Ο φλοιός της γλωσσικής αλήθειας

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Ο φλοιός της γλωσσικής αλήθειας

«Κάθε ποίημα είναι μια βγαλμένη φλούδα που ενεργοποιεί τις αισθήσεις. Το ποίημα έσπασε αυτό το επικάλυμμα, αυτόν τον τοίχο, που κάνει τις αισθήσεις να ατροφούν. Τότε μπορούμε για μια στιγμή να συλλάβουμε τη γη, την πραγματικότητα. Μετά η ζωντανή πληγή ουλοποιείται. Όλα ξαναγίνονται κουφά, τυφλά, βουβά.» Αυτά τα λόγια του Αντρέ ντυ Μπουσέ μας δίνουν το μέτρο της σημασίας του ποιήματος, της γλώσσας του. Μια λωρίδα λόγου που ξύνεται, που αφαιρείται δια της εκδοράς, μια λύση της συνεχείας, μια γραντζουνιά στον φλοιό που αμέσως μετά τείνει να ουλοποιηθεί. Τι είναι όμως ο τοίχος, τί είναι αυτός ο φλοιός που αφαιρώντας ένα τμήμα του φτιάχνουμε αμέσως αμέσως ένα ποίημα; Τι άλλο είναι από γλώσσα. Ακριβώς επειδή και το ίδιο το ποίημα που δημιουργούμε είναι φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που φτιάχνουν την βουβαμάρα, την τυφλότητα, την κωφότητα. Η ίδια η γλώσσα μας τυλίγει μέσα στον φλοιό της, μέσα στη σιωπή της συνήθειας, και εκεί χάνονται οι αισθήσεις, το πρωταρχικό, μας λέει ο ντυ Μπουσέ. Πράγματι η γλώσσα ενώ είναι φτιαγμένη για να μεσολαβεί στις αισθήσεις την ίδια στιγμή τις εξουδετερώνει, την ίδια στιγμή τις αντιστρατεύεται. Και χρειάζεται το ποίημα να μας θυμίσει την πρώτη λειτουργία της γλώσσας, δηλαδή την λειτουργία των αισθήσεων, την ομιλία τους. Αυτή η ανακαινιστική δράση του ποιήματος είναι βασική, είναι θεμελιώδης τόσο όσο και ένας σεισμός που προκύπτει από τα προϋπάρχοντα ρήγματα. Και μια γλώσσα ή μια κοινωνία που έχει χάσει την ποιητική λειτουργία της γλιστράει σιγά σιγά στην βουβαμάρα, αυτήν που δεν έχει πια όριο άλλο από την αναγέννηση της πληγής, την εκδορά που δημιουργεί το ποίημα.

Αυτός είναι ένας συνεχής αγώνας, μια διαπραγμάτευση, μια καθημερινή πάλη με το σβήσιμο των ιχνών που προκαλεί η συνήθης χρήση της γλώσσας έναντι της παρουσίας των ιχνών που δημιουργεί η ποιητική χρήση της ίδιας αυτής γλώσσας. Και αυτή η διαφορά δεν ανακαινίζει μόνον τις αισθήσεις, γεγονός πρωταρχικό που μας επαναφέρει στις πρώτες εγγραφές αυτών των αισθήσεων, ανακαινίζει και τα νοήματα. Αυτός ο γλωσσικός φλοιός που αίρεται γίνεται η ναυαρχίδα των χαμένων, μέσα στην φλοιώδη λειτουργία της γλώσσας, νοημάτων. Η ναυαρχίδα μιας σχεδίας. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι, συναφείς με την δημιουργία του ποιήματος που συνάδουν στην γρατζουνιά αυτή, στο ξύσιμο της γλωσσικής λειτουργίας που ακούει στο όνομα επικοινωνία. Όταν σε μια γλωσσική παραδρομή κάποιος θέλει να πει «με κατέκλυσε ένα κύμα θυμού», μια έκφραση που είναι ήδη στα μονοπάτια ενός στερεότυπου, αλλά αντί γι’ αυτό, παρασυρόμενος από την συναρμογή των λέξεων κύμα και θυμός, λέει «με κατέκλυσε ένα θύμα» κάνει κάτι ανάλογο με την γρατζουνιά της ποιητικής δημιουργίας. Λέει ήδη πως κάποιος που είναι θυμωμένος εκτός από θύτης είναι και θύμα, λέει συγχρόνως πώς αυτό το θύμα προς το οποίο κινείται ο θυμός του είναι ο ίδιος, λέει δηλαδή πόσο ταυτισμένος είναι με το αντικείμενο του θυμού του. Θα μπορούσε να λέει και άλλα. Το βέβαιο είναι πως ενώ καταφεύγει σε μια σχεδόν στερεότυπη έκφραση για να μιλήσει γι’ αυτό που τον κατακλύζει, συγχρόνως δημιουργεί κάτι την ώρα που μιλάει, το οποίο ήταν για τον ίδιο άγνωστο. Η νέα αίσθηση είναι ότι βγαίνει από την πόλωση στην οποία βρισκόταν, εάν βεβαίως μπορέσει να ακούσει τον λόγο του. Χρειάζονται πολλές τέτοιες προσωπικές γρατζουνιές στην γλώσσα ενός εκάστου ώστε αυτή να γίνει μια προσωπική γλώσσα, μια γλώσσα με την οποία πραγματικά εκφράζει κάτι από την προσωπική του αλήθεια.

Στην ποίηση, στα ποιήματα, συναντάμε κατά συρροήν τέτοιες αλήθειες που από προσωπικές γίνονται οικουμενικές, γιατί σ’ αυτές συνηχούν και οι αλήθειες των άλλων, οι δικές τους εκδορές που δεν είχαν βρει λέξεις για να μιλήσουν, για να αποσπάσουν από την κοινόχρηστη γλώσσα αυτή τη φλούδα που φτιάχνει το ποίημα αποτέμνοντάς την από τον περίγυρο, μέσα στον οποίο όμως συνεχίζει να λειτουργεί. Γιατί τι άλλο είναι το ποίημα τότε από αυτή την υπενθύμιση μέσα σε ένα περιβάλλον λήθης που το κατασκευάζει η συνήθεια, η σύμβαση, η ουλή. Συμβαίνει όπως στο παιδί, ξαναβρίσκει κανείς την πρώτη αντίληψη. Αυτήν που το παιδί είχε και μέσα σε αυτήν έφτιαξε τον κόσμο του. Είναι σαν να βγάζει κανείς βότσαλα από την άκρη του κύματος. Όταν τα κοιτάζει βρεγμένα λάμπουν με χίλιους ιριδισμούς και χρώματα. Όταν στεγνώσουν, θαμπώνουν και χάνουν κάθε λάμψη ή νόημα. Η καθημερινή γλώσσα είναι ένα ψηφιδωτό από θαμπά βότσαλα. Το ποίημα μας ξαναδίνει την χαμένη λάμψη των πραγμάτων μέσω των λέξεων, ακριβώς επειδή οι λέξεις μέσα του έχουν ξαναβρεί την παλιά τους λαμπρότητα. Όπως όταν με τεχνητό τρόπο πλέον γυαλίζουμε τα βότσαλα για να κρατούν την λάμψη με την οποία τα είχε πλουτίσει το νερό της πρώτης διαβροχής. Αυτά τα βότσαλα είναι οι λέξεις όπως αντηχούν στα αυτιά του παιδιού για πρώτη φορά και αποτυπώνουν στην αντίληψή του τα πράγματα. Αυτός είναι πάλι ένας χαμένος φλοιός που φαίνεται να υπάρχει μόνον δια της διαβροχής, παρουσιάζει την λάμψη και την ύπαρξή του μόνο στο νερό. Αυτόν ανακαλεί το ποίημα. Είναι το παράδοξο όπως το φέρνει στην επιφάνεια κάθε γλωσσική παρέκκλιση, όποιο επίπεδο της γλώσσας αφορά: την γραμματική, την σύνταξη, το νόημα. Έτσι όπως αυτό ακούγεται, όσον αφορά αυτό το τελευταίο, σε ένα από εκείνα τα παιδικά τραγουδάκια που άλλο δεν κάνουν παρά να κλείνουν το μάτι στην λογική της γλώσσας, στην λογική του ενήλικα υπονομεύοντάς την με έναν τρόπο που θα ήθελε να το κάνει κάθε τέχνη που σέβεται τον εαυτό της:

Ο ποντικός επήδησε
Από το παραθύρι
Κι η μάνα του του φώναξε:
«Πού πας καραβοκύρη;»
«Πάω να φέρω μάρμαρα
να χτίσω μοναστήρι
να βάλω τα παιδάκια μου
να μην τα φαν οι ψύλλοι».

Το ποιημάτιο αυτό γίνεται πλήρως αποδεκτό, χωρίς την παραμικρή απορία, από τα παιδικά αυτιά. Η απορία γεννιέται από την εγγύτητα με τον ενήλικο, την ενήλικη ακρόαση. Η δική του λογική γεννάει το παράδοξο και την απορία. Αλλά σε αυτά τα δύο έγκειται και το θαύμα, το θαύμα των πραγμάτων, εκείνο της γλώσσας που το παιδί μάς καλεί να δεξιωθούμε μαζί του.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θανάση Χατζόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: