Άξιον
εστί το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια
τα
σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως
τέλος
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
( Το Άξιον Εστί, «Το Δοξαστικόν» )
Το παιδί ποιητής
Όλοι, όσοι τουλάχιστον έχουν περπατήσει στην ύπαιθρο, ή ακόμη και στα ρείθρα των εθνικών δρόμων, πριν ακόμη γίνουν αυτοκινητόδρομοι με τις αντίστοιχες υπηρεσίες, ή στα περίχωρα περιοχών με ελεύθερο κάμπινγκ έχουν βρεθεί τους καλοκαιρινούς μήνες απέναντι στο θέαμα που περιγράφει ο Ελύτης στον τρίτο στίχο αυτής της στροφής από το Δοξαστικό του «Άξιον εστί». Μαζί με τις άλλες εξίσου έντονες εικόνες αυτής της στροφής, ο ποιητής φτιάχνει έναν κατάλογο δοξαστικό με στοιχεία από τον κόσμο και τη ζωή που μας δείχνει ως άξια να δοξαστούν. Στοιχεία που περνούν απαρατήρητα, ή είναι απαξιωμένα στην κοινή συνείδηση και η ποιητική συνείδηση στρέφει την προσοχή μας σε αυτά με σκοπό να τα αναδείξει σε σημαντικά όχι μόνον της ποιητικής ματιάς του Ελύτη αλλά της ποιητικής διάστασης του κόσμου μας. Ανάμεσα σε αυτά «τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα» αποτελούν μια ειδική περίπτωση κυρίως επειδή δεν αποτελούν απλώς απαξιωμένα στοιχεία του κόσμου, αλλά περιττώματα από αυτά που όλοι θα ήθελαν να περνούν απαρατήρητα. Ανήκουν λοιπόν σε εκείνα τα οποία αποστρεφόμαστε, από τα οποία αποστρέφουμε όχι μόνον το βλέμμα αλλά και τον κορμό ολόκληρο, τις αισθήσεις συνολικά. Η αηδία είναι ο βασικός λόγος αυτής της αποστροφής.
Από αυτή τη σκοπιά εγείρεται το ερώτημα όχι γιατί ο ποιητής διάλεξε να μας συστήσει ανάμεσα στα δοξαστικά στοιχεία του κόσμου αυτή την εικόνα –μπορεί μεταξύ άλλων να θέλει να μας κάνει να ρίξουμε το βλέμμα εκεί από όπου το αποσύρουμε συνήθως ή με αντανακλαστικό τρόπο– αλλά κυρίως πως μπόρεσε να οδηγηθεί στην επιλογή της, που δεν νομίζω πως έγινε κατόπιν ώριμης σκέψης αλλά κυρίως με την ίδια αυθόρμητη χειρονομία, ψυχική χειρονομία, που κάθε ποιητής μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Υπάρχει ίσως εδώ ένα βάθος, ψυχικό αλλά και παρελθοντικό, που νομίζω μας διαφεύγει, γιατί συνήθως δεν αναρωτιόμαστε για την πηγή ενός στίχου πέρα και έξω από ένα αιτιοκρατικό γιατί. Εδώ όμως δεν πρόκειται διόλου γι’ αυτό. Το γιατί αγγίζει κάτι που θεωρείται στις μέρες ένας κοινός τόπος: ότι ο ποιητής γράφει με το παιδί που κουβαλάει μέσα του, αυτό με το οποίο ανοίχτηκε στον κόσμο πρώτα αισθητηριακά και αντιληπτικά, που δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο ποιητής γράφει από την πρώτη-πρώτη αίσθηση ζωής που είχε, η γραφή του πηγάζει από την παιδική ηλικία. Όμως για πια παιδική ηλικία πρόκειται, αφού παιδί είναι και το βρέφος του ενός έτους, παιδί είναι και το δεκάχρονο κορίτσι ή αγόρι. Και μάλιστα το αντιληπτικό και αισθητηριακό σύμπαν γεννιέται στα πρώτα-πρώτα χρόνια της ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα επόμενα δεν έχουν την αξία τους ως βάση αισθητηριακών και αντιληπτικών δεδομένων. Κι αν επιμένω στα τελευταία είναι όχι μόνον επειδή στην ποίηση του Ελύτη κατέχουν μιαν ιδιαίτερη και εξέχουσα θέση, αλλά κυρίως επειδή εδώ, στην εικόνα που μας προτείνει από «τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα» αυτό το αισθητηριακό και αντιληπτικό με την εικόνα, το χρώμα και την οσμή –η μύγα βρίσκεται σε αυτή τη θέση όταν η ύλη από την οποία τρέφεται διατηρεί ακόμη τη φρεσκάδα της– βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο της σήμανσής τους. Και για έναν ακόμη λόγο. Ότι χρειάστηκε εδώ να υπερβεί την αποστροφή και την αηδία που συνοδεύουν αυτή τη ζωντανή εικόνα.
Κι εδώ βρίσκεται η πηγή της. Ο ποιητής εδώ υπερέβη ένα εμπόδιο όπως αυτό ή άντλησε την εικόνα αυτή από μια περιοχή, καλύτερα από μια περίοδο, της ζωής του κατά την οποία το εμπόδιο απλώς δεν υπήρχε. Έχω ευθύς εξαρχής την εικόνα ενός πολύ μικρού παιδιού, ενός παιδιού από ενός μέχρι τριών ετών το πολύ που απέναντι στην εικόνα του Ελύτη κινείται δίχως καμιά αναστολή, ούτε καν αυτή της δυσάρεστης οσμής και πριν φτάσει στο αντικείμενο της εικόνας, πριν η πράσινη μύγα που τραβάει την προσοχή του πετάξει μακριά ενοχλημένη από τον ταραξία του γεύματός της, ένας ενήλικος που συνοδεύει το παιδί, μητέρα ή πατέρας, νταντά ή θεία, το αποτρέπει από το άγγιγμα, το βέβαιο άγγιγμα αυτού του αντικειμένου που ελκύει όχι μόνον την προσοχή αλλά ίσως τον θαυμασμό. Κι έτσι εγκαθιστά στο παιδί την αηδία και την αποστροφή που θα πάρει κάποτε τη γλωσσική μορφή «φτου κακά» και θα δώσει τη χαριστική βολή στην εικόνα που μας προτείνει ο ποιητής, μετατρέποντάς την σε εικόνα αποτρεπτική. Όμως από αυτήν την περίοδο αντλεί ο ποιητής, όχι γενικά από την παιδική του ηλικία, από τέτοιες αποτροπιαστικές για τους άλλους στιγμές, από αυτή τη μυθική, την αρχαϊκή όπως αποκαλείται συχνά στη γλώσσα των ποιητών δηλώνοντας το εγγύς της αρχής, για να φέρει στη γλώσσα του αυτή την εικόνα και να την βάλει στο εικονοστάσι του –τι βλασφημία!– αποδίδοντάς της αξία τέτοια και δόξα που κανείς μέχρι τότε δεν είχε υποψιαστεί. Γιατί πράγματι αυτή είναι μια εικόνα δοξαστική, όχι καθεαυτή αλλά του νηπιακού βλέμματος, των νήπιων αισθήσεων από τις οποίες εκπορεύεται. Και θα ’λεγα πως αυτές δοξάζει ο ποιητής, παραμερίζοντας την ενήλικη αηδία, βάζοντας στην άκρη όλη την αγωγή και την εκπαίδευση, τις εξίσου απαραίτητες άλλωστε, για να μας οδηγήσει και πάλι στις πηγές αφού, όπως γράφει ο ίδιος, «η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο», κι αφού η αναπαρθένευση του βλέμματος την οποία μας συστήνει δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο από την επιστροφή στην «πρώτη ποίηση της ζωής» που ένας άλλος παραμερισμένος αδίκως σήμερα ομότεχνός του επίσης μας σύστηνε. Αλλά αυτή η πρώτη ποίηση της ζωής δεν είναι παρά η ζωή που κάθε παιδί φτιάχνει μέσα του στην αρχή, αυτή από την οποία αρδεύει και αρδεύεται όλη η υπόλοιπη.