«Αριστερή όχθη»

Στην Αριστερή όχθη προσορμίζονται ξενόγλωσσα ποιήματα που ο μεταφραστής επιχειρεί να τα αποδώσει στην ελληνική.


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(1992)

στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη


1.

χλωμό χρυσάφι, άχνα από ομιλίες μες στο κρύο
μέρες και εικόνες που μαυρίζουν λίγο-λίγο
τα δάχτυλα στην άκρη μιας γνώσης ανυπόταχτης –

2.

γκρεμός και πλήκτρα εκεί ψηλά από λευκούς τοίχους.
Παράθυρα όπου αντιστέκεται η νύχτα
παίρνουν μερικές φορές φωτιά, – νότες που φλέγονται
πέρα από τον χρόνο τους στη μουσική,
εικόνες που πέφτουν το βράδυ αθόρυβα
στην πολύ σκοτεινή σκουριά των νερών –

3.

στα συρτάρια του δωματίου
αρωματισμένα από θυμάρι και ιτιά
ανακινούν τους θορύβους του άλλου καλοκαιριού
μερικά βότσαλα και ξύλα λειασμένα
και η λέρα των αιώνων πάνω
στην ευγενή κατατομή του Αλέξανδρου
που έλαμψε μια μέρα κάτω απ’ το βήμα
στις σκόρπιες πέτρες –

4.

εδώ είδες τη δροσιά
μιας τάξης ζωής να διαλύεται –
πόση οργή τώρα
για να σβήσεις τη λίγη ομορφιά
ζωντανή ακόμη στον ασβέστη
το ξεφτισμένο μπλε μιας βάρκας –

5.

και πρόκειται γι’ αυτό το ελάχιστο
που είδα να ανατριχιάζει σ’ ένα φτερό
να ανάβει το άγνωστο ενός σώματος –

6.

υπήρχαν αυτές οι τόσο απλές ανταλλαγές
ανάμεσα σε μια σιωπή μέσα μας και λίγους θορύβους
σελίδες ενός βιβλίου που ξεφυλλίζουμε
σύντομη ριπή του πνεύματος –
έξω να ξαναπέφτει η γαλήνη
ενώ η θάλασσα να μπάλωνε τα δίχτυα της –

7.

πρωινά όπου ο κόσμος απορεί
κινημένος από το χέρι ενός νεογέννητου
ανάμεσα σε μια φωτεινή αχτίδα και το στόμα
και κάθε ανταύγεια είναι μια κραυγή
νέα από έκπληξη που υπάρχεις –
και οι μελωδίες, οι φωνές
όπως πινέλα και φτερούγες
που πάνε όπου τις πηγαίνει το άνοιγμα –

8.

η σιωπή των τοίχων η αιδώς της λέξης ρόδο
ψιθυρίσματα από μυρωδιές στο βάθος των χρόνων
και η θάλασσα ξυπόλυτη στα έρημα δωμάτια –
τα μάτια μου ακόμα πιασμένα στη νύχτα
αλλά ακούω ήδη τη μέρα που τη ζυμώνει
στον λαιμό του ο ορφικός κομπογιάννης –

9.

ρευστό και καρφωμένο εναλλάξ
το πνεύμα λίγο λίγο ξαναβρίσκεται
στη σιωπή που ωριμάζει
κι ανοίγεται στους παλμούς του σώματος,
σύντομη ανθοφορία ανάμεσα σε άλλες
χωρίς αριθμό μιας μοναδικής φούγκας
ενθουσιασμοί, πτώσεις κι αναπαλμοί
σφριγηλή λάμψη τρόμου
παραφωνίες που δεν μπορείς να λύσεις –

10.

νούμερα και λέξεις σαν ένα πακέτο
ξύλα στριμμένα σπασμένες μποτίλιες
που εγκαταλείπει η θάλασσα αδιάβαστες.
Μια φορά ακόμη το φως τόσο κοντά
μου δείχνει πρώτα τα όριά μου
–κάνει τη σκέψη μου αδιάβαστη–
αλλά δεν είναι ολόκληρο
σε κάθε λάμψη που με αγγίζει;

11.

σβήνω εικόνες που σκοντάφτουν
σε αθέατους καθρέφτες, προσεκτικός
μονάχα στη δίνη που βαθαίνει –
ναι, ναι, τόσο πνεύμα στα δάχτυλα,
η βουβή άβυσσος του αγγίγματος
που συλλέγεται πάνω στα πράγματα και στα σώματα –
χρυσές σπίθες μιας χριστουγεννιάτικης φωτιάς
όταν περνάει έξω το έλκηθρο
εναποθέτοντας το βάρος του στο χιόνι
με μια ανησυχητική γλυκύτητα –

«Αριστερή όχθη»

Ο Λοράν Γκασπάρ γεννήθηκε το 1925 στην Τρανσυλβανία (Ρουμανία). Σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Το 1943 κλείστηκε σε στρατόπεδο εργασίας, από όπου δραπέτευσε το 1945 για τη Γαλλία. Εκεί σπούδασε ιατρική και εργάστηκε ως χειρουργός στην Ιερουσαλήμ, στη Βηθλεέμ και στην Τύνιδα. Από τη δεκαετία του εβδομήντα ως το τέλος της ζωής του έζησε στο Παρίσι όπου πέθανε το 2019. Μετέφρασε Σπινόζα, Σεφέρη και Ρίλκε και έγραψε επτά βιβλία ποίησης. Εδώ δημοσιεύονται ποιήματά του στην ελληνική γλώσσα για πρώτη φορά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: