Οδυσσέας Ελύτης: «Ανάμνηση», 1987
Ο σατιρικός Ελύτης. Τέσσερεις προτάσεις για τη «Μαρία Νεφέλη»
——— ≈ ———
α΄
Με τους μείζονες ποιητές –που, σε πείσμα της κατάχρησης του όρου, είναι ελάχιστοι– συμβαίνει συχνά: κριτικοί και αναγνώστες τους μπαίνουμε ολοένα στον πειρασμό να τους φέρουμε στα μέτρα μας. Να τους τακτοποιήσουμε σ’ ένα συρτάρι προσιτότερο, να τους περιορίσουμε σε μια και μόνη εκδοχή τους – την πιο συμβατή με τις αρέσκειές μας ή με το τρέχον γούστο εκάστοτε.
Με τον Οδυσσέα Ελύτη, ο πειρασμός αυτός ήταν ανέκαθεν ο κανόνας. Παρά τις ρωγμές που άνοιξαν τα τελευταία του ιδίως βιβλία, η «αισιοδοξία», η «φυσιολατρία» και ο «ελληνοφροσύνη» του εξακολουθούν ώς σήμερα να τον διεκδικούν ζηλότυπα, να ταυτίζονται στη συνείδηση πολλών με την πεμπτουσία του έργου του και να βάζουν στη σκιά ό,τι άλλο δεν χωράει ευχερώς στη βολική προσωπογραφία που του έχουμε φιλοτεχνήσει.
Η σάτιρα είναι μια απ’ αυτές τις υποφωτισμένες, σχεδόν αθέατες όψεις του. Τούτο συμβαίνει ώς έναν βαθμό επειδή ο ίδιος ο όρος σάτιρα είναι παρεξηγημένος και χρησιμοποιείται συνήθως ως συνώνυμο της ευθυμογραφίας και του ανάλαφρου χιούμορ. Έτσι είναι εύλογο να τοποθετείται στους αντίποδες του καθαρόαιμου λυρισμού του Ελύτη. Ωστόσο, πρόκειται για κατηγορία ειδολογική πολύ πλατύτερη αφού πλάι στη διασκεδαστική ή θυμόσοφή της όψη, υπάρχει και η λεγόμενη σοβαρή ή υψηλή σάτιρα. Εκείνη η κατά μέτωπο διακωμώδηση της πραγματικότητας δηλαδή που, με τρόπο υπαρξιακά οδυνηρό για τον αναγνώστη, φέρνει στην επιφάνεια τις νοσηρές της πλευρές.
Η νέα ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει σπουδαία τέτοια έργα, αρχής γενομένης από τη σολωμική Γυναίκα της Ζάκυθος, «εφιαλτική σάτιρα», όπως την αποκάλεσε ο Στυλιανός Αλεξίου, που δεν έχει το όμοιό της τον ελληνικό 19ο αιώνα. Η κορύφωση της σοβαρής πολιτικής σατιρογραφίας μας τον 20ο αιώνα είναι δίχως άλλο τα «μαστιγωτικά», όπως χαρακτηρίστηκαν, παλαμικά Σατιρικά γυμνάσματα. Ο Βάρναλης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης του Στόχου, ο Κατσαρός του Κατά Σαδδουκαίων είναι κάποιοι από τους ποιητές μας που καλλιέργησαν επίσης το είδος, λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά. Σε όλους, η σάτιρα είναι μέσο έκφρασης πολεμικό: κριτική και καταγγελία μιας αναγνωρίσιμης επικαιρότητας. Την ίδια στιγμή ωστόσο είναι και αντιμέτρηση με τη διαχρονικά σκοτεινή πλευρά των ανθρωπίνων.
β΄
Με αυτή την ευρύτερη έννοια, η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη είναι έργο αυτονόητα σατιρικό. Στο ξεδίπλωμα του ποιήματος, ο ποιητής αντλεί στοιχεία εκφραστικά από διάφορες πηγές, από την πολεμογραφία των πρώτων μοντερνιστών ώς τους μπητ αλλά και από την ελληνική παράδοση της σάτιρας ώς τις αρχιλόχειες απαρχές της. Έκτυπη είναι η συγγένεια της γραφής του με εκείνην του όψιμου Νικόλαου Κάλας. Δεν είναι τυχαίο ότι μια χρονιά πριν την έκδοσή της Μαρίας Νεφέλης το 1978, ο Ελύτης προλογίζει στον Ίκαρο την Οδό Νικήτα Ράντου, που σημαδεύει την επιστροφή του πρώτου στα εκδοτικά μας πράγματα (1977). Πάντως, ειδικά η Μαρία Νεφέλη επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή τεχνοτροπική άνεση του Ελύτη, τον polystylism του όπως θα έλεγαν οι μουσικολόγοι.
Στο ποίημα συναντούμε όλα τα γνωρίσματα, εξωτερικά και εσωτερικά της σάτιρας. Τη γλωσσική ποικιλομορφία, πρώτα απ’ όλα, η οποία επιτείνει δραστικά τον χλευαστικό εμπαιγμό και την καυστική ειρωνεία. Έτσι, στις σελίδες του ποιήματος οι λόγιοι τύποι συνυπάρχουν οργανικά με τους δημώδεις ή, καταπώς έγραφε ο ίδιος ο Ελύτης για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, η γλώσσα της σύνθεσης κυμαίνεται ακατάπαυστα από τη λαϊκότροπη «αριστερά»:
μανιταρόσκυλο, γκαζομηχανή, πετραδερό, μουκανώ, βόιδι, κρίμας, τάχατες, απαρατώ, κονταροχτυπιέμαι, πορπατάω, μπουσουλώ, στουμπώνομαι, μπάρεμ, σκαμπάζω, ανθρώπακλοι, σιχτιρίζω, κοτάω
στην αρχαιόφρονα «δεξιά»:
ύβρις, αστήρ, ουριοδρομώ, βουστροφηδόν, νεφεληγερέτης, έρχου, δυνάμει, αμβροσίοδμη, μιξοευρωπαϊστί, ήτις, κόρυμβος, τρισμεγεθύνω, μελανειμονούσα, δνοφερόν, αείφωτον, αργικέραυνος
Εντυπωτικά ηχοποίητα και ρυθμικές επωδοί εναλλάσσονται με σπάνια επιφωνήματα, παραγγέλματα, βωμολοχίες και λέξεις «απρεπείς»:
πατ-πατ, ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου, ντιγκ-ντιγκ, ντούκου-ντούκου, ι ι ι ι ι, άι άι, ου-ου ου-ου!, ντέε οξ!, Προσχέεε!, Εις τον καιρόν!, πισινός, σκατά, βρωμιάρης, παλιοτόμαρα
Δαίμονες και άγγελοι της Παλαιάς Διαθήκης συνυπάρχουν με κοινόχρηστες ονομασίες φυτών:
Αβαδδών, Απολλύων, Γαβουδελών, Ακήρ, Αρφουγιτόνος, Βελουχός Ζαβουλεών, ασφένταμοι, αενάκια, χελιδρονιές, τεμπερόριζες, αγριομαντιλίδες
Οξύμωρα και «σήματα-λέξεις μυστηριώδεις» ανακατεύονται με ιδιοφυείς νεολογισμούς:
Ιμαλαϊάκια, ωκεανίσκοι, απτεροδίποδα, Αστεροβαδών, Ιδιολάθης, Μίκυον, ψυχοσυντήρητος, Αληθοτόπια, Erosland, τσιουτσίουσε
Ξένοι όροι από την πρακτική ζωή ή την επιστήμη συνυφαίνονται με εμπορικές επωνυμίες, τοπόσημα και ρήσεις ποιητών και στοχαστών:
sleeping-bags, gin-fizz, mercurochrome, tensoplast, Phagus Carnamenti, Baobab, Ibou Ibou, Cimmulius, Iguana Brescus, βιόλα ντ’ αμόρε, Linguaphone, Nescafé, Shell, Patek Philippe, Ich sehe dich in tausend Bildern, en las purpúreas horas, C’est trés pratique, Palazzo Pitti, Tahiti, Voie lactée ô soeur lumineuse, tra un fiore colto e l’altro donato l’inesprimibile nulla, κεραυνός οιακίζει, μη φοβού α μέλλεις πάσχειν, τι έστιν πόνος, δίχα στεναγμών και φόβου
Τεχνοτροπία επίσης πρόσφορη στη σάτιρα, εκτενή τμήματα της Μαρίας Νεφέλης είναι έμμετρα. O ποιητής μεταχειρίζεται ποικίλα στροφικά σχήματα και ομοιοκαταληξίες που αυξάνουν την ένταση της ειρωνείας.
SWISSAIR BEA TWA
Αχ Νεράιδες μου δε θ’ αξιωθώ
τ’ όνομά μου τυπωμένο να δω
DIE WELT TIMES FIGARO
αλλά πίσω απ’ το θάνατο με χαίτη
KODAK PHILIPS OLIVETTI
λάμπουσα με περιμένει το άτι
να περάσω το φράχτη να περάσω το φράχτη
του ήχου της αφάνειας εγώ
JAGUAR CHEVROLET PEUGEOT
Αλλού το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό της ρίμας με την καθαρολογία:
Σύμπτυξις εν! Ούτε μη ούτε δεν.
Τάσεις και κάμψεις των χειρών
προς όλας τας διευθύνσεις·
άνω πλαγίως εμπρός κάτω:
τα του γάτου στον σκύλο
τα του σκύλου στον γάτο.
Έκτασις της κεφαλής οπίσω: έεεν-νααα
δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα.
Ή με τον αντίθετο τρόπο, με τον συνδυασμό ρίμας και λαϊκού ιδιώματος:
«Κρίμας το κορίτσι» λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ’ απαρατάν! […]
Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ’ τις δυο μεριές·
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές
Όλο το «Τραγούδι του Ποιητή», πράγμα σπάνιο, βασίζεται σε προπαροξύτονες ρίμες:
Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ’νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.
Και άλλα μέρη του ποιήματος είναι γραμμένα πάνω σε άκρως πρωτότυπες ρίμες οξύτονες/προπαροξύτονες (άμυνα/κυκλάμινα, ποιητές/αήττητες, απαντά/σύμπαντα, Κατμαντού/Στάλιν του) ή σε μακροπερίοδο στίχο κλωντελικής υφής:
Εσύ ’σαι αυτός που του ’ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη·
που σπρώχνει την αγάπη απ’ το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
γ΄
Πέρα όμως από τα εξωτερικά, μορφικά ή τεχνοτροπικά της γνωρίσματα, η σοβαρή σάτιρα διακρίνεται πρωτίστως από κάτι άλλο: από τον στόχο κατά του οποίου εκάστοτε βάλλει. Ιδωμένη από αυτή την πλευρά, η Μαρία Νεφέλη είναι ποίημα άκρως πολιτικό, δίχως αμφιβολία το πολιτικότερο που έγραψε ο δημιουργός της. Και επιπλέον, είναι το πλέον επίκαιρο έργο του. Διότι σ’ αυτό ο Ελύτης αναμετράται για πρώτη φορά ευθέως και εν εκτάσει με τον σύγχρονο κόσμο, διακωμωδεί και κατειρωνεύεται την κατάσταση στην οποία αυτός περιήλθε μεταπολεμικά και τη μοιραία πορεία που έκτοτε απαρέγκλιτα ακολουθεί.
Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς, και όχι μόνο στα ελληνικά, έργο ισόποσης διαγνωστικής ακρίβειας και καταγγελτικής δύναμης. Κάποιες από τις αποστροφές του Ελύτη μόλις σήμερα καταλαβαίνει κανείς πόσο προορατικές στάθηκαν την εποχή τους. Απομονώνοντάς τες, νομίζει κανείς ότι έχει εμπρός του έναν πλήρη κατάλογο χρόνιων νόσων και καθηλωτικών αναπηριών, παρόμοιο με εκείνον που αντικρίζει στα περιεχόμενα ενός έργου αμιγώς αναλυτικού της όψιμης μετανεωτερικότητας όπως, λ.χ., Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς του Γιάννη Καλιόρη.
Έτσι, η Μαρία Νεφέλη μας μιλάει μεταξύ άλλων για τη χρηματοθηρία και τα πολεμοχαρή τρόπαιά της:
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη τού να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Για τον χυδαίο εκτουρισμό:
χρωματιστά πασπατευτά παν πλήθη
με μισόκλειστα μάτια μπουσουλώντας
ντέεε οξ!
Pax
Pax San Tropezana
ειρήνη βασιλεύει.
Για την κωμωδία του εκσυγχρονισμού και τον καταναλωτικό εθισμό των μαζών:
Μειξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται
γίνονται ξεγίνονται μ’ ευκολίες με δόσεις.
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο – βάζεις λάστιχο
χάνεις Jimmy – βρίσκεις Bob.
Για τα «οράματα» των κάθε λογής μάνατζερ και ιθυνόντων:
Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας
λίγο πιο δεξιά παρακαλώ:
κρατήστε μου μια θέση στο Α του Κενταύρου
Για το καταληκτικό επίτευγμα και των δύο αντίπαλων παρατάξεων του ιδεολογικού φάσματος:
Στροφή της κεφαλής αριστερά:
όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά:
όλα είναι σκατά.
Για την ανοησία της αυτοπραγμάτωσης:
τη διαβάζουμε και «βρίσκουμε τον εαυτό μας»
πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας
Για το «όνειρο» της ευζωίας:
Άτε να χαθούμε παλιοτόμαρα
μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου
Για τη δήλωση της φύσης και τη φιλελεύθερη τάχα ιδιοτέλεια:
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε – ποτέ των άλλων).
Για το αγχοκίνητο, σαρκοβόρο ωράριο:
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα
Για τα καταγώγια της χαυνωτικής διασκέδασης:
Δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ’ την επιφάνεια της γης –
κι ευθύς λυμένα τα προβλήματα όλα!
Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ’ ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι
Για την τυφλή πίστη στο εδεμικό Μέλλον:
Τρώγε την πρόοδο
και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της
Για τους κατ’ επάγγελμα επαγγελείς μιας Νέας Τάξης:
Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του.
Για τους λόγους αυτούς, η Μαρία Νεφέλη σήμερα είναι έργο περισσότερο ριζοσπαστικό από τον καιρό που γράφτηκε. Και είναι δίχως άλλο ειρωνικό να βλέπει κανείς τον «αισιόδοξο» Ελύτη να διαπιστώνει χωρίς στρογγυλέματα ή ψευδαισθήσεις: η βλάβη είναι ανήκεστη.
Η αντίστροφη μέτρηση ώς τον τέλειο πλήρη αφανισμό.
Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο.
δ΄
Απέναντι σε τούτα τα εξόφθαλμα «γνωρίσματα ενός κόσμου που δεν βλέπει καθαρά», όπως θα έλεγε ο Γκόττφρηντ Μπεν, ο Ελύτης αντιπαραθέτει τη γνώση του σοφού ή του μύστη: την ευλαβική προσήλωση στην αποκαλυπτική στιγμή· την ανατίμηση του στοιχειώδους και του ελάχιστου· την αναγνώριση της φύσης γύρω και εντός μας· την ακτημοσύνη και την ολιγάρκεια· την επίμονη άσκηση στα σκιρτήματα των αισθήσεων· την πίστη στην ανατρεπτική δύναμη του κάλλους και της απόγνωσης:
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ’ ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος· […]
είσαι ωραία σαν απελπισία
Ωστόσο, ούτε εδώ ο Ελύτης τρέφει ψευδαισθήσεις. Η τωρινή δυστοπία, η νόσος της «ουρανικής ασιτίας» από την οποία πάσχουμε σε τελική ανάλυση είναι κατάσταση μόνιμη:
Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη
να τα βλέπαμε όλα ίσια: Μπα. Η αναποδιά
έχει μια μονιμότητα πεισματική·
αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα
Ώστε και η υπέρβασή της, η επανεύρεση της χαμένης ισορροπίας, δεν μπορεί παρά να είναι η εξαίρεση. Ένα ρίσκο, ένα αβέβαιο εγχείρημα, ένα «αιώνιο στοίχημα» που επαναλαμβάνεται απ’ όλους μας, ατομικά και συλλογικά, εις το διηνεκές ακριβώς επειδή τα δύσκολα κέρδη του είναι φευγαλέα και εύθραυστα, δεν διαρκούν παρά ελάχιστα. Όσο, ας πούμε, διαρκεί το μεσουράνημα του ήλιου της ζωής ανάμεσα
στο μεγαλείο
της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος.