
Και μια και βρισκόμαστε στον παράδεισο, ας αρχίσουμε από την τρισδιάστατη αίσθηση της ακοής του Παπαδιαμάντη. Με την μια πιάνει τους ανέμους και τον παφλασμό των κυμάτων, με τη δεύτερη, την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση και με την τρίτη τον κόσμο των νοημάτων.[4] Ο μελετητής του Ελύτη αντιλαμβάνεται αμέσως ότι αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκονται και στο δικό του έργο. Παντού και κυρίως στο Άξιον Εστί, όταν από τη μαγεία περάσει στην παρατηρητικότητα.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε τον χώρο. Ο ίδιος πάντα. Στεριές και θάλασσες, κορίτσια και αγόρια, ο παπάς, το εκκλησάκι, οι γυναίκες και οι άντρες έξω από τον χρόνο. Σε χρόνο παραδείσιο. Λευκό.
Λευκοί τοίχοι, μαυροφορεμένες γυναίκες

Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου

Σ’ αυτήν την πλατιά τοιχογραφία εμφανίζονται τα πρόσωπα. Και πάμε κατευθείαν στα κορίτσια. Ο Ελύτης θα κάνει κατάλογο και θα βάλει όλα τα κορίτσια του Παπαδιαμάντη μαζί σαν «χορό» στο σκιαθίτικο δράμα και μετά, αλλάζοντας απλώς το ονόματα, θα κάνει τον δικό του κατάλογο στο Άξιον Εστί.

Η Ματή, η Μοσχούλα, η Πολύμνια, η Πούλια «το Αστεράκι», η Ακριβούλα, αλλά και σε ουδέτερο: το Μαριώ, το Κατερινιώ, το Ξενιώ και τόσες άλλες που μεταμορφώθηκαν στο Άξιον Εστί:

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας… οι παραπλανημένες Πλειάδες, τ’ Αγγεία των Μυστηρίων… τ’ απύθμενα [...]

Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα, η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή, η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια και δύο ακόμη που μας έρχονται από πολύ παλιά η Αριγνώτα και η Ανακτορία από τον κήπο της Σαπφώς. Ο Ελύτης μπαίνει στον κήπο της αρχαίας ποιήτριας, όπως και στον κήπο του Παπαδιαμάντη και κοιτάζει αυτά τα μυστήρια πλάσματαˑ τα κορίτσια. Και οι δύο με τον ίδιο τρόπο τα παρατηρούν. Τα κοιτάζουν. Ο καθείς και η εποχή του. Είναι πλάσματα παραδείσου. Παράξενα. Δελφινοκόριτσα, νερατζοκόριτσα, δέντρα που φυτρώνουν μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα Σύρο και Τζιά, λέει ο Ελύτης, Άνθος του γιαλού και αστεράκι λέει ο Παπαδιαμάντηςˑ πλάσματα μαγικά.
Κι ακόμα, μετατρέποντας το φυτό σε θηλυκό, ο Παπαδιαμάντης μάς δίνει τη θεά Φυτώ και η θεά γίνεται Κόρη. Ο Ελύτης ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, μετατρέποντας δηλαδή το κορίτσι (το Μαριώ, το Κατερινιώ…) σε θηλυκό, κάνει ένα κορίτσι φυτό, λουλούδι και πόα της ουτοπίας. Η σχέση είναι αμφίδρομη και νομίζω πως το ένα ερμηνεύει το άλλο και τα δύο εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της μαγικής μεταμόρφωσης.
Η «πούλια το Αστεράκι» του Παπαδιαμάντη θα γονιμοποιηθεί στο ποίημα «Η Μάγια» του Ελύτη: «Η πούλια που ’χει εφτά παιδιά…».

Και τα αγόρια; Πρωτίστως, όλα είναι «Λουλούδια αγοροκόριτσα... με μια ψιλή φωνή». Ἄειδεν λεπταλέη φωνῇ. Έψαλλεν με λεπτή φωνή λέει ο αρχαίος ποιητής, «ψέλλιζαν χελιδονιστί» τα κορίτσια στον Παπαδιαμάντη στο «Έρως -Ήρως» και παρομοίως τα κορίτσια στη «Τρελή ροδιά» του Ελύτη, όταν ξυπνούν και ο κάμπος

ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους…

Κι άνεμοι όλοι… νέοι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας, όλοι με τα ονόματά τους στον Ελύτη, ο Βορράς και ο Καικίας στον Παπαδιαμάντη.
Νεαροί άνεμοι, νεαροί άντρες: ο Μάνος του Κορωνιού, ο βαρκάρης Γιωργής στο «Έρως-Ήρως», ο νεαρός βοσκός το «Όνειρο στο κύμα». Αλήθεια πώς είναι τα μαλλιά του και πού γυρίζει ολημερίς κι ολονυχτίς ;
Στις βρύσεις και στα ρυάκια, κάτω από τον ήλιο, στα βουνά και τους βράχους στα όρη τα παραθαλάσσια, εκεί όπου φυσούσε ο Βορράς και ο Καικίας οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά του «και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον» (Όνειρο στο κύμα, ενότητα 3η). Κι όμως «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, οι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά».
Με παρόμοιο τρόπο οικειοποιείται ο Ελύτης το Αιγαίο και τα νησιά, ταξιδεύοντας με το πλοίο:

«την εποχή που μου δόθηκε πρώτη φορά η ευκαιρία να βρεθώ στο κατάστρωμα ενός πλοίου, διασχίζοντας τα νότια της Σαντορίνης, είχα το αίσθημα ενός γαιοκτήμονα που κάνει αναγνώριση των πατρογονικών του, εν όψει κάποιας κληρονομιάς. Αυτές οι σγουρές από κύματα εκτάσεις ήταν οι καλλιεργήσιμες γαίες όπου δεν απόμενεν παρά να φυτευτούν κυπαρίσσια για ορόσημα. Τα κοπάδια μου τα καταμετρούσα, τις σιταποθήκες μου, τα πατητήρια μου, τα υπόστεγά μου τα όριζα. Δε μου ’λειπαν ούτε τα πλεούμενα. Ήταν αυτό εκεί το Μοναστηράκι, στην πλαγιά του λόφου, ήταν αυτά τα δυο-τρία ξοχόσπιτα άκρη-άκρη στο βράχο κι οι περιστεριώνες και οι μύλοι».[5]


Αν δεν βιαστούμε να φύγουμε από την εξωτερική περιγραφή του νεαρού βοσκού, θα δούμε ότι η μη κατονομαζόμενη περιπέτεια της παρουσίας του στη γη, διοχετεύεται στη φύση· όχι επάνω του. Δεν ξεχνάμε πως βρέθηκε εκεί, στην Μονή του Ευαγγελισμού, στο Κατάμερον και Ξυλάρμενον, όπου «κατέπλεον τα πλοία τα ξάρμενα και ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας». Ο νεαρός βοσκός είναι ένα τέτοιο προϊόν τρικυμίας. Και αν κάνουμε το άλμα στην «Μαρίνα των βράχων» του Ελύτη θα δούμε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του στη μορφή της Μαρίνας.

Η Μαρίνα, όπως ο νεαρός βοσκός, περιφέρεται στους βράχους και στη θάλασσα. Γυρίζει «ολημερίς» και «ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας», με τον «αετοφόρο άνεμο» που «γύμνωσε τους λόφους» και την επιθυμία της «ως το κόκαλο», με τη «χτενισιά της θύελλας» και με τις κόρες των ματιών της που «πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας»

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη… Μα πού γύριζες;

Στο τέλος του ποιήματος ακούγεται του στερνού η φρόνηση. Το έργο του Παπαδιαμάντη αρχίζει και τελειώνει παρομοίως: ο ώριμος δικηγόρος που άρχισε να γράφει μια ιστορία χαμένου παραδείσου και τελειώνει με μια πικρή γεύση στα χείλη.

Γιατί η ευτυχία είναι μόνο μια μικρή στιγμή, όση η πνοή της Μοσχούλας στο μπράτσο του, στα λίγα λεπτά που χρειάστηκε για να την βγάλει από το νερό. Όσο ο Γιωργής χρειάστηκε να βγάλει στη στεριά το Αρχοντώ. Όταν θα βγει στη στεριά με την κόρη και θα της υποδείξει μια σπηλιά, ν’ αλλάξει. Εκείνη θα τον κοιτάζει με απορία. Ν’ αλλάξει με τι; «Να στεγνώσεις, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ’ όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθείς». Αυτά μέσα σε μια σκέψη, μικρή σαν την αστραπή που της έδωσε ανάπτυξη και διάρκεια. Αυτό δε λέει ο Ελύτης όταν προτείνει, πιάσε τη αστραπή, δώσε της διάρκεια…;
Ο Ελύτης που πολύ καλά το ξέρει, μας το επαναλαμβάνει, σ’ αυτό έχει επενδύσει:

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία
(Ο μικρός ναυτίλος, XV)

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς.
(Μαρία Νεφέλη,
«Η ισόβια στιγμή»).

«Έτσι και κάνει ν’ αγγίξει, ο κόσμος χαλάει»[6] τώρα μιλάει ο νεότερος για τον μεγαλύτερο.

Ήλιε μου, ήλιε μου καταδικέ μου   πάρ’ τα μου
πάρτα μου όλα κι άσε μου   άσε μου την περηφά
νεια Να μη δείξω δάκρυ Να σ’ αγγίξω μόνο και
ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι

Χάθηκε ο κήπος   τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά
της δόντια σαν αμύγδαλο
Κι ορθός απόμεινα μ’ ένα καμένο χέρι
[...] να πολεμώ
το ΔΕΝ και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου

Αυτό το «αδύνατον» διατρέχει όλο τον κόσμο του Παπαδιαμάντη και του Ελύτη, επίσης.

Ο Ελύτης και ο Παπαδιαμάντης έχουν το χάρισμα να ανήκουν στις «ωραίες μειοψηφίες»,[7] δεν έχει μόνο ο Παπαδιαμάντης τρισδιάστατη ακοή. Την έχει και ο Ελύτης. Αγαπούν τη θάλασσα και ακούνε τη φωνή της.

Στο γνωστό διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας» ο ένας, και «τις φώκιες τις μικρές … που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα» ο άλλος, στο Άξιον Εστί («Τα Πάθη», Άσμα ΙΒ΄), θα συμπλεύσουν και πάλι:

Ανοίγω το στόμα μου και κοκκινίζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα

Το «Μοιρολόγι της φώκιας» φτάνει στον Παπαδιαμάντη, μέσω του εμβριθούς ψαρά που το μεταφράζει: ήτοι η κλίμακα είναι: >φώκια>ψαράς> Παπαδιαμάντης>αναγνώστης. Στο ποίημα του Ελύτη είναι πρώτα ο ποιητής>το πέλαγος> οι φώκιες> οι αναγνώστες. Η κίνηση είναι αντίστροφη, όπως πριν με το φυτό και το κορίτσι. Η φώκια, η Φύση, μοιρολογεί, ενώ στην περίπτωση του Ελύτη ο ποιητής έχει τον λόγο και αυτός ο λόγος φτάνει στις φώκιες.

Το κοινό στοιχείο είναι των ανθρώπων τα βάσανα. Η Ακριβούλα από τη μία και οι άνθρωποι από την άλλη. Το ατύχημα και το έγκλημα.
Μια άλλη σύγκλιση είναι αυτή που αφορά την αδικημένη στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας Θεια Χαδούλα, Φραγκογιαννού, Φόνισσα, όπως φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα, από την περιουσία που έδωσε ο πατέρας της στον γαμπρό:




Ως προίκα τού έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον, όπου εκατοικούσαν ένα καιρόν οι άνθρωποι, προ του '21. Του έδωκε κι ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινός κρημνώδους ακτής και απείχε τρεις ώρας από την σημερινήν πολίχνην. Ομοίως κι «ένα πινάκι χωράφι», εν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια διά τα οποία εμάλωναν οι δύο ήσαν καταπατημένα, και ήσαν «καλογερικά», ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γερο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη. Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφια – και όσα μετρητά είχεν.

Ο Ελύτης την αδικία στη μοιρασιά θα την συμπτύξει στους δύο ακόλουθους στίχους:

            Στων αδελφών τη μοιρασιά  ¤   μου δόθη ο κλήρος ο λειψός 
Η πετροκόλλητη σαγή  ¤ και το ζακόνι των φιδιών

(Το Άξιον Εστί, Άσμα Β΄)

Μια άλλη σύμπλευση είναι ένα τοπόσημο, ένα σημείο της Σκιάθου, οι Κουκουναριές, όπου «την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές» το τρελοβάπορο του Ελύτη. Υποθέτω ότι γι’ αυτές πρόκειται, αφού αυτές είναι οι πλέον γνωστές και προβεβλημένες ελληνικές κουκουναριές.
Μια άλλη σύγκλιση υπολανθάνει στο ακόλουθο ελυτικό απόσπασμα:

Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού
θ’ ακούγονται και  [...]
Μικρές θεές προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια
            γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται
[...]
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.[8]

Οι άρπες εδώ, το σουραύλι του βοσκού στο «Μοιρολόγι». Τα πλάσματα με τα «πρασινωπά πτερύγια», εδώ, η φώκια στο «μοιρολόγι. «Θα συναχτούν» την ώρα που «του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται» εδώ, ο πνιγμός στο «Μοιρολόγι». Η γη που «θα γυρίζει ακόμα» «με μια βάρκα μαύρη κι άδεια», εδώ, η «γολέτα» που «εξηκολούθει να βολταντζάρει… αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον το δυτικόν» στο «Μοιρολόγι», θέλουμε δε θέλουμε συγκλίνουν.
Το «εσπερινόν δείπνον» της η φώκια, οι «νύχτες» που δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο το ποιητικό υποκείμενο.
Και το ποιητικό υποκείμενο και η Ακριβούλα, σώματα και οι δύο στη διάθεση της αενάως κινούμενης γης-ζωής, ή στη διάθεση της περιτριγυρίζουσας το πτώμα φώκιας-Φύσης.
Οι τελευταίοι στίχοι του μοιρολογιού είναι: «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου». Οι δύο λογοτέχνες μοιάζει να ένωσαν την αρχή και το τέλος στον κύκλο της ζωής, όπου κάνουν επίσης τον κύκλο τους καημοί, πάθια και βάσανα.

Παπαδιαμάντης και Ελύτης ακούνε τη φύση και τα πλάσματά της, τα οποία συμμετέχουν στα ανθρώπινα, όπως συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι. Για να επανέλθουμε στην τρισδιάστατη ακοή, ο Παπαδιαμάντης συλλαμβάνει την «επί φύλλου ανεμική» και την «εξ ύδατος άδουσα ροή», όπως λέει ο ποιητής για άλλο λόγο που αφορά το δικό του λόγο. Στο «μοιρολόγι» βλέπουμε πως το μόνο, ας πούμε, πρόσωπο που αντιλαμβάνεται το πνιγμό της μικρής Ακριβούλας είναι η φώκια. Κι αυτή την μοιρολογάει, στην άγνωστη για μας γλώσσα της, την οποία, ευτυχώς, «είς γέρων ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών» μεταγλώττισε για χάρη μας:

αυτή ήτον η μικρή Ακριβούλα /η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της …


Οι στίχοι αυτοί μοιάζουν κάπως σαν «ενθάδε κείται η Ακριβούλα», σαν επιτάφια πληροφορία, για το κορίτσι που κανείς δεν αντελήφθη ούτε την παρουσία του ούτε την απουσία του. Το «μπλουμ» που ακούστηκε, όταν έπεφτε από τον «απόκρημνο βράχο», η Λούκαινα πιθανολόγησε σαν ήχο από τις πέτρες που, κατά τη γνώμη της, έριχνε στη θάλασσα εκείνος «ο σουραυλής, ο σημαδιακός και αταίριαστος». Εκείνος ήταν «σημαδιακός και αταίριαστος» επειδή έπαιζε το σουραύλι σ’ έναν τόπο σαν τα «Μνημούρια», σ’ ένα νεκροταφείο, όπου μια βασανισμένη «γριά» έπλενε την «αβασταγή» της μοιρολογώντας. Κι όπως η ζωή παρασύρει τα πάντα χωρίς να νοιάζεται, έτσι, σαν από καπρίτσιο της μοίρας, το «μπλουμ» εκείνο δεν την ανησύχησε. Κι ο σουραυλής συνέχισε το σουραύλι του και η «γριά» το Μοιρολόι της, χωρίς να υποψιάζεται το νέο μέλος που προστέθηκε στον ήδη μεγάλο κατάλογό της.

Ο Ελύτης στην Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο κάνει λόγο για «τυχαία περιστατικά», τα οποία αποκτούν τη σημασία που εκείνοι τους δίνουν, πράγμα που παρεμφερώς επαναλαμβάνει στο ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα»:

Αλλ’ εμείς το χτίζουμε αλλ’ εμείς το κηπεύουμε
αλλ’ εμείς νύχτα-μέρα το ιστορούμε


με άλλα λόγια ο ποιητής, ο ζωγράφος και ο πεζογράφος πέραν των ακουστών ήχων αντιλαμβάνονται και τους ανάκουστους (όπως είναι και η «άφωνος γλώσσα των φωκών»), ήχους πέραν της τρέχουσας λογικής ή αισθητηριακής αντίληψης. Ο ευαίσθητος στην ακοή αντιλαμβάνεται το αθέατο, εξερευνά το άγνωστο, βλέπει το αόρατο.
Και οι ανταποκρίσεις, σαν τα πάθια, τους καημούς και των ανθρώπων τα βάσανα, τελειωμό δεν έχουν.
Και αφού η ζωή κάνει κύκλο και η εισήγηση επίσης θα κάνει τον δικό της. Θα τελειώσει πάλι με Σολωμό και Παπαδιαμάντη όπως άρχισε:
Ο πόρφυρας, το τέρας του πελάγου, έφαγε τον νεαρό στρατιώτη. Η φώκια, το ζωντανό της θάλασσας θα φάει την Ακριβούλα. Το νέο του νεαρού στρατιώτη θα το γράψουν οι εφημερίδες. Τα νέα της Ακριβούλας θα μας τα πει ο εμβριθής, περί την γλώσσα των φωκών, ψαράς. Και ο Οδυσσέας Ελύτης θα δώσει τη φωνή του στις φώκιες και στη θάλασσα, όπου όλα ανήκουν …

«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»

Θεόδωρος Παπαγιάννης: «Το Αιγαίο» (Β πλευρά)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: